Το Κλουβί Με τις Τρελές
Would you like to react to this message? Create an account in a few clicks or log in to continue.

Shostakovich: A Life, Laurel E. Fay

Go down

 Shostakovich: A Life, Laurel E. Fay  Empty Shostakovich: A Life, Laurel E. Fay

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 06 Nov 2017, 10:44 pm

Laurel E. Fay
Shostakovich: A Life
σελ. 488 pages
εκδ. Oxford University Press, USA 2005
ISBN 0195182510 (ISBN13: 9780195182514)
 Shostakovich: A Life, Laurel E. Fay  39561610

Η ζωή και το έργο ενός σπουδαίου συνθέτη που συνιστούν, ως ένα βαθμό, ένα αίνιγμα. Αυτό ακριβώς το αίνιγμα κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει μέσα από συγκεκριμένο βιβλίο της, η Laurel E. Fay.

Γεννημένος στα 1906 ο Dmitri Dmitriyevich Shostakovich, μια μουσική ιδιοφυΐα, προσπάθησε να συγκεράσει στο έργο και τη ζωή του τις αντιθέσεις εκείνες που τελικά έγιναν το σημείο αναφοράς του, ο πυρήνας της δημιουργικής του πορείας. Η βιογραφία της Laurel E. Fay μέσα από την ψύχραιμη και εμπεριστατωμένη προσέγγιση του υλικού της, επιτυγχάνει να συγκροτήσει ένα διαυγές πορτραίτο του συνθέτη και ακολουθώντας χρονολογικά την πορεία της δημιουργίας των έργων του, αποτελεί έναν εύχρηστο οδηγό για όσους ενδιαφέρονται να κατανοήσουν τη μουσική του σταδιοδρομία.

Με σύντομες εισαγωγές που περιλαμβάνουν τις βασικές μαρτυρίες και τα ιστορικά γεγονότα πίσω από κάθε σύνθεση και εξίσου περιεκτικές αναλύσεις του κάθε έργου, πιστεύω πως το βιβλίο της κατάφερε να δώσει ένα ακριβές στίγμα διατηρώντας έναν ανάλαφρο χαρακτήρα, εμπλουτισμένο με συχνές αναφορές στο χιούμορ του συνθέτη, καθιστώντας το, ιστορικά ακριβές και συνάμα ευκολοδιάβαστο.

Μεγάλωσε στην Πετρούπολη, και ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένειά του, αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να συνθέσει την πρώτη του συμφωνία σε ηλικία 19 ετών στα 1926. Τότε ήταν ακόμα αισιόδοξος και γεμάτος όνειρα. Από πολύ νωρίς, αισθάνθηκε την ανάγκη να γράψει κάτι διαφορετικό, ξεφεύγοντας από την παραδεδομένη κλασική μουσική φόρμα, κάτι που αποτέλεσε το κλειδί για την επιτυχία του αλλά συνάμα και την αιτία της μεγάλης δυσμένειας από το σταλινικό καθεστώς.

Όπως και να έχει, ζούσε τη μουσική του με τέτοια ένταση και πάθος, ώστε οι εξωτερικές συνθήκες δεν μπορούσαν να αποτελέσουν γι' αυτόν εμπόδιο. Έφερε τη μουσική εντός του, υπάρχει μάλιστα μια αναφορά για το πώς συνέθεσε την τρίτη πράξη της όπερας "Η μύτη", βασισμένης στο ομώνυμο έργο του Γκόγκολ, την οποία άκουσε στο όνειρό του κι έπειτα ξυπνώντας την κατέγραψε από μνήμης.

" Για τον Σοστακόβιτς η σύνθεση δεν ήταν κάτι που τυπικά προέκυπτε ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής πάλης ή επιμελούς εφαρμογής. Συνήθως κατάφερνε να συλλάβει ένα έργο στην ολότητά του και παρήγαγε την μουσική του ταχύτατα, ακολουθώντας την έμπνευσή του, χωρίς λεπτομερή προσχέδια και διορθώσεις. Οι συγκαιρινοί του θαύμαζαν την ολοκληρωτική του αυτοσυγκέντρωση, την ικανότητα να αποκλείει τους πάντες και τα πάντα τριγύρω του, την πειθαρχία και την ταχύτητά του. Πάντα απορούσα με το γεγονός ότι δεν χρειαζόταν να δοκιμάζει τα ακούσματα στο πιάνο. Απλά καθόταν και κατέγραφε οτιδήποτε άκουγε μέσα στο κεφάλι του κι έπειτα το έπαιζε απευθείας ολοκληρωμένο στο πιάνο... Ποτέ δεν απαιτούσε να γίνει ησυχία και δεν είχε ανάγκη από σιωπή προκειμένου να συνθέσει".

Ήθελε να κάνει τη διαφορά, δημιουργώντας πρωτότυπα ακούσματα, δεν ηθελε να παγιδευτεί ανάμεσα στο δίπολο της παράδοσης και την κατηγορηματικής απόρριψης αυτής γιατί όπως αναφέρει:

"Ορισμένως, η επιδίωξη μια απλής μουσικής γλώσσας γίνεται κατανοητή με τρόπο επιφανειακό. Συχνά η "απλότητα" καταντά να γίνεται επιγονισμός (σσ: στείρα μίμηση του παρελθόντος). Αλλά το να μιλάει κάποιος με απλότητα δεν σημαίνει πως είναι υποχρεωμένος να μιλάει με τον τρόπο που μιλούσαν οι άνθρωποι πενήντα ή εκατό χρόνια πριν. Αυτή είναι μια παγίδα μέσα στην οποία πέφτουν πολλοί συνθέτες, γιατί φοβούνται μήπως κατηγορηθούν για φορμαλισμό. Αλλά τόσο ο φορμαλισμός όσο και ο επιγονισμός είναι εξίσου εχθροί της σοβιετικής κουλτούρας".

Φορμαλισμός θεωρούνταν επισήμως στην Σοβιετική Ένωση οτιδήποτε το ελιτίστικο και προορισμένο για τους λίγους και τους γνώστες. Ανεπίσημα κατέληξε αργότερα να είναι οτιδήποτε δεν ικανοποιούσε τα μουσικά γούστα του Στάλιν, ο οποίος δεν διέθετε και καμία ιδιαίτερη μουσική παιδεία. Ο ίδιος ο συνθέτης είναι αλήθεια πως άργησε να κατανοήσει την πολιτική διάσταση που κατέληξε να καθορίζει ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια της καθημερινότητας ενός σοβιετικού πολίτη. Όταν τον Δεκέμβρη του 1926 υποχρεώθηκε να δώσει το μάθημα της "Μαρξιστικής Μεθοδολογίας" η αντίδρασή του απέναντι στην υπερβολή της μαρξιστικής υπερανάλυσης και της γελοίας προσπάθειας να λειτουργήσει ως κανόνας επάνω σε κάθε έκφανση του ιστορικού γίγνεσθαι είναι χαρακτηριστική:

"Η εξέταση γινόταν προφορικά ανά ομάδες πέντε φοιτητών ενώπιον μιας επιτροπής. Όταν ένας από τους φοιτητές ρωτήθηκε να εξηγήσει την διαφορά, από κοινωνιολογικής και οικονομικής σκοπιάς, ανάμεσα στα έργα του Λιστ και του Σοπέν, η απάντησή του προκάλεσε μια έκρηξη νευρικού γέλιου στον Σοστακόβιτς και σε έναν συμφοιτητή του".

Αυτή η αντίδρασή του παραλίγο να του κοστίσει το απολυτήριό του.

Ωστόσο αυτή ήταν η φυσική και ειλικρινής αντίληψη του συνθέτη για το γέλιο και το γελοίο. Η σάτιρα, η ειρωνεία, το χιούμορ ως ανθρώπινες αντιδράσεις δεν ήταν ποτέ χαμηλά στις προτεραιότητές του:

"Αλλά τί μπορεί να θεωρηθεί ως ανθρώπινο συναίσθημα; Σίγουρα όχι μόνο ο λυρισμός, η λύπη, η τραγωδία; Δεν ανήκει λοιπόν και το γέλιο σε αυτήν την υψηλή κατηγορία; Θέλω να παλέψω για το νόμιμο δικαίωμα του γέλιου μέσα στην "σοβαρή" μουσική. Όταν ένας ακροατής γελάει δυνατά κατά τη διάρκεια ενός συμφωνικού κοντσέρτου μου, αυτό δεν με ενοχλεί στο ελάχιστο, τουναντίον με ευχαριστεί".

Ωστόσο ο πατερναλισμός του πολιτικού καθεστώτος δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε την καλλιτεχνική πρωτοπορία, ούτε την σκωπτική διάθεση που θα είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την πολιτική και κοινωνική κριτική:

"Στις 28 Ιανουαρίου 1936, η Σοβιετική καλλιτεχνική κοινότητα έμεινε εμβρόντητη από τη δημοσίευση ενός ανυπόγραφου άρθρου με τίτλο "'Σύγχυση αντί για Μουσική" στην εφημερίδα Πράβντα (την επίσημη εφημερίδα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος). Εκεί αναφέρει:

Αρκετά θέατρα παρουσίασαν στο πολιτιστικά ωριμάζον σοβιετικό κοινό την όπερα του Σοστακόβιτς με τίτλο "Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσένσκ" ως μια καινοτομία και ως ένα κατόρθωμα. Εγκωμιαστικές κριτικές εκθειάζουν την όπερα. Αντί για επικοδομητικές και σοβαρές κριτικές, που θα μπορούσαν να συνδράμουν στο μελλοντικό έργο του, ο νεαρός συνθέτης ακούει μονάχα ενθουσιώδη κομπλιμέντα.

Από το ξεκίνημά της η όπερα προξενεί έκπληξη στον ακροατή με την εσκεμμένη κακοφωνία της, τους αποδιοργανωμένους μουσικούς της ήχους. Κάποιες ελάχιστες μελωδίες χάνονται μέσα στο χάος και τις κραυγές. Είναι δύσκολο να ακολουθήσει κάποιος αυτήν την μουσική και εντελώς ακατόρθωτο να παραμείνει στην μνήμη του... Ωστόσο οι κριτικοί μας ορκίζονται κατά τα άλλα στο όνομα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού ενώ στο έργο του Σοστακόβιτς επιδεικνύεται ο χυδαιότερος νατουραλισμός".

Σταδιακά καθώς τα χρόνια προχωρούν ο συνεχής παρεμβατισμός στην καλλιτεχνική του δημιουργία θα αποτελέσει το μεγάλο αγκάθι στην εξέλιξη του συνθέτη. Ο ίδιος, παρά τις όποιες δυσμένειες θα καταφέρει να διατηρήσει μια καλή θέση, προνομιούχα από πολλές απόψεις, μέσα στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της πατρίδας του. Το τίμημα είναι ο αυτοπεριοσμός του, που θα εξάγει στο τέλος μια ιδιότυπη προσωπικότητα που επισήμως ακολουθεί πιστά τις προσταγές του καθεστώτος και υπογείως αξιοποιεί κάθε διαθέσιμο μέσο για το υπονομεύσει, ένα είδος διαμαρτυρίας που καταλήγει σε μια ηττοπαθή παραίτηση:

"Σε μια επιστολή του προς τον φίλο του τον Glikman, στα 1968 γράφει: Αύριο γίνομαι 62 ετών. Οι άνθρωποι σε αυτήν την ηλικία συνήθως προτιμούν να απαντούν φιλάρεσκα στην εξής ερώτηση: - Αν μπορούσες να ξανακάνεις τα πάντα από την αρχή, θα έκανες ακριβώς τα ίδια; Και η συνήθης απάντηση είναι: -Παρ' όλες τις δυσκολίες και τις όποιες αποτυχίες θα έκανα ακριβώς τα ίδια. Αλλά αν κάποιος έκανε σε εμένα αυτήν την ερώτηση θα απαντούσα -Όχι, χίλιες φορές, όχι!"

"Με ρωτάς αν θα ήμουν διαφορετικός χωρις την κομματική καθοδήγηση; Ναι σίγουρα. Αναμφίβολα η γραμμή που επεδίωκα, όταν έγραψα την Τέταρτη Συμφωνία μου (σσ: την έγραψε στα 1936 αλλά επισήμως παίχτηκε στα 1961, μετά την αποσταλινοποίηση) θα ήταν δυνατότερη και οξύτερη στα έργα μου. Θα εξέφραζα μεγαλύτερη διαύγεια, περισσότερο σαρκασμό, θα μπορούσα να αποκαλύψω τις ιδέες μου ανοιχτά αντί να καταφεύγω σε μεταμφιέσεις. Θα έγραφα περισσότερη αγνή μουσική".

"Εργαστείτε, παίξτε. Ζείτε εδώ, σε αυτήν την χώρα και πρέπει να βλέπετε τα πράγματα έτσι όπως έχουν. Μην έχετε αυταπάτες. Δεν υπάρχει άλλη ζωή. Δεν μπορεί να υπάρξει. Απλά να είστε ευγνώμονες που ακόμα σας επιτρέπουν να αναπνέετε".

Η επιλογή του να συμβιβαστεί, του εξασφάλισε την δυνατότητα να συνεχίσει να δημιουργεί, του εξασφάλισε προνόμια, αξιώματα, βραβεία, ταξίδια στο εξωτερικό και η ζωή του απείχε μακράν από το να θεωρηθεί ως κόλαση. Αυτό άλλωστε ήταν το ηθικό και υλικό αντάλλαγμα για την απόλυτη συνεργασία του. Υπέστη σίγουρα μια εντονότατη πνευματική καταπίεση και πολλές φορές υποχρεώθηκε να συνθέσει έργα κατώτερα των δυνατοτήτων του στο πλαίσιο μιας ορισμένης προπαγάνδας αλλά ακόμα και ο ίδιος ο Στάλιν - η νέμεσίς του (αυτός που προφανώς κρυβόταν πίσω από το άρθρο της Πράβντα του 1936) εκτίμησε, όχι τη μουσική, αλλά την ψυχολογική και ηθική σημασία που είχε για τον λαό του η μεγαλειώδης Έβδομη Συμφωνία του συνθέτη στα 1940, μέσα στις συγκρούσεις και την αβεβαιότητα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Από την άλλη, κανένας συμβιβασμός δεν στάθηκε ποτέ τόσο δυνατός ώστε να εμποδίσει τον συνθέτη να γράφει σπουδαία έργα ως το τέλος της ζωής του. Απλά φρόντιζε πάντα στον δημόσιο λόγο του να παρουσιάζει τα πράγματα με τρόπο ώστε να μην προκαλεί αντιδράσεις. Κι ακόμα περισσότερο, άφηνε κυρίως τη μουσική του να μιλάει για τον ίδιο.

Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Back to top

- Similar topics

 
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum