Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί
Page 1 of 1
Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί
Ωδαί
Ανδρέας Κάλβος
επιμέλεια: Filippo Maria Pontani
Ίκαρος, 2000
239 σελ.
ISBN 960-7721-53-5, ISBN-13 978-960-7721-53-2
Υπάρχει ένας πατριωτισμός, τόσο χαρακτηριστικός για τον 19ο αιώνα. Οι Ιταλοί είχαν τον Γκαριμπάλντι τους, οι Γάλλοι τον Ναπολέοντά τους, οι Άγγλοι τον Νέλσονά τους, εμείς οι Έλληνες είχαμε τότε έναν αστερισμό από Ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, ανθρώπους απλοϊκούς, έξυπνους ανθρώπους και εφευρετικούς, βωμολόχους και ατίθασους πολεμιστάδες, βρώμικους και μπαρουτοκαπνισμένους, που όλες αυτές οι δάφνες και οι μανδύες τους έπεφταν κάπως βαριοί και δεν άφηναν να φανεί η αληθινή τους υπόσταση. Από την μια η Αρετή, η Ελευθερία, η Δικαιοσύνη, είχαν βγει και βάδιζαν, όχι επετειακά, όχι μια φορά τον χρόνο, αλλά κάθε μέρα, μέσα στους δρόμους και τις πλατείες, στις γειτονιές των ανθρώπων, μέσα στα σπίτια και στα λιγοστά καφενεία, στις ζωές όλων, στα παιχνίδια των παιδιών και στις αναμνήσεις των γερόντων, αυτές ο Κόρες ήταν πολύ γόνιμες τότε όπως φαίνεται, και γενοβολούσαν συνέχεια παιδιά, μέσα στα μυαλά των ποιητών, των λογοτεχνών, των ζωγράφων, είχαν ωραία στρογγυλά στήθη και δεν ντρέπονταν να τα δείξουν και περπατούσαν ξυπόλυτες ανάμεσα σε πτώματα πολεμιστών και επαναστατών, χωρίς τα πόδια τους να σκονίζονται, χωρίς να γλιστράνε επάνω στα χυμένα αίματα. Το Ηρωικό Ιδεώδες είναι ανδροπρεπές, μπορεί να το φέρει ο οποιοσδήποτε και η οποιαδήποτε μπορεί να κρατήσει ψηλά μια σημαία, να σημαδέψει με ένα όπλο, να καρφώσει με ένα σπαθί, να ρίξει με ένα κανόνι, να σχεδιάσει πώς θα σκοτωθούν οι χιλιάδες στα πεδία των μαχών (και τα πλάτη των θαλασσών). Κι ύστερα στέφανοι δόξης και ζωή του μέλλοντος αιώνος και ύστερα η απελευθερωμένη γη της Επαγγελίας όπου ρέει μέλι και γάλα. Και μετά ξυπνήσαμε.
Δυο καλλιτεχνικά ρεύματα ταλαιπώρησαν τον 19ο αιώνα στο πρώτο του μισό, πριν έρθουν δηλαδή οι ρεαλιστές και οι πειραματικοί καλλιτέχνες που τόλμησαν να επινοήσουν κάτι που θα εξελισσόταν αργότερα στις διάφορες εκδοχές του μοντερνισμού (χαρούμενα και φασαριόζικα πράγματα που με την ιδιοτροπία τους έσπρωξαν στην ανθρωπότητα ίσια μπροστά, με αδιανόητη τόλμη και θράσος, καταργώντας τα ιερά και τα όσια), δυο καλλιτεχνικά ρεύματα που συγκρούστηκαν αλλά και συνέπλευσαν, που έδεσαν αρμονικά και αναδείχτηκαν μέσα από τα έργα τον ανθρώπων, επηρεάζοντας δραστικά τον τρόπο σκέψης τους: Ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός. Το ένα έχει ναούς και εστίες αναμμένες, έχει θυσίες σε αρχαίους θεούς, νύμφες και μούσες, έχει δροσερά χορτάρια και γαλάζιες θάλασσες, Κιθαιρώνες και Ολύμπους και ποιητές τυφλούς που υμνούν τα κατορθώματα των ανθρώπων με την λύρα τους. Το άλλο, έχει σκοτάδια, και ουρανούς συννεφιασμένους, έχει μορφές φασματικές που βγαίνουν από τους τάφους, στοιχειά, ανέμους παγωμένους που σαρώνουν την έρημη γη, έχει φόβους μεταμορφωμένους σε νυχτερινούς εφιάλτες και θανάτους που μοιάζουν με ύπνο.
Ο Κάλβος είναι ένα ωραίο παιδί της εποχής του. Θα ήθελα να μπορούσα να διάβαζα και όσα έγραψε στα ιταλικά, καθώς η ελληνική γλώσσα δεν ήταν η μόνη που κατείχε και όπου δημιούργησε έργα. Δεν έζησε μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ιταλία, στην Αγγλία, στη Γαλλία και δεν έζησε μια ιδιαίτερα καλή ζωή. Δυσκολίες, μέτρια μόρφωση, απώλειες δικών του ανθρώπων (έχασε τη γυναίκα και το παιδί του), σοβαρά προβλήματα υγείας και πολλές απογοητεύσεις και πάντα το άγχος του βιοπορισμού και της επιβίωσης. Και δεν είχε και γλώσσα να γράψει. Είχε δηλαδή ένα γλωσσικό υλικό, τόσο πολύπλοκο, τόσο αξεδιάλυτο, τόσο πολύμορφο που δεν ήξερε κι αυτός πώς να το κουμαντάρει. Ούτε ο Κοραής ήξερε, ούτε ο Σολωμός. Αλλά όλοι τους έβαλαν ένα λιθάρι, για να έχουμε εμείς σήμερα αυτό το όμορφο και πλούσιο πράγμα που είναι η γλώσσα μας, η λαλιά μας και που στα κατάλληλα χέρια μπορεί και συνεχίζει να βγάζει ακόμα αριστουργήματα (κάποιοι θα διαφωνήσουν, ε δεν πειράζει δημοκρατία έχουμε, ή κάτι σαν δημοκρατία τελοσπάντων).
Ο Δημαράς στην εισαγωγή που συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση του Ίκαρου αναφέρει για τη γλώσσα του Κάλβου:
«Την χυδαία γλώσσα νεοελληνική, γλώσσα αγοραία, θα την πάρει για βάση. Έτσι γινόταν στον κύκλο του Φώσκολου, εκεί όπου διαμορφώθηκε ο ποιητής των Ωδών, εκεί όπου απέκτησε τη λογοτεχνική του πείρα. Κι όπως γινόταν στον ίδιο κύκλο, αυτή την γλώσσα θα την πλουτίσει, θα την διαστίξει με λέξεις και τρόπους αρχαιότατους: παίρνει λέξεις από τους αρχαίους, ακόμη κι από τα γλωσσάρια, ανακατώνει τύπους της αρχαίας μέσα στους τύπους της κοινής. Ο αρχαϊσμός του βέβαια, νιώθουμε πως είναι επιδερμικός: ασυναίρετα, περιφράσεις, λησμονημένα ονόματα για χώρες γνωστές, δίνουν στο λόγο του μια επιφανειακή αρχαιοπρέπεια [....] Την ίδια επεξεργασία θα κάνει και στο στίχο. Βάση κι εδώ το λαϊκό: ο δεκαπεντασύλλαβος. Μα κι αυτός πρέπει να εξαρχαϊσθεί. Ο Κάλβος τον σπάζει στα δυο του ημιστίχια, τα δουλεύει αυτόνομα, καταργεί τη ρίμα και κάνει έτσι ένα στίχοι αρχαιότροπο». (σελ.11)
Από όλα τα ποιήματά του ξεχώρισα κάποια που τα αισθάνθηκα καλύτερα. Πρώτα από όλα το συγκλονιστικό «Εις θάνατον». Παρουσιάζει τον ποιητή να φτάνει σε έναν πρωτοχριστιανικό ναό, χωρίς να γνωρίζει το πώς κατέληξε εκεί πέρα. Είναι νύχτα βαθιά και επικρατεί σιγή νεκρική, οι πεθαμένοι κοιμούνται στους τάφους τους. Η εικόνα σύντομα αλλάζει ένας παγωμένος άνεμος εισβάλει από τα σπασμένα παράθυρα του ναού, ένας άνεμος που διώχνει τα σύννεφα και αποκαλύπτει το παγωμένο ασημένιο χρώμα της σελήνης. Κι εκεί σε έναν τάφο βλέπει με φρίκη μια πλάκα να μετακινείται και μια φασματική μορφή να συμπυκνώνεται εμπρός του. Κι όταν ρωτάει να μάθει για την ταυτότητα του πλάσματος, εκείνο του απαντάει «τα στήθη που σ’ εβύζασαν εμπρός σου βλέπεις». Η μητέρα παρηγορεί τον γιο που δεν μπορεί να την αγκαλιάσει και που ξεσπά σε λυγμούς. Του δίνει να καταλάβει πόσο ξεκούραστος είναι ο θάνατος, μια ανάπαυση σωματική και ψυχική, ένας μακάριος ύπνος:
«Ναι κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή∙ οι ελπίδες,
οι φόβοι και του κόσμου
οι χαραί και το μέλι
σας βασανίζουν»
Ο θάνατος είναι η οριστική κατάληξη κι όσο κι αν τον φοβούνται οι ζωντανοί, δεν θα μπορέσουν να του ξεφύγουν. Αφού η μητέρα μιλήσει, έρχεται η σειρά του ποιητή να εκφράσει το πένθους του για την απώλεια που βιώνει. Υπάρχει μια στροφή, ένας σύντομος διάλογος, που μέσα στην συντομογραφική του ακρίβεια, εκφράζει τον πόνο του αποχωρισμού, εκεί όπου η η μάνα λέει τα τελευταία της λόγια «Τέκνον μου χαίρε...» κι απαντά εκείνος «Πρόσμενε, τον υιόν λυπημένον μη παραιτήσεις». Κι όταν ο ποιητή δεν λαμβάνει απάντηση μονολογεί «Έπεσε. Και μένουν οι οφθαλμοί μου σε βαθύ σκότος». Θρηνεί για τη νεκρή αλλά συνάμα πλέον έχει συντελεστεί μέσα του το τέλος του φόβου του θανάτου «ο φοβερός εχθρός έγινε φίλος». Κι όταν ένας άνθρωπος δεν κατατρύχεται από τον φόβο του θανάτου, μπορεί να γίνει γενναιόδωρος, μπορεί να αγωνίζεται για την αλήθεια και την ελευθερία. Βγάζει φτερά και μπορεί πλέον να φτάσει στα «δύσκολα κρημνά της αρετής».
Στο «Εις τον ιερόν Λόχον» βρήκα εξαιρετικό τον τρόπο που απεικονίζει την καταστροφική δύναμη του χρόνου που παρομοιάζεται με φθονερό γέρο, εχθρό «των έργων και πάσης μνήμης»:
«Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης,
και τα πάντα αφανίζει.
χάνονται οι πόλεις, χάνονται
βασίλεια κ’ έθνη»
Στην «Βεττανική Μούσα» μια δοξολογία και εγκώμιο για τον ποιητή Βύρωνα, υπάρχει μια στροφή που την ξεχώρισα για της ανατριχιαστική απλότητά της:
«Ούτως αν χάση ο άνθρωπος
το φως, και τον σκεπάση
μακάριον σκότος, βλέπομεν
επ’ αυτόν ανατέλλον
άστρον ελπίδος»
Στο «Εις Ψαρά» χτίζει μια αντίθεση ανάμεσα στο πρώτο μέρος, όπου υπάρχει μια γιορτινή εικόνα ανεμελιάς, μιας παραίτησης από τους κόπους της ζωής και τους αγώνες, μιας ευτυχίας εγκόσμιας και υλικής, που εκφράζεται με τον χορό, το τραγούδι και τον έρωτα και το φως (απηχεί το λαϊκό δόγμα που εκφράζεται μέσα από τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού «Δώστε του χορού να πάει, τούτη η γης θα μας εφάει / Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε») :
«Ελεύθερος ή δούλους
τί χρησιμεύει αν είναι,
μόνο ας ζήση ο άνθρωπος,
ότι είναι η γη παράδεισος
και η ζωή μία»
Αλλά σύντομα, έρχεται η καταστροφή, η σφαγή, ο θάνατος, η θυσία, η ερημιά. Πλέον μόνο σκοτάδι. Και η τελευταία στροφή ένα ένδοξο πένθος:
«Επί το μέγα ερείπιον
η Ελευθερία ολόρθη
προσφέρει δύο στεφάνους
έν’ από γήινα φύλλα
κ’ άλλον απ’ άστρα»
Την ίδια αντίθεση ανάμεσα στα «ευτυχισμένα» νησιά του Αιγαίου και την ερημιά που ακολουθεί την εξόντωση των κατοίκων τους συνεχίζει να δίνει με παραστατικές εικόνες στο «Τα ηφαίστια»:
«Βαθυά εις τον άμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιών και ανθρώπων∙
όμως πού είναι οι άνθρωποι
πού τα παιδία;
Στο «Εις Σάμον» δεν υπάρχει το λαϊκό ιδεώδες, αλλά εκείνο το ρομαντικό ηρωϊκό πρόσταγμα που απαιτεί θυσίες για την επίτευξη της ελευθερίας:
«Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται
ζυγόν δουλείας ας έχωσι∙
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία»
Και πάμε στο «Αι Ευχαί». Που θα ήθελα να το διαβάζω για προσευχή και να κλαίω. Οι τέσσερις πρώτες στροφές, αν διαβαστούν με προσοχή είναι σαν μαχαιριά στην καρδιά:
«Της θαλάσσης καλύτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου,
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν.
Στην στεριάν, στα νησιά
καλύτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς κι ελπίδας.
Καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι έλληνες
να τρεχωσιν τον κόσμον,
μ’ εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες»
Και μετά από τις στροφές – αποστροφές καταλήγει στο συγκλονιστικό συμπέρασμά του, ο ποιητής. Και μόνο αυτές τις τέσσερις στροφές αν είχε γράψει μονάχα σε ολάκερη τη ζωή του, για εμένα, θα άξιζε να μη ξεχαστεί ποτέ το έργο του:
«Παρά προστάτας νάχωμεν.
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες».
Στην εποχή μας από προστάτες άλλο τίποτα. Κι όλοι θέλουν το καλό μας. Όπως είπε κι ένας άλλος κατοπινότερος ποιητής «Ήρθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας». Τί άλλο να πει κανείς; Τι άλλο απομένει να πει κανείς; Είναι νύχτα και προχωράμε στο σκοτάδι και δεν ξέρω αν και πότε θα ξημερώσει και για εμάς το φως της ημέρας. Αλήθεια. Τουλάχιστον ας μη ξεχνάμε την τέχνη μας, την ποίηση και την λογοτεχνία μας, γιατί τα κερδίσαμε. Αυτά δεν μας χαρίστηκαν. Αυτά θα είναι παντοτινά δικά μας.
Ανδρέας Κάλβος
επιμέλεια: Filippo Maria Pontani
Ίκαρος, 2000
239 σελ.
ISBN 960-7721-53-5, ISBN-13 978-960-7721-53-2
Υπάρχει ένας πατριωτισμός, τόσο χαρακτηριστικός για τον 19ο αιώνα. Οι Ιταλοί είχαν τον Γκαριμπάλντι τους, οι Γάλλοι τον Ναπολέοντά τους, οι Άγγλοι τον Νέλσονά τους, εμείς οι Έλληνες είχαμε τότε έναν αστερισμό από Ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, ανθρώπους απλοϊκούς, έξυπνους ανθρώπους και εφευρετικούς, βωμολόχους και ατίθασους πολεμιστάδες, βρώμικους και μπαρουτοκαπνισμένους, που όλες αυτές οι δάφνες και οι μανδύες τους έπεφταν κάπως βαριοί και δεν άφηναν να φανεί η αληθινή τους υπόσταση. Από την μια η Αρετή, η Ελευθερία, η Δικαιοσύνη, είχαν βγει και βάδιζαν, όχι επετειακά, όχι μια φορά τον χρόνο, αλλά κάθε μέρα, μέσα στους δρόμους και τις πλατείες, στις γειτονιές των ανθρώπων, μέσα στα σπίτια και στα λιγοστά καφενεία, στις ζωές όλων, στα παιχνίδια των παιδιών και στις αναμνήσεις των γερόντων, αυτές ο Κόρες ήταν πολύ γόνιμες τότε όπως φαίνεται, και γενοβολούσαν συνέχεια παιδιά, μέσα στα μυαλά των ποιητών, των λογοτεχνών, των ζωγράφων, είχαν ωραία στρογγυλά στήθη και δεν ντρέπονταν να τα δείξουν και περπατούσαν ξυπόλυτες ανάμεσα σε πτώματα πολεμιστών και επαναστατών, χωρίς τα πόδια τους να σκονίζονται, χωρίς να γλιστράνε επάνω στα χυμένα αίματα. Το Ηρωικό Ιδεώδες είναι ανδροπρεπές, μπορεί να το φέρει ο οποιοσδήποτε και η οποιαδήποτε μπορεί να κρατήσει ψηλά μια σημαία, να σημαδέψει με ένα όπλο, να καρφώσει με ένα σπαθί, να ρίξει με ένα κανόνι, να σχεδιάσει πώς θα σκοτωθούν οι χιλιάδες στα πεδία των μαχών (και τα πλάτη των θαλασσών). Κι ύστερα στέφανοι δόξης και ζωή του μέλλοντος αιώνος και ύστερα η απελευθερωμένη γη της Επαγγελίας όπου ρέει μέλι και γάλα. Και μετά ξυπνήσαμε.
Δυο καλλιτεχνικά ρεύματα ταλαιπώρησαν τον 19ο αιώνα στο πρώτο του μισό, πριν έρθουν δηλαδή οι ρεαλιστές και οι πειραματικοί καλλιτέχνες που τόλμησαν να επινοήσουν κάτι που θα εξελισσόταν αργότερα στις διάφορες εκδοχές του μοντερνισμού (χαρούμενα και φασαριόζικα πράγματα που με την ιδιοτροπία τους έσπρωξαν στην ανθρωπότητα ίσια μπροστά, με αδιανόητη τόλμη και θράσος, καταργώντας τα ιερά και τα όσια), δυο καλλιτεχνικά ρεύματα που συγκρούστηκαν αλλά και συνέπλευσαν, που έδεσαν αρμονικά και αναδείχτηκαν μέσα από τα έργα τον ανθρώπων, επηρεάζοντας δραστικά τον τρόπο σκέψης τους: Ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός. Το ένα έχει ναούς και εστίες αναμμένες, έχει θυσίες σε αρχαίους θεούς, νύμφες και μούσες, έχει δροσερά χορτάρια και γαλάζιες θάλασσες, Κιθαιρώνες και Ολύμπους και ποιητές τυφλούς που υμνούν τα κατορθώματα των ανθρώπων με την λύρα τους. Το άλλο, έχει σκοτάδια, και ουρανούς συννεφιασμένους, έχει μορφές φασματικές που βγαίνουν από τους τάφους, στοιχειά, ανέμους παγωμένους που σαρώνουν την έρημη γη, έχει φόβους μεταμορφωμένους σε νυχτερινούς εφιάλτες και θανάτους που μοιάζουν με ύπνο.
Ο Κάλβος είναι ένα ωραίο παιδί της εποχής του. Θα ήθελα να μπορούσα να διάβαζα και όσα έγραψε στα ιταλικά, καθώς η ελληνική γλώσσα δεν ήταν η μόνη που κατείχε και όπου δημιούργησε έργα. Δεν έζησε μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ιταλία, στην Αγγλία, στη Γαλλία και δεν έζησε μια ιδιαίτερα καλή ζωή. Δυσκολίες, μέτρια μόρφωση, απώλειες δικών του ανθρώπων (έχασε τη γυναίκα και το παιδί του), σοβαρά προβλήματα υγείας και πολλές απογοητεύσεις και πάντα το άγχος του βιοπορισμού και της επιβίωσης. Και δεν είχε και γλώσσα να γράψει. Είχε δηλαδή ένα γλωσσικό υλικό, τόσο πολύπλοκο, τόσο αξεδιάλυτο, τόσο πολύμορφο που δεν ήξερε κι αυτός πώς να το κουμαντάρει. Ούτε ο Κοραής ήξερε, ούτε ο Σολωμός. Αλλά όλοι τους έβαλαν ένα λιθάρι, για να έχουμε εμείς σήμερα αυτό το όμορφο και πλούσιο πράγμα που είναι η γλώσσα μας, η λαλιά μας και που στα κατάλληλα χέρια μπορεί και συνεχίζει να βγάζει ακόμα αριστουργήματα (κάποιοι θα διαφωνήσουν, ε δεν πειράζει δημοκρατία έχουμε, ή κάτι σαν δημοκρατία τελοσπάντων).
Ο Δημαράς στην εισαγωγή που συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση του Ίκαρου αναφέρει για τη γλώσσα του Κάλβου:
«Την χυδαία γλώσσα νεοελληνική, γλώσσα αγοραία, θα την πάρει για βάση. Έτσι γινόταν στον κύκλο του Φώσκολου, εκεί όπου διαμορφώθηκε ο ποιητής των Ωδών, εκεί όπου απέκτησε τη λογοτεχνική του πείρα. Κι όπως γινόταν στον ίδιο κύκλο, αυτή την γλώσσα θα την πλουτίσει, θα την διαστίξει με λέξεις και τρόπους αρχαιότατους: παίρνει λέξεις από τους αρχαίους, ακόμη κι από τα γλωσσάρια, ανακατώνει τύπους της αρχαίας μέσα στους τύπους της κοινής. Ο αρχαϊσμός του βέβαια, νιώθουμε πως είναι επιδερμικός: ασυναίρετα, περιφράσεις, λησμονημένα ονόματα για χώρες γνωστές, δίνουν στο λόγο του μια επιφανειακή αρχαιοπρέπεια [....] Την ίδια επεξεργασία θα κάνει και στο στίχο. Βάση κι εδώ το λαϊκό: ο δεκαπεντασύλλαβος. Μα κι αυτός πρέπει να εξαρχαϊσθεί. Ο Κάλβος τον σπάζει στα δυο του ημιστίχια, τα δουλεύει αυτόνομα, καταργεί τη ρίμα και κάνει έτσι ένα στίχοι αρχαιότροπο». (σελ.11)
Από όλα τα ποιήματά του ξεχώρισα κάποια που τα αισθάνθηκα καλύτερα. Πρώτα από όλα το συγκλονιστικό «Εις θάνατον». Παρουσιάζει τον ποιητή να φτάνει σε έναν πρωτοχριστιανικό ναό, χωρίς να γνωρίζει το πώς κατέληξε εκεί πέρα. Είναι νύχτα βαθιά και επικρατεί σιγή νεκρική, οι πεθαμένοι κοιμούνται στους τάφους τους. Η εικόνα σύντομα αλλάζει ένας παγωμένος άνεμος εισβάλει από τα σπασμένα παράθυρα του ναού, ένας άνεμος που διώχνει τα σύννεφα και αποκαλύπτει το παγωμένο ασημένιο χρώμα της σελήνης. Κι εκεί σε έναν τάφο βλέπει με φρίκη μια πλάκα να μετακινείται και μια φασματική μορφή να συμπυκνώνεται εμπρός του. Κι όταν ρωτάει να μάθει για την ταυτότητα του πλάσματος, εκείνο του απαντάει «τα στήθη που σ’ εβύζασαν εμπρός σου βλέπεις». Η μητέρα παρηγορεί τον γιο που δεν μπορεί να την αγκαλιάσει και που ξεσπά σε λυγμούς. Του δίνει να καταλάβει πόσο ξεκούραστος είναι ο θάνατος, μια ανάπαυση σωματική και ψυχική, ένας μακάριος ύπνος:
«Ναι κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή∙ οι ελπίδες,
οι φόβοι και του κόσμου
οι χαραί και το μέλι
σας βασανίζουν»
Ο θάνατος είναι η οριστική κατάληξη κι όσο κι αν τον φοβούνται οι ζωντανοί, δεν θα μπορέσουν να του ξεφύγουν. Αφού η μητέρα μιλήσει, έρχεται η σειρά του ποιητή να εκφράσει το πένθους του για την απώλεια που βιώνει. Υπάρχει μια στροφή, ένας σύντομος διάλογος, που μέσα στην συντομογραφική του ακρίβεια, εκφράζει τον πόνο του αποχωρισμού, εκεί όπου η η μάνα λέει τα τελευταία της λόγια «Τέκνον μου χαίρε...» κι απαντά εκείνος «Πρόσμενε, τον υιόν λυπημένον μη παραιτήσεις». Κι όταν ο ποιητή δεν λαμβάνει απάντηση μονολογεί «Έπεσε. Και μένουν οι οφθαλμοί μου σε βαθύ σκότος». Θρηνεί για τη νεκρή αλλά συνάμα πλέον έχει συντελεστεί μέσα του το τέλος του φόβου του θανάτου «ο φοβερός εχθρός έγινε φίλος». Κι όταν ένας άνθρωπος δεν κατατρύχεται από τον φόβο του θανάτου, μπορεί να γίνει γενναιόδωρος, μπορεί να αγωνίζεται για την αλήθεια και την ελευθερία. Βγάζει φτερά και μπορεί πλέον να φτάσει στα «δύσκολα κρημνά της αρετής».
Στο «Εις τον ιερόν Λόχον» βρήκα εξαιρετικό τον τρόπο που απεικονίζει την καταστροφική δύναμη του χρόνου που παρομοιάζεται με φθονερό γέρο, εχθρό «των έργων και πάσης μνήμης»:
«Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης,
και τα πάντα αφανίζει.
χάνονται οι πόλεις, χάνονται
βασίλεια κ’ έθνη»
Στην «Βεττανική Μούσα» μια δοξολογία και εγκώμιο για τον ποιητή Βύρωνα, υπάρχει μια στροφή που την ξεχώρισα για της ανατριχιαστική απλότητά της:
«Ούτως αν χάση ο άνθρωπος
το φως, και τον σκεπάση
μακάριον σκότος, βλέπομεν
επ’ αυτόν ανατέλλον
άστρον ελπίδος»
Στο «Εις Ψαρά» χτίζει μια αντίθεση ανάμεσα στο πρώτο μέρος, όπου υπάρχει μια γιορτινή εικόνα ανεμελιάς, μιας παραίτησης από τους κόπους της ζωής και τους αγώνες, μιας ευτυχίας εγκόσμιας και υλικής, που εκφράζεται με τον χορό, το τραγούδι και τον έρωτα και το φως (απηχεί το λαϊκό δόγμα που εκφράζεται μέσα από τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού «Δώστε του χορού να πάει, τούτη η γης θα μας εφάει / Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε») :
«Ελεύθερος ή δούλους
τί χρησιμεύει αν είναι,
μόνο ας ζήση ο άνθρωπος,
ότι είναι η γη παράδεισος
και η ζωή μία»
Αλλά σύντομα, έρχεται η καταστροφή, η σφαγή, ο θάνατος, η θυσία, η ερημιά. Πλέον μόνο σκοτάδι. Και η τελευταία στροφή ένα ένδοξο πένθος:
«Επί το μέγα ερείπιον
η Ελευθερία ολόρθη
προσφέρει δύο στεφάνους
έν’ από γήινα φύλλα
κ’ άλλον απ’ άστρα»
Την ίδια αντίθεση ανάμεσα στα «ευτυχισμένα» νησιά του Αιγαίου και την ερημιά που ακολουθεί την εξόντωση των κατοίκων τους συνεχίζει να δίνει με παραστατικές εικόνες στο «Τα ηφαίστια»:
«Βαθυά εις τον άμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιών και ανθρώπων∙
όμως πού είναι οι άνθρωποι
πού τα παιδία;
Στο «Εις Σάμον» δεν υπάρχει το λαϊκό ιδεώδες, αλλά εκείνο το ρομαντικό ηρωϊκό πρόσταγμα που απαιτεί θυσίες για την επίτευξη της ελευθερίας:
«Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται
ζυγόν δουλείας ας έχωσι∙
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία»
Και πάμε στο «Αι Ευχαί». Που θα ήθελα να το διαβάζω για προσευχή και να κλαίω. Οι τέσσερις πρώτες στροφές, αν διαβαστούν με προσοχή είναι σαν μαχαιριά στην καρδιά:
«Της θαλάσσης καλύτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου,
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν.
Στην στεριάν, στα νησιά
καλύτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς κι ελπίδας.
Καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι έλληνες
να τρεχωσιν τον κόσμον,
μ’ εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες»
Και μετά από τις στροφές – αποστροφές καταλήγει στο συγκλονιστικό συμπέρασμά του, ο ποιητής. Και μόνο αυτές τις τέσσερις στροφές αν είχε γράψει μονάχα σε ολάκερη τη ζωή του, για εμένα, θα άξιζε να μη ξεχαστεί ποτέ το έργο του:
«Παρά προστάτας νάχωμεν.
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες».
Στην εποχή μας από προστάτες άλλο τίποτα. Κι όλοι θέλουν το καλό μας. Όπως είπε κι ένας άλλος κατοπινότερος ποιητής «Ήρθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας». Τί άλλο να πει κανείς; Τι άλλο απομένει να πει κανείς; Είναι νύχτα και προχωράμε στο σκοτάδι και δεν ξέρω αν και πότε θα ξημερώσει και για εμάς το φως της ημέρας. Αλήθεια. Τουλάχιστον ας μη ξεχνάμε την τέχνη μας, την ποίηση και την λογοτεχνία μας, γιατί τα κερδίσαμε. Αυτά δεν μας χαρίστηκαν. Αυτά θα είναι παντοτινά δικά μας.
Νικολέτα Μποντιόλη- Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!
Page 1 of 1
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum
|
|