Το Κλουβί Με τις Τρελές
Would you like to react to this message? Create an account in a few clicks or log in to continue.

Ρέιμοντ Κάρβερ-Γείτονες (Neighbors)

2 posters

Go down

Ρέιμοντ Κάρβερ-Γείτονες (Neighbors) Empty Ρέιμοντ Κάρβερ-Γείτονες (Neighbors)

Post by Ζωγράφος Wed 10 May 2017, 8:52 pm

Το παρακάτω διήγημα με τίτλο «Γείτονες» είναι του Ρέιμοντ Κάρβερ και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Esquire magazine το 1971. Συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Will You Please Be Quiet, Please?. Την παρακάτω μετάφραση την έκανα εγώ χειρόγραφα τον Δεκέμβριο του 2016, τη δακτυλογράφησα και σας την παρουσιάζω χωρίς να ξαναδώ το πρωτότυπο κείμενο και να κάνω διορθώσεις. Για τυχόν λάθη κατηγορήστε τον εαυτό μου πριν 5 μήνες. Razz Cool


Ρέιμοντ Κάρβερ

ΓΕΙΤΟΝΕΣ


Ο Μπιλ και η Αρλέν Μίλλερ ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Κάπου-κάπου όμως τους φαινόταν πως μόνο αυτοί από τον κύκλο τους ζούσαν κάπως ανιαρά, με τον Μπιλ να είναι απασχολημένος με τα λογιστικά του καθήκοντα και την Αρλέν με τις δουλειές της ως γραμματέας. Κάποιες φορές μιλούσαν για αυτό, συνήθως κάνοντας σύγκριση με τις ζωές των γειτόνων τους, τη Χάριετ και τον Τζιμ Στόουν. Στους Μίλλερ φαινόταν ότι οι Στόουν ζούσαν μια ζωή πιο γεμάτη και πιο φωτεινή από τη δική τους. Οι Στόουν έβγαιναν συνεχώς έξω για δείπνο, ή διασκέδαζαν στο σπίτι, ή ταξίδευαν σε κάποιο μέρος της χώρας που είχε να κάνει με τη δουλειά του Τζιμ.

Οι Στόουν έμεναν ακριβώς απέναντι από τους Μίλλερ. Ο Τζιμ δούλευε ως πωλητής για μια εταιρία μηχανικών εξαρτημάτων και συχνά κατάφερνε να συνδυάζει τη δουλειά με ταξίδια αναψυχής, και αυτήν τη φορά οι Στόουν θα έλειπαν για δέκα μέρες, πρώτα στο Σαϊέν και έπειτα στο Σαν Λούις για να επισκεφτούν κάτι συγγενείς. Για όσο θα έλειπαν, οι Μίλλερ θα φυλούσαν το διαμέρισμα των Στόουν, θα τάιζαν τη Γατούλα και θα πότιζαν τα φυτά.
Ο Μπιλ και ο Τζιμ έδωσαν τα χέρια έξω από το αμάξι. Η Χάριετ και η Αρλέν κρατιόντουσαν αγκαζέ και έδωσαν ένα πεταχτό φιλί στα χείλια.
«Να περάσετε καλά,» είπε ο Μπιλ στη Χάριετ.
«Αυτό είναι σίγουρο,» είπε η Χάριετ. «Κι εσείς το ίδιο».
Η Αρλέν ένευσε.
Ο Τζιμ τής έκλεισε το μάτι. «Γεια σου Αρλέν. Να προσέχεις το γέρο».
«Θα τον προσέχω,» είπε η Αρλέν.
«Να περάσετε καλά,» είπε ο Μπιλ.
«Να 'σαι σίγουρος,» είπε ο Τζιμ χτυπώντας τον Μπιλ ελαφρά στον ώμο. «Και σας ευχαριστώ και πάλι παιδιά».
Οι Στόουν τούς αποχαιρέτησαν καθώς έφευγαν και το ίδιο έκαναν και οι Μίλλερ.
«Μακάρι να 'μασταν στη θέση τους,» είπε ο Μπιλ.
«Ο Θεός ξέρει πόσο τις χρειαζόμαστε αυτές τις διακοπές,» είπε η Αρλέν. Εκείνη έφερε το χέρι του γύρω από τη μέση της καθώς ανέβαιναν στο διαμέρισμά τους.

Μετά το δείπνο η Αρλέν είπε: «Μην το ξεχάσεις. Για πρώτο βράδυ η Γατούλα έχει κονσέρβα με γεύση συκώτι». Στάθηκε μπροστά στην πόρτα της κουζίνας διπλώνοντας το τραπεζομάντιλο που της είχε αγοράσει η Χάριετ πέρυσι από το Σάντα Φε.

Ο Μπιλ πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς έμπαινε στο διαμέρισμα των Στόουν. Η ατμόσφαιρα ήταν κιόλας πνιγηρή και πλανιόταν μια αμυδρή γλυκάδα. Το ρολόι-ήλιος πάνω από την τηλεόραση έδειχνε έξι και μισή. Θυμόταν τη μέρα που είχε έρθει σπίτι τους η Χάριετ με το ρολόι, πώς είχε διασχίσει το διάδρομο για να το δείξει στην Αρλέν, κρατώντας στοργικά στην αγκαλιά της τη χάλκινη θήκη και μιλώντας του μέσα απ' το χαρτί περιτυλίγματος λες κι ήτανε μωρό.

Η Γατούλα τρίφτηκε στις παντόφλες του κι έπειτα γύρισε να φύγει αλλά αναπήδησε αμέσως μόλις είδε τον Μπιλ να κατευθύνεται προς την κουζίνα και να διαλέγει μια κονσέρβα από τη στοίβα που υπήρχε δίπλα στον αστραφτερό νεροχύτη. Άφησε τη γάτα ν΄ ασχολείται με το φαγητό της και πήγε προς το μπάνιο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έπειτα έκλεισε τα μάτια του και ξανακοιτάχτηκε. Άνοιξε το φαρμακείο. Βρήκε ένα κουτί με χάπια και διάβασε την ετικέτα- Χάριετ Στόουν. Ένα την ημέρα, κατά τις υποδείξεις- και το 'βαλε στην τσέπη του. Γύρισε πίσω στην κουζίνα, γέμισε μια κανάτα νερό και επέστρεψε στο σαλόνι. Τελείωσε με το πότισμα, απέθεσε την κανάτα στο πάτωμα και άνοιξε το μπαρ. Βρήκε Chivas Regal. Ήπιε δυο γουλιές απ' το μπουκάλι, σκουπίστηκε στο μανίκι του και έβαλε το μπουκάλι πίσω στο μπαρ.

Η Γατούλα κοιμόταν στον καναπέ. Έσβησε τα φώτα και κλείνοντας σιγά-σιγά την πόρτα τσέκαρε το σπίτι. Είχε την αίσθηση πως είχε αφήσει κάτι πίσω.
«Τί συνέβη κι άργησες τόσο;» είπε η Αρλέν. Καθόταν με τα πόδια στον καναπέ και έβλεπε τηλεόραση.
«Τίποτα, έπαιζα με τη Γατούλα,» είπε και την πλησίασε πιάνοντάς της το στήθος.
«Πάμε στο κρεβάτι, αγάπη μου» είπε.



Την επομένη ο Μπιλ ξόδεψε μόνο δέκα λεπτά από το εικοσάλεπτο απογευματινό του διάλειμμα και έφυγε στις πέντε παρά τέταρτο. Πάρκαρε το αμάξι στο πάρκινγκ ακριβώς την ώρα που η Αρλέν κατέβαινε από το λεωφορείο. Περίμενε μέχρι εκείνη να μπει στο κτίριο και τότε ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες για να την προλάβει καθώς θα έβγαινε απ' το ασανσέρ.
«Μπιλ! Θεέ μου, με τρόμαξες. Νωρίς ήρθες» είπε.
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν είχα κάτι να κάνω στη δουλειά,» είπε.
Τον άφησε ν' ανοίξει την πόρτα με το δικό της κλειδί. Κοίταξε την απέναντι πόρτα πριν μπει κι αυτός μαζί της.
«Πάμε στο κρεβάτι,» είπε.
«Από τώρα;» είπε εκείνη γελώντας. «Τί σ' έπιασε;».
«Τίποτα. Γδύσου». Την έπιασε κάπως ατσούμπαλα κι εκείνη είπε «Θεέ μου, Μπιλ!». Εκείνος έλυσε τη ζώνη του.
Αργότερα παρήγγειλαν κινέζικο και όταν ήρθε έφαγαν με όρεξη, χωρίς να μιλούν, ακούγοντας δίσκους.
«Να μην ξεχάσουμε να ταΐσουμε τη Γατούλα,» είπε εκείνη.
«Κι εγώ αυτό σκεφτόμουν τώρα,» είπε εκείνος. «Πάω τώρα μάλιστα».



Διάλεξε μια κονσέρβα με γεύση ψαριού και έπειτα γέμισε την κανάτα και πήγε να ποτίσει. Όταν γύρισε στην κουζίνα η γάτα γρατζουνούσε το κουτί της άμμου της. Τον κοίταξε επίμονα και έπειτα γύρισε και πάλι στην άμμο της. Άνοιξε όλα τα ντουλάπια και περιεργάστηκε τις κονσέρβες, τα δημητριακά, τα κουτιά με τα φαγητά, τα ποτήρια για το κοκτέιλ και για το κρασί, τα γυαλικά, τα κατσαρολικά και τα τηγάνια. Άνοιξε το ψυγείο. Μύρισε το σέλινο, έφαγε δυο μπουκιές τσένταρ και άρχισε να μασουλάει ένα μήλο καθώς κατευθυνόταν στο δωμάτιο. Το κρεβάτι έμοιαζε τεράστιο, με ένα άσπρο χνουδωτό σκέπασμα να φτάνει ώς το πάτωμα. Άνοιξε το συρτάρι ενός κομοδίνου, βρήκε ένα μισοάδειο πακέτο τσιγάρα και το έχωσε στην τσέπη του. Έπειτα προχώρησε προς την ντουλάπα και πήγε να την ανοίξει όταν άκουσε όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην μπροστινή πόρτα. Έκανε μια στάση στο μπάνιο και τράβηξε το καζανάκι. «Τί συνέβη κι άργησες τόσο»; είπε η Αρλέν. «Είσαι εδώ πάνω από μια ώρα».
«Αλήθεια;» είπε εκείνος.
«Ναι,» είπε εκείνη.
«Έπρεπε να πάω στην τουαλέτα» είπε εκείνος.
«Έχουμε και στο σπίτι τουαλέτα» είπε εκείνη.
«Δεν κρατιόμουν» είπε εκείνος.
Το βράδυ ξανάκαναν έρωτα.

Το πρωί έβαλε την Αρλέν να τηλεφωνήσει στη δουλειά του. Έκανε ντους, ντύθηκε και ετοίμασε ένα ελαφρύ πρωινό. Δοκίμασε να ξεκινήσει ένα βιβλίο. Βγήκε μια βόλτα και ένιωσε καλύτερα. Μα, μετά από λίγο, με τα χέρια ακόμα μες στις τσέπες, επέστρεψε στο διαμέρισμα. Σταμάτησε στην πόρτα των Στόουν μήπως και ακούσει τον βηματισμό της γάτας. Έπειτα, πήγε προς τη δική του πόρτα και πήρε το κλειδί από την κουζίνα. Μέσα ήταν κάπως πιο δροσερά από το διαμέρισμά του και πιο σκοτεινά. Αναρωτήθηκε αν τα φυτά έπαιζαν κάποιο ρόλο στη θερμοκρασία του σπιτιού. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και έπειτα πέρασε αργά-αργά από όλα τα δωμάτια, ενώ περιεργαζόταν ό,τι κι αν έβλεπε, προσεκτικά, ένα αντικείμενο τη φορά. Είδε σταχτοδοχεία, έπιπλα, μαγειρικά σκεύη, το ρολόι. Είδε τα πάντα. Τέλος, μπήκε στο υπνοδωμάτιο και η γάτα ήρθε και κάθισε στα πόδια του. Τη χάιδεψε μια φορά, την πήγε στο μπάνιο και έκλεισε την πόρτα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και το βλέμμα του χάθηκε στο ταβάνι. Έμεινε ξαπλωμένος για λίγο, με τα μάτια κλειστά, και έπειτα έβαλε το χέρι του κάτω από τη ζώνη του. Προσπάθησε να θυμηθεί τι μέρα ήταν. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε θα γύριζαν οι Στόουν και μετά αναρωτήθηκε αν πράγματι θα επέστρεφαν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε τα πρόσωπά τους, ούτε το πώς μιλούσαν ούτε το πώς ντύνονταν. Αναστέναξε και σηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι για να γείρει προς την τουαλέτα και να κοιταχτεί στον καθρέφτη.
Άνοιξε την ντουλάπα και διάλεξε ένα χαβανέζικο πουκάμισο. Περιεργαζόταν μέχρι που βρήκε μια βερμούδα, άψογα σιδερωμένη, κρεμασμένη πάνω από ένα καφέ τουίλ παντελόνι. Έβγαλε τα ρούχα του και φόρεσε τη βερμούδα και το πουκάμισο. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πήγε στο σαλόνι, έβαλε ένα ποτό και το ήπιε στη διαδρομή για το δωμάτιο. Έβαλε ένα μπλε πουκάμισο, ένα μαύρο κοστούμι, μια γαλανόλευκη γραβάτα και μαύρα όξφορντς παπούτσια. Το ποτήρι του είχε αδειάσει και πήγε να βάλει ακόμα ένα ποτό.

Πίσω στο δωμάτιο, κάθισε σε μια καρέκλα, σταύρωσε τα πόδια του και χαμογέλασε παρατηρώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη. Το τηλέφωνο χτύπησε δυο φορές και σταμάτησε. Ήπιε το ποτό κι έβγαλε το κοστούμι. Ψαχούλεψε τα πάνω συρτάρια μέχρι που βρήκε ένα κυλοτάκι και ένα σουτιέν. Φόρεσε το κιλοτάκι και κούμπωσε το σουτιέν κι έπειτα έψαξε στην ντουλάπα μήπως βρει κανένα φουστάνι. Φόρεσε μια ασπρόμαυρη καρό φούστα και προσπάθησε να κλείσει το φερμουάρ. Έβαλε και μια μπορντό μπλούζα με μπροστινό κούμπωμα. Σκέφτηκε να βάλει και τα παπούτσια μα κατάλαβε ότι δε θα του έκαναν. Για πολλή ώρα κοιτούσε έξω από το παράθυρο του σαλονιού, πίσω από την κουρτίνα. Έπειτα γύρισε πίσω στο δωμάτιο και τα έβαλε όλα στη θέση τους.



Εκείνος δεν πεινούσε. Ούτε κι εκείνη έφαγε πολύ. Κοιτάχτηκαν με αμηχανία και χαμογέλασαν. Σηκώθηκε από το τραπέζι, ελέγχοντας εάν το κλειδί ήταν στο ράφι και μετά έπλυνε στα γρήγορα τα πιάτα. Εκείνος καθόταν μπροστά στην πόρτα της κουζίνας και κάπνιζε ένα τσιγάρο και την είδε να παίρνει το κλειδί.
«Εσύ χαλάρωσε, θα πάω εγώ απέναντι» είπε εκείνη. «Διάβασε καμιά εφημερίδα ή δεν ξέρω κι εγώ τι». Έσφιξε το κλειδί στο χέρι της. Του είπε πως τής φαινόταν κουρασμένος.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις ειδήσεις. Διάβασε μια εφημερίδα και μετά άνοιξε την τηλεόραση. Τελικά πήγε μέχρι απέναντι. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
«Εγώ είμαι. Είσαι ακόμα μέσα αγάπη μου;» φώναξε.
Μετά από λίγο η πόρτα άνοιξε και η Αρλέν βγήκε εξώ και την έκλεισε πίσω της.
«Έλειπα τόση ώρα...» είπε.
«Ε, ναι...» είπε εκείνος.
«Ω, αλήθεια;» είπε. «Υποθέτω πως θα έπαιζα με τη Γατούλα».
Εκείνος την περιεργάστηκε και εκείνη απέστρεψε το βλέμμα της πιάνοντας ακόμα το πόμολο της πόρτας.
«Πλάκα έχει,» είπε εκείνη. «Ξέρεις να μπαίνεις έτσι στο σπίτι κάποιου άλλου».
Εκείνος ένευσε, της πήρε το χέρι από το πόμολο και την πήγε προς τη δική τους πόρτα. Μπήκαν σπίτι τους.
«Ναι, πλάκα έχει» είπε.
Παρατήρησε πως κρεμόταν λίγο λευκό χνούδι από την άκρη του πουλόβερ της και τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα. Άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό και στα μαλλιά. Και εκείνη γύρισε για να τον φιλήσει κι αυτή.
«Ω, γαμώτο» είπε. «Γαμώτο μου» είπε εκείνη τραγουδιστά , χτυπώντας τα χέρια της σαν μικρό κοριτσάκι. «Μόλις θυμήθηκα. Ξέχασα εντελώς αυτό πυ ήθελα να κάνω εκεί. Ούτε τη Γατούλα τάισα, ούτε πότισα τα λουλούδια». Τον κοίταξε. «Χαζομάρα μου, ε;».
«Δεν το νομίζω,» είπε εκείνος. «Κάτσε ένα λεπτό να πάρω τα τσιγάρα μου και πάμε μαζί». Περίμενε μέχρι εκείνος να κλείσει και να κλειδώσει την πόρτα, τον έπιασε από τον ώμο και είπε « Μάλλον πρέπει να στο πω. Βρήκα κάτι φωτογραφίες». Εκείνος σταμάτησε στη μέση της διαδρομής, «Τί φωτογραφίες;». «Θα δεις και μόνος σου» είπε και τον κοίταξε.
«Χωρίς πλάκα». Χαμογέλασε πλατιά. «Πού;».
«Σ' ένα συρτάρι» είπε εκείνη.
«Χωρίς πλάκα» είπε εκείνος.
Κι έπειτα εκείνη είπε: «Ίσως να μην ξαναγυρίσουν,» και έμεινε έκπληκτη από τα ίδια της τα λόγια.
«Θα μπορούσε να συμβεί κι αυτό» είπε εκείνος. «Όλα είναι πιθανά».
«Όμως, μπορεί και να γυρίσουν...» μα δεν τελείωσε τη φράση της.

Περπάτησαν χέρι-χέρι το σύντομο δρομάκι μέχρι το απέναντι σπίτι και όταν της μίλησε, εκείνη μετά βίας άκουγε τη φωνή του.
«Το κλειδί» είπε. «Δώσ΄το μου.»
«Τί;» είπε. Κάρφωσε το βλέμμα της στην πόρτα.
«Το κλειδί. Εσύ το 'χεις».
«Θεέ μου. Το άφησα από μέσα».
Εκείνος προσπάθησε να γυρίσει το πόμολο. Ήταν κλειδωμένα. Το προσπάθησε κι εκείνη. Δεν γύρισε. Το στόμα της ήταν ανοιχτό και η αναπνοή της βαριά, γεμάτη λαχτάρα. Άνοιξε την αγκαλιά του και εκείνη βυθίστηκε μέσα της.
«Μην ανησυχείς,» τής είπε στ' αυτί. «Για τ' όνομα του Θεού, μην ανησυχείς».
Κάθισαν εκεί. Κρατιόντουσαν. Έγειραν στην πόρτα σαν σε θύελλα και σφιχταγκαλιάστηκαν.

Ζωγράφος
Ζωγράφος

Posts : 6
Join date : 2016-08-29
Age : 24

Back to top Go down

Ρέιμοντ Κάρβερ-Γείτονες (Neighbors) Empty Re: Ρέιμοντ Κάρβερ-Γείτονες (Neighbors)

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Sun 09 Jul 2017, 4:02 pm

Υπέροχο cheers cheers cheers cheers cheers
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Back to top


 
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum