Το Κλουβί Με τις Τρελές
Would you like to react to this message? Create an account in a few clicks or log in to continue.

Λιούις Κάρολ: Συλβί Και Μπρούνο

Go down

 Λιούις Κάρολ: Συλβί Και Μπρούνο  Empty Λιούις Κάρολ: Συλβί Και Μπρούνο

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:23 am

Κεφάλαιο 1

ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΨΩΜΙ! – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΦΟΡΟΙ!

- ύστερα, το συγκεντρωμένο πλήθος ξέσπασε σε νέες επευφημίες, κι ένας άνδρας, που φαινόταν περισσότερο ενθουσιώδης από τους υπόλοιπους, πέταξε το καπέλο του ψηλά στον αέρα, και φώναξε κάτι που σε εμένα τουλάχιστον ακούστηκε σαν:
- Ένα ζήτω για τον Αντιβασιλιά!
Όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο αν φώναζαν για τον Αντιβασιλιά ή για κάτι άλλο: κάποιοι φώναζαν «Ψωμί!» και κάποιοι άλλοι «Φόρους!», αλλά κανείς τους δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που πραγματικά ζητούσε.
Όλα αυτά μπόρεσα να τα δω από το παράθυρο, του σαλονιού του Βασιλιά, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του Αξιότιμου Κυρίου Καγκελαρίου, ο οποίος, με ένα σάλτο, είχε σηκωθεί αμέσως μόλις άρχισαν οι φωνές, σα να τις περίμενε, και είχε τρέξει προς το παράθυρο που εξασφάλιζε την καλύτερη δυνατή θέα ολόκληρης της αγοράς.
- Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά; Επαναλάμβανε συνεχώς στον εαυτό του, με τα χέρια ενωμένα πίσω στην πλάτη του, καθώς το σακάκι του ανέμιζε στον αέρα, ενώ παράλληλα περπατούσε βιαστικά, πάνω – κάτω, στο δωμάτιο.
- Είναι η πρώτη φορά που ακούω τέτοιες φωνασκίες – και μάλιστα τόσο νωρίς το πρωί! Και μάλιστα με τόση ομοφωνία! Εσένα, αυτό το πράγμα, δε σε παραξενεύει;
Παρατήρησα, διακριτικά, πως κατά τη γνώμη μου, φαίνονταν να φωνάζουν για διαφορετικά πράγματα, αλλά ο Καγκελάριος, δεν ήθελε με τίποτα να παραδεχτεί τις απόψεις μου.
- Όλοι τους φωνάζουν το ίδιο πράγμα, σε διαβεβαιώ!, είπε.
Έπειτα, σκύβοντας βαθιά, έξω από το παράθυρο, ψιθύρισε σε έναν άνδρα που στεκόταν ακριβώς από κάτω:
- Κράτα τους όλους μαζί συγκεντρωμένους, εντάξει; Όπου να ’ναι, καταφθάνει ο Βασιλιάς. Δώσε τους το σύνθημα για να αρχίσουν τις παράτες.
Όλη αυτή η στιχομυθία, προφανώς δεν προοριζόταν για τα αυτιά μου, αλλά μπόρεσα να την ακούσω, με κάποια δυσκολία φυσικά, καθώς το σαγόνι μου, σχεδόν ακουμπούσε επάνω στον ώμο του Καγκελαρίου.
Η παρέλαση του πλήθους, αποτελούσε ένα εξαιρετικά απίθανο θέαμα:
Μια ομάδα ανδρών που πηγαινοέρχονταν, παρελαύνοντας δυο – δυο, ξεκίνησε από την απέναντι πλευρά της αγοράς, και προχώρησε κάνοντας διάφορους ακανόνιστους ελιγμούς, προς το Παλάτι, βολοδέρνοντας πέρα δώθε, σαν καράβι που πλέει κόντρα στον άνεμο, έτσι ώστε η κεφαλή της πορείας συχνά απομακρυνόταν από εμάς στην προσπάθειά της να πραγματοποιήσει μια νέα μανούβρα, και κατέληγαν πιο πέρα από εκεί που βρίσκονταν προηγουμένως.
Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο πως όλα ήταν προσχεδιασμένα, γιατί παρατήρησα πως όλοι κοιτούσαν επίμονα τον άνδρα που στεκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο και στον οποίο ο Καγκελάριος ψιθύριζε αδιάκοπα. Αυτός ο άνδρας βαστούσε το καπέλο του στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μικρό πράσινο σημαιάκι: όποτε κουνούσε το σημαιάκι η πορεία πλησίαζε κάπως περισσότερο, όταν το χαμήλωνε, απομακρύνονταν λιγάκι προς τα πλάγια, και κάθε φορά που κουνούσε το καπέλο του όλοι ξελαρυγγιάζονταν ξεσπώντας σε επευφημίες.
- Ζήτωωω!, φώναζαν, προσπαθώντας με επιμέλεια να συγχρονίζονται με το καπέλο που σειόταν πάνω – κάτω.
- Ζήτωωω! Κάτω ο Δήμος! Πάνω ο Κράτης! Πάρε! Ψωμί! Δώσε! Φόρους!
- Αυτό αρκεί, φτάνει τώρα!, ψιθύρισε ο Καγκελάριος, άσε τους να ξεκουραστούν λιγάκι, προτού να σου δώσω το σύνθημα. Άλλωστε «εκείνος» δεν έχει έρθει ακόμα.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, οι μεγάλες, πτυσσόμενες πόρτες του σαλονιού άνοιξαν απότομα κι ο Καγκελάριος στράφηκε με μια κίνηση γεμάτη ενοχή, για να υποδεχτεί την Αυτού Υψηλή Εξοχότητα. Όμως δεν ήταν «εκείνος», παρά μονάχα ο Μπρούνο, και ο Καγκελάριος ξεφύσηξε ανακουφισμένος.
- Μέραα!, είπε ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος, απευθυνόμενος γενικά στην ομήγυρη, τόσο στον Καγκελάριο όσο και στους υπηρέτες, μπας κι πήρε πουθενά το μάτι σας τη Συλβί; Γυρεύω τη Συλβί!
- Έχω την εντύπωση πως βρίσκεται με τον Βασιλιά, Μουρλότατε, απάντησε ο Καγκελάριος κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση. Αναμφίβολα, υπήρχε μια δόση υπερβολής σε αυτόν τον τίτλο (γιατί, όπως ίσως να έχετε ήδη μαντέψει, αυτό που ήθελε να πει στην πραγματικότητα ο Καγκελάριος ήταν Μεγαλειότατε, αλλά στραμπούλιξε τη γλώσσα του) ο οποίος απευθυνόταν σε ένα μικρό πλασματάκι, του οποίου ο πατέρας, ήταν απλά ο Βασιλιάς της Περαχώρας. Ωστόσο ο καημένος ο Καγκελάριος ήταν κάπως δικαιολογημένος, καθώς είχε περάσει κάμποσα χρόνια στην Αυλή της Νεραϊδοχώρας, κι εκεί είχε αποκτήσει την σχεδόν απίστευτη ικανότητα να προφέρει συντετμημένα, πέντε ολάκερες συλλαβές, σα να ήταν μία.
Πάντως η υπόκλισή του πήγε χαμένη, καθώς ο Μπρούνο είχε ήδη εγκαταλείψει, τρέχοντας, τη σάλα, την ώρα που ο Καγκελάριος έσπαγε τη γλώσσα του, για να προφέρει εκείνο το αξιομνημόνευτο Μουρλότατε.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μια μοναδική φωνή, ξεχώρισε ανάμεσα στον πλήθος, ωρυόμενη:
- Να βγάλει λόγο ο Καγκελάριος!
- Βεβαίως, φίλοι μου!, απάντησε ο Καγκελάριος με απίστευτη προθυμία, σας δίνω το λόγο σας! Τότε, ένας από τους υπηρέτες, που εδώ και κάμποσα λεπτά έφτιαχνε ένα παράξενο καταπότι από αυγά και σέρι, εμφανίστηκε με το ποτό, τοποθετημένο επάνω σε έναν μεγάλο, ασημένιο δίσκο. Ο Καγκελάριος το πήρε με υπεροπτικό ύφος και το ήπιε μονορούφι, χαμογέλασε καλοκάγαθα στον ικανοποιημένο υπηρέτη, αφήνοντας κάτω το αδειανό ποτήρι του, και άρχισε. Θα προσπαθήσω να σας διηγηθώ τα όσα είπε, όπως περίπου τα θυμάμαι:
- Αχμού! Αχμού! Αχμού! Παλιοί μου φίλοι ή πιο σωστά παλιοί άνθρωποι…
(- Μη τους απευθύνετε χαρακτηρισμούς!, μούγκρισε ο άνδρας κάτω από το παράθυρο.
- Είπα παλιοί άνθρωποι, όχι παλιάνθρωποι, εξήγησε ο Καγκελάριος).
- Να είστε βέβαιοι πως έχετε την αμέριστη συμπά…
(- Είσαι η ελπίδα μας, - πίδα, πίδα, πίδα μας!, ούρλιαξε το πλήθος τόσο δυνατά που σκέπασε την αδύναμη, τσιριχτή φωνή του ρήτορα)
- Την αμέριστη συμπά… επανέλαβε ο Καγκελάριος.
(Μη χαζογελάτε τόσο πολύ!, είπε ο άνδρας κάτω από το παράθυρο, σας κάνει να μοιάζεται με χανύβλακα! Στο μεταξύ, όλη αυτήν την ώρα το πλήθος κάτω στην πλατεία, συνέχιζε να βροντοφωνάζει – πίδα! – πίδα! -πίδα μας!)
- Την αμέριστη συμπάθειά μου!, φώναξε ο Καγκελάριος, μόλις έγινε λίγη ησυχία.
- Αλλά ο πιο πιστός σας φίλος, είναι ο Αντιβασιλιάς! Ολημερίς κι ολονυχτίς σπαζοκεφαλιάζει με τα καμώματά σας… εεε, δηλαδή τα δικαιώματά σας, όχι, μπερδεύτηκα, τα καμώματα, λάθος, εννοούσα τα δικαιώματα …
(- Αφήστε το καλύτερα, τα κάνατε ρόιδο!, γρύλισε ο άνδρας κάτω από το παράθυρο).
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σαλόνι ο Αντιβασιλιάς. Ήταν ένας αδύνατος άνθρωπος με κακιασμένη και πανούργα φάτσα, ενώ το χρώμα της επιδερμίδας του ήταν κάτι ανάμεσα σε κίτρινο και λαχανί. Διέσχισε το δωμάτιο με αργές κινήσεις, κοιτάζοντας ολόγυρα γεμάτος καχυποψία, σα να φοβόταν πως κάπου εκεί γύρω βρισκόταν κρυμμένο ένα άγριο σκυλί.
- Μπράβο, αναφώνησε, χτυπώντας φιλικά στην πλάτη τον Καγκελάριο. Έβγαλες έναν πραγματικά σπουδαίο λόγο. Ε, λοιπόν, φίλε μου, εσύ έχεις γεννηθεί ρήτορας!
- Ω, μα δεν ήταν κάτι σπουδαίο, απάντησε ο Καγκελάριος χαμηλώνοντας το βλέμμα, άλλωστε οι περισσότεροι ρήτορες, έχουν συνήθως γεννηθεί.
Ο Αντιβασιλιάς έξυσε το πιγούνι του, προβληματισμένος.
- Όντως, αυτό ισχύει!, παραδέχτηκε, ποτέ δεν το είχα σκεφτεί από αυτή τη σκοπιά. Όπως και να έχει τα πήγες θαυμάσια. Δεν κατάλαβα γρι, αλλά όλα ήταν τέλεια.
Η συνέχεια της κουβέντας τους έγινε στα ψιθυριστά. Έτσι λοιπόν, αφού δεν μπορούσα να ακούσω πλέον το παραμικρό, αποφάσισα να φύγω και να πάω να βρω τον Μπρούνο.
!Συνεχίζεται)
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

 Λιούις Κάρολ: Συλβί Και Μπρούνο  Empty Re: Λιούις Κάρολ: Συλβί Και Μπρούνο

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:24 am

Βρήκα τον μικροσκοπικό ανθρωπάκο να στέκεται στον διάδρομο, την ώρα που του μιλούσε ένας άνδρας ντυμένος με λιβρέα, ο οποίος στεκόταν εμπρός του, διπλωμένος σχεδόν στα δύο από υπερβολικό σεβασμό, με τα χέρια του κρεμασμένα μπροστά, σαν πτερύγια ψαριού.
- η αυτού Υψηλή Εξοχότης, είπε ο άνδρας γεμάτος σεβασμό, βρίσκεται στο Γραφείο του, Μουρλότατε! (δεν κατάφερε να το προφέρει τόσο καλά όσο ο Καγκελάριος). Έτσι ο Μπρούνο τράβηξε χοροπηδώντας κατά κει κι εγώ έκρινα πως θα ήταν καλό να τον ακολουθήσω.

Ο Βασιλιάς, ένας ψηλός, σεβάσμιος άνδρας με σοβαρό αλλά ιδιαίτερα ευχάριστο πρόσωπο, καθόταν πίσω από ένα γραφείο, καλυμμένο από πλήθος χαρτιών και επάνω στο ένα του πόδι βρισκόταν καθισμένο το πιο γλυκό και αξιολάτρευτο κοριτσάκι που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Έδειχνε τέσσερα ή πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον Μπρούνο αλλά είχε τα ίδια ροδαλά μαγουλάκια και λαμπερά μάτια και τα ίδια πλούσια καστανά μαλλιά με εκείνον. Το καλόβολο χαμογελαστό μουτράκι της ήταν στραμμένο προς τον πατέρα της και ήταν χάρμα οφθαλμών το θέαμα αυτής της αμοιβαίας αγάπης που εκφραζόταν στο κοίταγμα των δύο προσώπων, καθώς το ένα βρισκόταν στην άνοιξη της ζωής του και το άλλο στο ύστερο φθινόπωρο.
- Όχι, δεν τον έχεις δει ποτέ σου, έλεγε ο ηλικιωμένος άνδρας, δε θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, αφού έλειπε εδώ και πολύ καιρό, ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα, λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας, και είχε ήδη φύγει προτού να γεννηθείς, εσύ, μικρή μου Συλβί.

Τότε ο Μπρούνο σκαρφάλωσε στο άλλο πόδι του βασιλιά κι άρχισαν να φιλιούνται για κάμποση ώρα.
- Επέστρεψε χθες το βράδυ, είπε ο Βασιλιάς, μόλις τελείωσαν με τα φιλήματα, ταξίδεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για πάνω από χίλια μίλια, προκειμένου να βρίσκεται εδώ, στα γενέθλια της Συλβί. Αλλά συνηθίζει να ξυπνάει πολύ νωρίς το πρωί και τολμώ να μαντέψω πως βρίσκεται ήδη στη Βιβλιοθήκη. Ελάτε μαζί μου, για να τον δείτε. Είναι πάντα πολύ καλός με τα παιδιά. Θα τον συμπαθήσετε, σίγουρα.
- Ήρθε κι ο Άλλος Καθηγητής επίσης; Ρώτησε ο Μπρούνο με φωνή γεμάτη δέος. - Ναι έφτασαν και οι δύο ταυτόχρονα. Ο Άλλος Καθηγητής είναι… ε, ίσως να μη σας αρέσει και τόσο πολύ. Είναι, πώς να το πω, κάπως ονειροπόλος.
- Μακάρι η Συλβί να ήταν λιγάκι πιο ονειροπόλα, είπε ο Μπρούνο.
- Τι εννοείς, Μπρούνο; ρώτησε η Συλβί.
Ο Μπρούνο συνέχισε να απευθύνεται στον πατέρα του:
- Λέει πως δεν μπορεί, να ονειρευτεί. Αλλά νομίζω πως δεν είναι ότι δεν μπορεί αλλά πως δε θέλει.
- Λέει πως δεν μπορεί να ονειρευτεί! Επανέλαβε ο βασιλιάς προβληματισμένος.
- Έτσι λέει, επέμεινε ο Μπρούνο. Όταν της λέω «ας σταματήσουμε τα μαθήματα!» εκείνη λέει «Ω, δε θα μπορούσα, ούτε καν να ονειρευτώ κάτι τέτοιο!»
- Αυτό το λέω, γιατί συνέχεια θέλει να διακόπτουμε τα μαθήματά μας, εξήγησε, η Συλβί, μόλις πέντε λεπτά, αφότου τα αρχίζουμε!
- Μόνο πέντε λεπτά μάθημα την ημέρα!, είπε ο Βασιλιάς. Με αυτόν τον ρυθμό, δε θα μάθεις και πολλά πράγματα, μικρέ μου!
- Αυτά είναι λόγια της Συλβί, διαμαρτυρήθηκε ο Μπρούνο. Εκείνη λέει «Δεν θέλω να μάθω τα μαθήματά μου». Κι εγώ της λέω, ξανά και ξανά πως δεν μπορώ να τα μάθω. Και τι νομίζεις πως μου απαντάει τότε, αυτή; Μου λέει « Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δε θέλω!».
- Ας πάμε να δούμε τον Καθηγητή, είπε πολύ σοφά, ο Βασιλιάς, για να αποφύγει τη συνέχεια, αυτής της συζήτησης.
Τα παιδιά κατέβηκαν από τα πόδια του, τον έπιασαν από τα χέρια και η χαρούμενη τριάδα, ξεκίνησε για τη βιβλιοθήκη, ακολουθούμενη από μένα. Είχα πλέον οδηγηθεί στο συμπέρασμα ήμουν αόρατος για όλους (εκτός από τον Κύριο Καγκελάριο που με πήρε είδηση, για κάποιες στιγμές).
- Ποιο ήταν το πρόβλημα υγείας του Καθηγητή; Ρώτησε η Συλβί καθώς περπατούσε με υπερβολική αξιοπρέπεια σε αντίθεση με τον Μπρούνο, από την άλλη πλευρά, που χοροπηδούσε αδιάκοπα.
- Το πρόβλημα υγεία του… ελπίζω τώρα, πλέον, να είναι τελείως καλά… είχε λουμπάγκο και ρευματισμούς, κάτι τέτοιο, τελοσπάντων. Ξέρεις, εφάρμοζε ο ίδιος, διάφορες θεραπείες στον εαυτό του. Είναι ένας πολύ μορφωμένος γιατρός.
Μάλιστα εφηύρε τρεις νέες ασθένειες και ανακάλυψε ένα νέο τρόπο για να σπας την ωμοπλάτη σου!
- Είναι ευχάριστος αυτός ο τρόπος; Ρώτησε ο Μπρούνο.
- Ε, χμ, όχι, δε θα το έλεγα, είπε ο Βασιλιάς μπαίνοντας στη Βιβλιοθήκη. Ορίστε, να και ο Καθηγητής. Καλημέρα Καθηγητά! Ελπίζω να ξεκουραστήκατε μετά το ταξίδι σας!
Ένας χαρωπός, παχουλός ανθρωπάκος, που φορούσε ένα κοστούμι με σχέδια λουλουδιών και βαστούσε ένα βιβλίο παραμάσχαλα, ήρθε, τρέχοντας από την άλλη άκρη της αίθουσας και τους προσπέρασε χωρίς να προσέξει τα δύο παιδιά.
- Ψάχνω για τον τρίτο τόμο, είπε. Μήπως έτυχε να τον πάρει το μάτι σας;
- Μα δε βλέπετε τα παιδιά μου, Καθηγητά, αναφώνησε ο Βασιλιάς, πιάνοντάς τον από τους ώμους στρέφοντάς τον προς την πλευρά των μικρών.
Ο καθηγητής γέλασε έντονα. Ύστερα τα κοίταξε προσεχτικά, μέσα από τα μεγάλα γυαλιά του, για ένα – δυο λεπτά, χωρίς να πει το παραμικρό. Τελικά απευθύνθηκε στον Μπρούνο.
- Ελπίζω να πέρασες μια καλή νύχτα μικρέ μου.
Ο Μπρούνο έμοιαζε κάπως μπερδεμένος. Είχα την ίδια νύχτα που είχα, απάντησε. Από χτες έως σήμερα, υπήρξε μονάχα μία νύχτα!
Τώρα ήταν η σειρά του Καθηγητή να φανεί προβληματισμένος.
Έβγαλε τα γυαλιά του, και τα καθάρισε με το μαντήλι του. Έπειτα τους ξανακοίταξε. Στη συνέχεια στράφηκε προς τον Βασιλιά.
- Χρωστάνε της Μιχαλούς; Θέλησε να μάθει ο Καθηγητής.
- Όχι, δε χρωστάμε, είπε ο Μπρούνο, θεωρώντας πως μπορούσε να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση.
- Ο καθηγητής ένευσε λυπημένος.
- Είστε σίγουροι;
- Και γιατί να μην είμαστε;, είπε ο Μπρούνο, δεν είμαστε καταχραστές!
Αλλά ο Καθηγητής είχε ήδη ξεχάσει την παρουσία των παιδιών και μιλούσε πάλι στον Βασιλιά.
- Θα χαρείτε να μάθετε, έλεγε, πως το Βαρόμετρο άρχισε να κινείται.
- Σοβαρά; Και προς ποια κατεύθυνση; Είπε ο Βασιλιάς, προσθέτοντας, απευθυνόμενος στα παιδιά του:
- Όχι πως με νοιάζει δηλαδή, ιδιαίτερα. Μονάχα αυτός, θεωρεί πως το Βαρόμετρο επηρεάζει τον καιρό. Ξέρετε, παιδιά μου, ο Καθηγητής είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Μερικές φορές μιλάει για πράγματα που μονάχα ο Άλλος Καθηγητής μπορεί να καταλάβει. Και μερικές φορές λέει πράγματα που δεν μπορεί να καταλάβει κανένας! Προς ποια κατεύθυνση κινείται, Καθηγητά; Προς τα πάνω ή προς τα κάτω;
- Προς καμία! Είπε ο Καθηγητής, χτυπώντας παλαμάκια, θα έλεγα πως πηγαίνει κυκλικά.
- Και τι είδους καιρό παράγει αυτό το πράγμα; Ρώτησε ο Βασιλιάς, παιδιά δώστε προσοχή! Τώρα θα ακούσετε κάτι σπουδαίο!
- Παράγει έναν κυκλώνα! Είπε ο Καθηγητής και τράβηξε κατά την πόρτα, μάλιστα παραλίγο να σκοντάψει επάνω στον Μπρούνο, ο οποίος πρόλαβε να κάνει πέρα, την τελευταία στιγμή.
- Δεν είναι εξαιρετικά καταρτισμένος; Είπε ο Βασιλιάς κοιτάζοντάς τον με μάτια γεμάτα θαυμασμό, σε θέματα γνώσης πατάει γερά στα πόδια του!
- Ναι, αλλά έτσι όπως πήγαινε, παραλίγο να πατήσει κι εμένα! Είπε ο Μπρούνο.
Ο καθηγητής επέστρεψε σχεδόν αμέσως. Είχε αλλάξει το κοστούμι του και φορούσε τώρα μια ρεντιγκότα κι ένα ζευγάρι πολύ παράξενες μπότες που στην κορυφή τους υπήρχαν δύο ανοιγμένες ομπρέλες.
- Μα πιο το νόημα του να φοράει κάποιος ομπρέλες γύρω από τους αστραγάλους του;
- Στην κανονική βροχή, παραδέχτηκε ο Καθηγητής, δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες. Αλλά αν ποτέ έρθει ένας κυκλώνας, ξέρετε, θα ήταν ιδιαίτερα πολύτιμες, απλά πολύτιμες, γιατί με αυτές δε θα μπουρδου – κυκλωνόσασταν!
- Παιδιά, οδηγείστε τον Καθηγητή στο σαλόνι, για το πρωινό, είπε ο Βασιλιάς. Και πείτε τους να μη με περιμένουν. Έφαγα νωρίς, επειδή έχω πολλές υποθέσεις να φροντίσω.
Τα παιδιά έπιασαν τον Καθηγητή από τα χέρια, με την ίδια οικειότητα που θα είχαν αν τον γνώριζαν εδώ και χρόνια, και τον πήραν μαζί τους, βιαστικά. Εγώ τους ακολούθησα με περισσό σεβασμό.

Τέλος 1ου κεφαλαίου.
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

 Λιούις Κάρολ: Συλβί Και Μπρούνο  Empty Re: Λιούις Κάρολ: Συλβί Και Μπρούνο

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:25 am

Κεφάλαιο 2
Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΦΙΛΗ.

Την ώρα που μπαίναμε στο σαλόνι για το πρωινό ο καθηγητής έλεγε:
- … Πήρε το πρωινό του μόνος του, νωρίτερα. Και σας παρακαλεί θερμά να μην τον περιμένετε, Κυρία μου. Από εδώ Κυρία μου, προσέθεσε, από εδώ!

Και τότε, κάνοντας μια εντελώς περιττή (όπως φάνηκε σε εμένα τουλάχιστον) κίνηση αβροφροσύνης, τίναξε με δύναμη την πόρτα του κουπέ μου και μπήκε μέσα…
- Μια νεαρή και ωραιότατη κυρία! Ψιθύρισα, στον εαυτό μου, με κάποια πικρία. Αυτή στα σίγουρα πρέπει να είναι η αρχική σκηνή του Πρώτου Τόμου. Είναι η κεντρική ηρωίδα. Κι εγώ είμαι απλώς ένας από εκείνους τους δευτερεύοντες χαρακτήρες που εμφανίζονται μονάχα, όταν είναι απαραίτητο για την εξέλιξη της δικής της ιστορίας, και των οποίων η τελική εμφάνιση είναι έξω από την εκκλησία, περιμένοντας να χαιρετίσουν το ευτυχές ζεύγος!
- Ναι Κυρία μου, μετεπιβίβαση στο Φέιφιλντ, ήταν τα επόμενα λόγια που άκουσα (αχ αυτή η δουλοπρέπεια των ελεγκτών!), στον αμέσως επόμενο σταθμό.
Και η πόρτα έκλεισε και η κυρία τακτοποιήθηκε στη γωνιά της, και ο μονότονος παλμός της μηχανής (που θα έκανε τον καθένα να σκεφτεί πως το τραίνο ήταν κάποιο γιγάντιο τέρας και πως μπορούσαμε όλοι να αισθανθούμε το αίμα που έρρεε στις φλέβες του) σήμαινε ξεκάθαρα πως, για ακόμη μία φορά, αναπτύσσαμε ταχύτητα.
- Η κυρία είχε μια εξαιρετικά καλοσχηματισμένη μύτη, είπα στον εαυτό μου, αμυγδαλωτά μάτια και χείλη…
Και σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα πως το να βλέπω ο ίδιος, με τα ίδια μου τα μάτια, την «κυρία» ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο και μακράν πιο ικανοποιητικό από το να την φαντάζομαι απλώς.
Κοίταξα γύρω μου, προσεκτικά και είδα τις ελπίδες μου να εξανεμίζονται. Το βέλο που κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπό της, ήταν υπερβολικά πυκνό και δεν μπορούσα να δω τίποτα, πέρα από την λάμψη των ματιών της και το ασαφές περίγραμμα αυτού που ίσως και να ήταν ένα υπέροχο, οβάλ πρόσωπο, αλλά που, επίσης, ίσως, δυστυχώς, να μην ήταν και τόσο εξαιρετικό. Έκλεισα ξανά τα μάτια μου, λέγοντας στον εαυτό μου:
- Αυτή είναι η ιδανική ευκαιρία για κάνω ένα πείραμα Τηλεπάθειας! Θα σκεφτώ το πρόσωπό της και αργότερα θα συγκρίνω την εικόνα της με το πρωτότυπο.
Αρχικά οι προσπάθειές μου στέφθηκαν με αποτυχία, παρόλο που έστυψα το μυαλό μου, παραδέρνοντας με έναν τρόπο που θα έκανε ακόμα και τον πολυμήχανο Οδυσσέα να πρασινίσει από τη ζήλεια του. Αλλά το σχεδόν αόρατο οβάλ παρέμενε απρόσιτο στη ματιά μου, μια σκέτη έλλειψη, λες και επρόκειτο για κάποιο μαθηματικό διάγραμμα, στο οποίο δεν ξεχώριζαν ούτε καν οι καμπύλες που έπρεπε να σχηματίζουν τη μύτη και το στόμα. Ωστόσο, σταδιακά, άρχισα να πιστεύω πως θα μπορούσα, αν εστίαζα αρκετά τη σκέψη μου, να φανταστώ το βέλο να απομακρύνεται, ώστε να ρίξω μια ματιά στο μυστηριώδες πρόσωπο, καθώς ακόμα συνέχιζαν να αιωρούνται μετέωρες, μέσα στο μυαλό μου, οι δυο ερωτήσεις: «είναι όμορφη;» και «είναι άσχημη;» οι οποίες κατέληγαν να ισορροπούν αρμονικά.
Η επιτυχία του πειράματος ήταν μερική και ασταθής, παρόλα αυτά υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα. Για μερικές ελάχιστες στιγμές, το βέλο έμοιαζε να εξαφανίζεται, μέσα σε μια αστραπιαία φωτεινή λάμψη. Αλλά προτού να προλάβω να δω το πρόσωπο, όλα βυθίζονταν ξανά στο σκοτάδι. Σε κάθε νέο κοίταγμα, το πρόσωπό της αποκαλυπτόταν φανερώνοντας μια παιδικότητα και μια αθωότητα. Και όταν τελικά μπόρεσα να σκεφτώ πως το βέλο είχε εξαφανιστεί ολοκληρωτικά, είδα, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, το γλυκό προσωπάκι της μικρούλας Συλβί!
- Αυτό σημαίνει πως, είτε ονειρευόμουν την Συλβί, είπα στον εαυτό μου, και αυτή εδώ είναι η πραγματικότητα, ή διαφορετικά, ήμουν όντως με την Συλβί και αυτό είναι ένα όνειρο! Αναρωτιέμαι, μήπως τελικά και η Ζωή η ίδια, είναι ένα όνειρο;
Για να περάσω την ώρα μου έβγαλα ένα γράμμα, το οποίο στάθηκε η αιτία για να κάνω αυτό το ξαφνικό σιδηροδρομικό ταξίδι από το Λονδίνο, όπου ζω, ως ένα μικρό, άγνωστο ψαροχώρι της βόρειας ακτής, και το διάβασα, για ακόμα μία φορά:

ΑΓΑΠΗΤΕ ΠΑΛΙΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ,

Θα είναι μεγάλη χαρά για εμένα, κι ελπίζω και για σένα το ίδιο, να συναντηθούμε για ακόμα μία φορά, μετά από τόσα χρόνια. Και φυσικά είμαι έτοιμος να σου προσφέρω όλα τα οφέλη που μπορεί να παράσχει η ιδιότητά μου, ως γιατρός. Ωστόσο δεν θέλω, επουδενί, να παραβιαστεί η επαγγελματική δεοντολογία! Και ήδη βρίσκεσαι στα χέρια ενός πρώτης τάξεως, λονδρέζου γιατρού, τον οποίο δεν θα τολμούσα, ποτέ, να ανταγωνιστώ. (δεν αμφιβάλλω, πως έχει δίκιο, όταν υποστηρίζει πως η καρδιά έχει επηρεαστεί. Όλα τα συμπτώματά σου, συγκλίνουν σε αυτό το συμπέρασμα). Βέβαια βασιζόμενος στην ιατρική μου εμπειρία, φρόντισα να σου εξασφαλίσω ένα υπνοδωμάτιο στο ισόγειο, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να ανεβοκατεβαίνεις τις σκάλες. Θα σε περιμένω με το τελευταίο τραίνο της Παρασκευής, σύμφωνα με τα όσα μου γράφεις. Και ως τότε, θα αναφέρω τους στίχους ενός παλιού τραγουδιού:

Ας έρθει η Παρασκευή!
Ατέλειωτες οι μέρες,
γιατί αργεί να ’ρθει!

Παντοτινά δικός σου,

ΑΡΘΟΥΡ ΦΟΡΕΣΤΕΡ

ΥΓ. Πιστεύεις στη Μοίρα;

Αυτό το υστερόγραφο με προβλημάτισε ιδιαίτερα.
- Παραείναι λογικός, σκέφτηκα, και θα με παραξένευε αν είχε γίνει μοιρολάτρης. Κι όμως τι άλλο θα μπορούσε να εννοεί εδώ πέρα; Και καθώς δίπλωνα το γράμμα για να το βάλω πίσω στη θέση του, άθελά μου, επανέλαβα αυτές τις λέξεις, φωναχτά: «Πιστεύεις στη Μοίρα;»
Η ωραία «Άγνωστη», γύρισε βιαστικά το κεφάλι της, στο άκουσμα της ξαφνικής μου ερώτησης.
- Όχι δεν πιστεύω! Είπε χαμογελώντας, Εσείς πιστεύετε;
- Δεν ήθελα να σας κάνω αυτήν την ερώτηση! Τραύλισα, κάπως αιφνιδιασμένος με τον ανορθόδοξο τρόπο που είχα ξεκινήσει αυτή τη συζήτηση.
Το χαμόγελο της κυρίας έγινε γέλιο – όχι, ένα κοροϊδευτικό γέλιο, αλλά το γέλιο ενός χαρούμενου παιδιού, που αισθάνεται απολύτως άνετα.
- Ώστε έτσι; είπε, τότε μήπως πρόκειται για μία από αυτές τις περιπτώσεις, που εσείς οι γιατροί αποκαλείτε «υποσυνείδητη σκέψη» ;
- Δεν είμαι γιατρός, της απάντησα. Μοιάζω λοιπόν με γιατρό; Τι σας έκανε να οδηγηθείτε σε αυτό το συμπέρασμα;
Εκείνη έδειξε το βιβλίο που διάβαζα, και το οποίο βρισκόταν τοποθετημένο έτσι ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα ο τίτλος του: «Παθήσεις της καρδιάς».
- Δε χρειάζεται να είναι κανείς γιατρός, για να ασχολείται με ιατρικά βιβλία. Υπάρχει ακόμα μία κατηγορία αναγνωστών που ενδιαφέρονται ακόμη περισσότερο για αυτά…».
- Εννοείτε τους ασθενείς; με διέκοψε, και το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση γεμάτη γλυκύτητα και συμπόνια. Όμως, συνέχισε, επιθυμώντας ολοφάνερα να αποφύγει ένα πιθανώς οδυνηρό θέμα, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ασθενής, για να διαβάζει επιστημονικά βιβλία. Κατά τη γνώμη σας, τι από τα δυο περιέχει την μεγαλύτερη ποσότητα επιστήμης, τα βιβλία ή τα μυαλά;
- Αυτή είναι μια ιδιαίτερα βαθυστόχαστη ερώτηση για μια κυρία! Είπα από μέσα μου, με την αλαζονεία, που χαρακτηρίζει τους άνδρες, οι οποίοι νομίζουν πως η γυναικεία διάνοια είναι κατά βάση ρηχή. Και στοχάστηκα για ένα λεπτό, προτού απαντήσω.
- Αν εννοείτε τα μυαλά των ζώντων ανθρώπων, πιστεύω πως είναι σχεδόν αδύνατο να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα. Υπάρχει τόση πολύ καταγεγραμμένη επιστήμη την οποία κανένας ζωντανός άνθρωπος δεν έχει, ποτέ του, διαβάσει. Και υπάρχει τόση πολλή σκέψη, εκτός της επιστήμης, η οποία δεν έχει ακόμα καταγραφεί. Αλλά αν εννοείται ολάκερη την ανθρωπότητα, τότε νομίζω πως τα μυαλά έχουν την πρωτιά. Όλα όσα έχουν καταγραφεί στα βιβλία, πρέπει πρώτα να έχουν περάσει από κάποιο μυαλό, ξέρετε.
- Αυτό δε μοιάζει λιγάκι με τους κανόνες στην Άλγεβρα; Θέλησε να μάθει η κυρία μου. (Καταλαβαίνει κι από Άλγεβρα! Σκέφτηκα με αυξανόμενο θαυμασμό). Εννοώ πως, αν αναλογιστούμε τις σκέψεις ως παράγοντες, δε θα μπορούσαμε να πούμε πως το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο όλων των μυαλών περιέχει εκείνο που υπάρχει σε όλα τα βιβλία; Χωρίς όμως να ισχύει και το αντίστροφο;
- Βεβαίως και θα μπορούσαμε! Απάντησα, καταγοητευμένος με την επεξήγησή της. Και τι σπουδαίο κατόρθωμα θα ήταν, συνέχισα ονειροπόλα, περισσότερο σκεπτόμενος φωναχτά, παρά μιλώντας, αν μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τον ίδιο κανόνα και στα βιβλία! Καταλαβαίνετε, για να βρούμε το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο απαλείφουμε έναν αριθμό οπουδήποτε κι αν εμφανίζεται, εκτός από την περίπτωση που υψώνεται στην μεγίστη δύναμη. Συνεπώς θα έπρεπε να διαγράψουμε κάθε καταγεγραμμένη σκέψη, εκτός από εκείνη την πρόταση που δύναται να εκφραστεί με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.
Η κυρία μου, γέλασε χαρωπά. Φοβάμαι πως έτσι κάποια βιβλία θα απέμεναν μονάχα με λευκές σελίδες! Είπε.
- Πράγματι. Οι περισσότερες βιβλιοθήκες θα έχαναν το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου τους. Αλλά αναλογιστείτε, τι θα κέρδιζαν σε ποιότητα.
- Και πότε λέτε να συμβεί αυτό; Ρώτησε με ανυπομονησία. Αν υπάρχει η ελάχιστη πιθανότητα να συμβεί στην εποχή μου, νομίζω πως θα αφήσω κατά μέρος το διάβασμα και θα περιμένω τις εξελίξεις!
- Ε, ίσως να συμβεί μετά από εκατό χρόνια περίπου…
- Τότε δεν έχει νόημα να περιμένουμε! Είπε η κυρία μου….

- …Ας καθίσουμε. Ουγκούγκ, αγαπούλα μου, έλα και κάθισε κοντά μου!
- Ας κάτσει όπου θέλει, αλλά μακριά από μένα! Γρύλισε ο Αντιβασιλιάς. Το μικρό τερατάκι καταφέρνει πάντα να αναποδογυρίζει το φλιτζάνι με τον καφέ του!
Υπέθεσα αμέσως (όπως ίσως θα έκαναν κι όσοι αναγνώστες έχουν το δικό μου χάρισμα στο να βγάζουν αυθαίρετα συμπεράσματα) πως η Κύρια μου, ήταν τώρα η σύζυγος του αντιβασιλιά και πως ο Ουγκούγκ (αυτό το απαίσιο, στρουμπουλό αγόρι που είχε σχεδόν την ίδια ηλικία με τη Συλβί και μια έκφραση που θύμιζε γουρουνάκι στο σακί) ήταν ο γιος τους. Μαζί με τη Συλβί, τον Μπρούνο, τον Κύριο Καγκελάριο και τον Καθηγητή, όλοι όσοι κάθονταν στο τραπέζι ήταν συνολικά επτά.
- Ώστε όντως θα κάνατε ένα μπάνιο – κατάδυσης κάθε πρωί; Ρώτησε ο αντιβασιλιάς, που προφανώς συνέχιζε την αρχινισμένη κουβέντα του με τον Καθηγητή. Ακόμα και αν βρισκόσασταν σε κάποιο μικρό πανδοχείο;
- Ω, ναι, βεβαίως, βεβαίως! Απάντησε ο καθηγητής με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσχαρο πρόσωπό του. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω. Στην ουσία πρόκειται για ένα πολύ απλό ζήτημα Υδροδυναμικής (αυτό σημαίνει έναν συνδυασμό ύδατος και δύναμης). Αν πάρουμε μια μπανιέρα κατάδυσης και έναν άνδρα που διαθέτει τεράστια δύναμη (όπως εγώ) τότε έχουμε ένα τέλειο παράδειγμα αυτής της επιστήμης. Πρέπει να ομολογήσω, συνέχισε ο καθηγητής, σε πιο ήπιο τόνο και με το βλέμμα χαμηλωμένο, πως χρειάζεται ένας άνδρας με αξιοσημείωτη δύναμη. Πρέπει να μπορεί να σαλτάρει από το πάτωμα, σε ύψος δυο φορές πάνω από το δικό του, μετά να κάνει, σιγά – σιγά μια στροφή καθώς ανυψώνεται, έτσι ώστε στο τέλος να πέσει ξανά με το κεφάλι κάτω.
- Α, μα τότε χρειάζεστε έναν ψύλλο, κι όχι έναν άνδρα, αναφώνησε ο Αντιβασιλιάς.
- Να με συγχωρείτε, είπε ο Καθηγητής, αλλά αυτό το συγκεκριμένο είδος μπάνιου δεν είναι για ψύλλου πήδημα. Ας υποθέσουμε, συνέχισε διπλώνοντας την πετσέτα του, με τρόπο που να σχηματίζει ένα χαριτωμένο σακουλάκι, πως αυτό απεικονίζει αυτή την καινοτομία της εποχής μας, την Φορητή Μπανιέρα του Περιπλανώμενου Τουρίστα. Εν συντομία, μπορείτε να αναφέρεστε σε αυτήν ως Φου – Μπου του Που – Του, είπε κοιτάζοντας προς τη μεριά του Καγγελάριου.
Ο Καγκελάριος, αισθάνθηκε άβολα, επειδή όλοι τον κοιτούσαν και μπόρεσε μονάχα να ψελλίσει:
- Έτσι, ακριβώς!
Ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα του μπάνιου κατάδυσης, συνέχισε ο καθηγητής, είναι πως χρειάζεται μονάχα δύο λίτρα νερό…
- Μα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μπανιέρα κατάδυσης, παρά μόνο αν ο Περιπλανώμενος Τουρίστας μπορέσει να βυθιστεί ως τον πάτο!
- Εννοείται πως πιάνει πάτο, απάντησε ευγενικά ο ηλικιωμένος άνδρας. Ο Που – Του, κρεμάει την Φου – Μπου, από ένα καρφί, να, κάπως έτσι. Μετά αδειάζει μια κανάτα με νερό εκεί μέσα, τοποθετεί την άδεια κανάτα κάτω από τον σάκο, πηδάει στον αέρα, κατεβαίνει, με το κεφάλι κάτω, μέσα στον σάκο, το νερό ανυψώνεται ολόγυρά του ως την κορυφή του σάκου και ιδού! Είπε με θριαμβευτική φωνή. Ο Που – Του βρίσκεται ολάκερος κάτω από το νερό, σα να είχε καταδυθεί ένα ή δύο μίλια μέσα στον Ατλαντικό.
- Και πριν περάσουν πέντε λεπτά καταλήγει πνιγμένος…
- Ούτε κατά διάνοια! Απάντησε ο Καθηγητής με ένα χαμόγελο γεμάτο περηφάνια. Μετά από ένα περίπου λεπτό, βγάζει μια τάπα από τον πάτο της Φου – Μπου και όλο το νερό επιστρέφει πάλι πίσω στην κανάτα!
- Και πως στην ευχή θα μπορέσει να βγει, ύστερα, έξω από τον σάκο;
- Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είπε ο Καθηγητής, είναι το πιο όμορφο σημείο ολόκληρης της εφεύρεσης. Μέσα στον σάκο, από πάνω μέχρι κάτω, υπάρχουν θηλιές για τους αντίχειρες. Έτσι μπορεί να σκαρφαλώσει, όπως θα έκανε και με μια συνηθισμένη σκάλα, αν και με κάποια μεγαλύτερη δυσκολία. Κι όταν τελικά ο Που – Του κατορθώσει να βγάλει το κεφάλι του έξω από τον σάκο είναι σίγουρο πως θα αναποδογυρίσει προς την μία ή την άλλη πλευρά, αυτό το διασφαλίζει ο Νόμος της Βαρύτητας. Κι έτσι τελικά, θα καταλήξει ξανά στο πάτωμα.
- Ναι, αλλά έτσι θα του φύγει κανένα νεφρί.
- Φυσικά και θα του φύγει το νεφρί, αλλά θα έχει κάνει ένα μπάνιο κατάδυσης. Κι αυτό είναι κάτι μεγαλειώδες.
- Θαύμα, αυτό κι αν είναι από τα άγραφα, μουρμούριζε ο Αντιβασιλιάς.
Ο καθηγητής το θεώρησε αυτό ως κομπλιμέντο και υποκλίθηκε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
- Όντως από τα άγραφα! Κυρία μου, προσέθεσε, θέλοντας, το δίχως άλλο να γίνει ακόμα πιο αβρός. Έτσι έκανε άλλη μια υπόκλιση, αλλά αυτή τη φορά χωρίς να χαμογελά. Σας διαβεβαιώ, είπε με ειλικρίνεια, πως αν τελικά αυτή η μπανιέρα είχε κατασκευαστεί, θα την χρησιμοποιούσα κάθε πρωί. Την έχω παραγγείλει, γι’ αυτό είμαι σίγουρος, αλλά λησμονώ, αν τελικά ο μάστορας την ολοκλήρωσε ή όχι. Είναι δύσκολο να θυμηθώ, έχουν περάσει και τόσα χρόνια…
Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα άρχισε να ανοίγει, πολύ σιγά, τρίζοντας, και η Συλβί με τον Μπρούνο πετάχτηκαν επάνω, τρέχοντας, για προϋπαντήσουν τα γνώριμα στα αυτιά τους βήματα.
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

 Λιούις Κάρολ: Συλβί Και Μπρούνο  Empty Re: Λιούις Κάρολ: Συλβί Και Μπρούνο

Post by Sponsored content


Sponsored content


Back to top Go down

Back to top


 
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum