Αλέξης Πολίτης: Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος 1830-1880: Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, πνευματική κίνηση, αναγνώστες
Page 1 of 1
Αλέξης Πολίτης: Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος 1830-1880: Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, πνευματική κίνηση, αναγνώστες
Η μελέτη χωρίζεται σε πέντε μέρη, ακολουθώντας το χρονολογικό διαχωρισμό σε πέντε δεκαετίες:
Από το 1831 ως το 1840, το πρώτο μέρος τιτλοφορείται "Στους μονοδρόμους του παράφορου ρομαντισμού". Από το 1841 ως το 1850 έχουμε τον τίτλο "Η Χαλαρή στασιμότητα", η τρίτη δεκαετία 1851 -1860: Εθνικές κρίσεις και σκλήρυνση της ιδεολογίας", η τέταρτη δεκαετία 1861-1870: "Πολιτικές αδράνειες ψυχικά άλγη και αύξηση του κοινού" και κλείνει με την πέμπτη και τελευταία δεκαετία από το 1871 ως το 1880 με τίτλο "Σε καινούργια τροχιά" οπότε έχουμε την εμφάνισης πλέον της Νέας Αθηναϊκής Σχολή με τον Παλαμά κτλ. Η μελέτη διαθέτει επίσης μια υποτυπώδη - γενική βιβλιογραφία και χρηστικό επίμετρο.
Εξαρχής ο συγγραφέας μας δίνει τη γενική εικόνα της εποχής και τους κυριότερους εκπροσώπους της, εστιάζει κυρίως σε μια τριάδα Αθηναίων Φαναριωτών (οι οποίοι θα συνεχίσουν να επηρεάζουν και να παράγουν και μέσα στις επόμενες δεκαετίες):
"Το έντονο ανατρεπτικό κλίμα του γαλλικού Ρομαντισμού και οι παθητικοί του τόνοι εντυπωσίασαν τους νεαρούς γόνους των ισχυρών φαναριώτικων οικογενειών όταν, από τα μέσα της δεκαετίας του 1820, βρέθηκαν στην Ευρώπη. Ο Παναγιώτης και ο Αλέξανδρος Σούτσος, ο εξάδερφός τους Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, δέχτηκαν ευφρόσυνα ετούτο το ορμητικό ρεύμα που εκπροσωπούσε επαναστατικά και τις καλλιτεχνικές και τις πολιτικές τους διαθέσεις. Νέοι, γεννημένοι σε πλούσια περιβάλλοντα, σίγουροι για τις ικανότητές τους, άρχισαν, ενόσω ζούσαν ακόμα στην Ευρώπη, να ρίχνουν ευφάνταστες εμπνεύσεις στο χαρτί, κι επιστρέφοντας στην Ελλάδα γύρεψαν να θεμελιώσουν την ηγετική θέση που διεκδικούσαν". (σελ. 28)
Ενδεικτικά απαριθμώ στα έργα της εποχής το ποίημα "Δήμος και Ελένη του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, γραμμένο στη δημοτική, τη θεατρική σάτιρα του Αλέξανδρου Σούτσου με τίτλο "Ο Άσωτος", τον "Οδοιπόρο", ποίημα του Παναγιώτη Σούτσου. Σε πεζό λόγο το 1834 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Ο Λέανδρος" του Παναγιώτη Σούτσου κτλ.
Οι περισσότεροι αναγνώστες είτε διάβαζαν ξένα ρομαντικά μυθιστορήματα από το πρωτότυπο είτε (ειδικά αργότερα μέσα στις επόμενες δεκαετίες, αναζητούσαν τις ελληνικές μεταφράσεις τους, που σταδιακά άρχισαν να πληθαίνουν). Γράφονται επίσης και διάφορες κωμωδίες, κυρίως (αλλά όχι πάντα) προορισμένες να διαβαστούν και όχι να παιχτούν, όπως του Μιχαήλ Χουρμούζη "Ο Υπάλληλος", "Ο τυχοδιώκτης"και του Δημητρίου Βυζάντιου η "Βαβυλωνία" που θίγει με τρόπο χιουμοριστικό το γλωσσικό ζήτημα.
Σχετικά με τα αφηγηματικά ποιήματα (μεγάλης ή μικρότερης έκτασης), φαίνεται πως ακολουθούν ένα στερεοτυπικό μοτίβο ενός αγνού και ανολοκλήρωτου έρωτα που, θύμα εξωτερικών εμποδίων, καταλήγει σε περιπλανήσεις και περιπέτειες των ηρώων οι οποίες ορισμένως, αλλά όχι πάντα, σχετίζονται με τον Αγώνα του 1821 και το συμπέρασμα του Πολίτη συνοψίζεται στο εξής:
"Το ρεύμα του Ρομαντισμού είναι κάπως το εξωτερικό περίβλημα, η συμμόρφωση με τα λογοτεχνικά πρότυπα. Στην ελλαδική του εκδοχή, η σύνδεση με την αρχαιότροπη γλώσσα και με την εθνική και κοινωνική ευθύνη που στην ουσία ήταν ένα πράγμα, μας οδήγησε σε έναν ρομαντικό νεοκλασικισμό". σελ 83
Ο συγγραφέας στο αφήγημά του εντοπίζει ένα ορισμένο ερμηνευτικό κλειδί και βασισμένος σε αυτό επισκοπεί και κρίνει όλα τα κείμενα που παρουσιάζει:
"Οι κάτοικοι των Αθηνών βιώνουν ένα "χρέος", οφείλουν, ως Έλληνες, να είσαι ίσοι τουλάχιστον με τους Ευρωπαίους - το χρέος όμως και η αρχαία κληρονομιά τους συνθλίβει, εμποδίζει τα απλά, τα κανονικά βήματα.
Και στην επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με την προσέγγιση που επιλέγει ο συγγραφέας, για να παρουσιάσει και να κρίνει τα έργα της εποχής δύο είναι τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά: "Ή πατριωτικός οίστρος ή διαρκές κλαυθμύρισμα. Τα παραμόνιμα χαρακτηριστικά του αθηναϊκού ρομαντισμού". σελ. 137.
Ο Παναγιώτης Σούτσος συνεχίζει με ποιήματα και λυρικά δράματα, Ο Κωνσταντίνος Χαντσερής εκδίδει μια ποιητική ανθολογία, ο Γρηγόριος Παλαιολόγος εκδίδει το μυθιστόρημα " Ο Ζωγράφος", ο Αλέξανδρος Σούτσος κάποιες κωμωδίες "Ο Πρωθυπουργός και ο ατίθασος ποιητής", Ο Ραγκαβής έργα όπως "Του Κουτρούλη ο γάμος", "Ο αυθέντης του Μωρέως" "Ο συμβολαιογράφος" κτλ. Τα παραπάνω είναι ενδεικτικές αναφορές, για να δώσω μια γενική εικόνα των όσων παρατίθενται, ανά δεκαετία.
Επίσης τα περιοδικά "Ευτέρπη και "Πανδώρα" κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στο Αθηναϊκό σκηνικό.
Ο Πολίτης ασχολείται όχι μόνο με τους μείζονες λογοτέχνες της εποχής αλλά και με τους ελάσσονες. Καταγράφει και σχολιάζει το σύνολο της βιβλιοπαραγωγής και συχνά παραθέτει και κάποιες πληροφορίες για τις κυριότερες μεταφράσεις που κυκλοφόρησαν ανά δεκαετία. Εστιάζει κυρίως σε Αθηναϊκές εκδόσεις, αλλά όπου κρίνει απαραίτητο παραπέμπει και σε βιβλία που είχαν εκδοθεί στη Σύρο, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο, το Παρίσι κτλ.
Από την τρίτη δεκαετία ξεκινάει ο ποιητικός διαγωνισμός του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1851 ως το 1877, περιλαμβάνει και χρηματικό έπαθλο και χρηματοδοτείται αρχικά από τον Αμβρόσιο Ράλλη και στη συνέχεια από τον Ιωάννη Βουτσινά (έμποροι του εξωτερικού). Η κρίση της επιτροπής που διένειμε τα βραβεία και τους επαίνους δημοσιευόταν στο περιοδικό "Πανδώρα" και γενικά ο θεσμός είχε απήχηση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Ο Πολίτης καίτοι αποδέχεται τη σημασία του νέου θεσμού, στην ουσία τον απαξιώνει:
"ελάχιστα έργα αντέχουν στα δικά μας μάτια, και μόλις δέκα ή δεκαπέντε από τα υπόλοιπα είχαν κάποιο ρόλο στην εξελικτική πορεία της λογοτεχνίας. Ούτε όμως και έξω από τον διαγωνισμό είχαμε τίποτα άξιο λόγου, αν δεν λογαριάσουμε τους επτανήσιους ενώ από την άλλη μεριά βλέπουμε πως συνολικά έλαβαν μέρος 150 πρόσωπα με κάτι λιγότερο από 500 ποιήματα". σελ. 150
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ξεκίνησε στα 1853 να δημοσιεύει την "Ιστορία του ελληνικού έθνους" όπου βλέπει το Βυζάντιο ως τμήμα της ευρύτερης ελληνικής ιστορίας. Η άποψη του Πολίτη για το έργο:
"Ούτε η συνολική αφήγησή του, ούτε τα πορίσματα είναι πια αποδεκτά από τους σημερινούς ιστορικούς, αλλά το κύρος του στη κοινή γνώμη δεν οφείλεται μονάχα στην επιβίωση των εθνικών ιδεολογημάτων και των "θελκτικών μύθων" παρά και στις αρετές ενός λαμπρά στημένου οικοδομήματος" σελ. 371
Στα τέλη του 1853 ξεκίνησε να κυκλοφορεί επίσης η "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως" του Σπυρίδωνα Τρικούπη, τέσσερις τόμοι των οποίων η έκδοση ολοκληρώθηκε στα 1857, στο Λονδίνο.
Ενδεικτικά αναφέρω κάποιους λογοτέχνες της συγκεκριμένης δεκαετίας που απαριθμούνται στη μελέτη:
Γεώργιος Ζαλοκώστας (για το ποίημα "Το Μεσολόγγιον¨" πήρε το πρώτο βραβείο στο ποιητικό διαγωνισμό του 1851), Στέφανος Κουμανούδης "Στράτης Καλοπίχειρος" (αφηγηματικό ποίημα), Παναγιώτης Σούτσος "Ευθύμιος Βλαχάβας"(αφηγηματικό ποίημα), Αλέξανδρος Σούτσος "Το Συνταγματικόν σχολείον" (κωμωδία), Σπυρίδων Ζαμπέλιος "Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος" (συλλογή δημοτικών τραγουδιών), Γεώργιος Τερτσέτης, "Κορίννα και Πίνδαρος" (ποίημα), Λέων Μελάς "Ο Γεροστάθης" (πεζογράφημα), Δημήτρης Βερναρδάκης "Εικασία" (αφηγηματικό ποίημα) Αριστοτέλης Βαλαωρίτης "Η κυρά Φροσύνη", Ο Παύλος Καλλιγάς άρχισε να δημοσιεύει στην "Πανδώρα" στα 1855 το πεζογράφημα "Θάνος Βλέκας"κτλ.
Σταδιακά κάνουν την εμφάνισή τους ελαφρά, ρομαντικά μυθιστορήματα τα οποία ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως εξής:
"Τα περισσότερα αφηγήματα εμπνέονται από μια ερωτική υπόθεση, σύγχρονη ή λίγο παλαιότερη από το χρόνο συγγραφής. Τα περισσότερα είναι έργα νεανικά (συχνά ανώνυμα ή με τα αρχικά του συντάκτη) και αδέξια σε υπερβολικό βαθμό."
Η τέταρτη δεκαετία από το 1861 έως το 1870, σημαδεύεται από τα γεγονότα της έξωσης του Όθωνα και την Κρητική Επανάσταση του 1866-1869, την αύξηση της επιρροής των μεσαίων αστικών στρωμάτων όπως εκδηλώνεται με την δημιουργία λογής συλλόγων.
Στα 1861 κυκλοφορεί η "Η ηρωίς της ελληνικής επαναστάσεως" του Στέφανου Ξένου, στα 1862 -63 μεταφράζονται σε τέσσερις τόμους "Οι Άθλιοι" του Βίκτωρος Ουγκώ από τον Ιωάννη Σκυλίτση, στα 1862 κυκλοφορεί η νουβέλα του Κωνσταντίνου Ράμφου με τίτλο "Ο Κατσαντώνης" και το "Αι τελευταία ημέραι του Αλή Πασά". Στα 1862 ο Στέφανος Ξένος εκδίδει ένα μυθιστόρημα 568 σελίδων με τίτλο "Ο Διάβολος εν Τουρκία" που είχε δημοσιευθεί αρχικά στα αγγλικά, στο Λονδίνο στα 1851.
Ο αριθμός των πεζογραφημάτων αυξάνεται. Πέρα από κάποιες εξαιρέσεις (αναφέρει τους Ραγκαβή, Ράμφο, Ξένο) τα υπόλοιπα ο Πολίτης τα χαρακτηρίζει ως "ασήμαντα και αδέξια". Στην κριτική του σχετικά με αυτά παραθέτει:
"Η κατασκευή τους είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Διαβάζοντας ένα, είναι σαν να τα έχεις διαβάσει όλα. Εύκολες και ευτελείς περιγραφές [...] υπερεκχειλίζουσα κακία ή καλοσύνη των χαρακτήρων [...] συρροή απίστευτων βιαιοτήτων, ακραίες καταστάσεις που δεν δύνανται να εκφραστούν "δια καλάμου", διάλογοι ατελείωτοι και ανούσιοι, έτσι για να γεμίζουν οι σελίδες, και έρωτας, έρωτας με το τσουβάλι [....] Οι συγγραφείς των κειμένων είναι στην πλειοψηφία τους νεαροί και άπειροι. Πολύ συχνά μάλιστα δεν ξαναεμφανίζονται στο εκδοτικό τοπίο: διαβλέπουμε παντού τις απέλπιδες προσπάθειες να μιμηθούν τα μεταφρασμένα μυθιστορήματα που διάβασαν". σελ. 259- 260
Έγραφαν με σκοπό το κέρδος; Όχι, σύμφωνα με την κριτική του Πολίτη:
"Σκοπεύουν στο ύψος, στο μεγαλείο και στο πένθος" [....] Το είναι δεν γοήτευε. Από τη λογοτεχνία γυρεύαμε το "φαίνεσθαι" κι έτσι βρισκόταν σε ηθελημένη διάσταση με τη πραγματικότητα. Ετούτη άλλωστε η επίμονη απαίτηση για ύψος (γλωσσικό και ηθικό) και για ελληνικές αξίες ήταν οι συμπληγάδες πέτρες της δημιουργικότητας σε όλη την περίοδο που εξετάζουμε - ελάχιστοι κατάφεραν να τις διασχίσουν [....] Αν θέλετε μια αφοριστική κουβέντα, αυτοί οι υψηλοί στόχοι, αυτή η μεγάλη ιδέα που είχαμε για τον εαυτό μας, αυτή είναι που έπνιγε από γεννησιμιού τους το 95 με 99% των κειμένων που έφταναν στους τυπογράφους". σελ. 260-1
Από ένα σημείο και μετά αυτό περί του πόσο μεγάλη ιδέα είχαν οι Έλληνες για τους εαυτούς τους ο Πολίτης το επαναλαμβάνει ως επωδό για να ερμηνεύσει οποιοδήποτε περιστατικό ή φαινόμενο που περιγράφει στο έργο του. Πέρα από το ότι γίνεται κουραστικός, δεν προχωράει την κριτική του πέρα από αυτό. Δεν αισθάνομαι πως πέτυχε να μου δώσει, μια πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα της εποχής που καλύπτει η μελέτη του.
Αν αυτά τα βιβλία ήταν γραμμένα από νεαρούς και μαθητές που ήθελαν να βιώσουν την εμπειρία της συγγραφής, εντάξει, λογικό είναι να είναι αδέξια ως εφηβικά και νεανικά σκαριφήματα. Δεν χρειάζεται ακόμα και αυτό να πρέπει να το ανάγουμε στο πλαίσιο κάποιας εθνικής παθογένειας. Έλεος πια. Ας ηρεμήσουμε λίγο. Το κείμενο του Πολίτη βρίθει από τέτοιου είδους "αφορισμούς" σημάδια μιας παρωχημένης πολιτικής στράτευσης.
Μέσα σε αυτήν την δεκαετία, έχουμε εκτός των άλλων και την πρώτη Αθηναϊκή έκδοση των Ωδών του Κάλβου, ένα νέο περιοδικό η "Εθνική Βιβλιοθήκη" ξεκινάει το 1865 και θα συνεχίσει ως το 1873, στα 1865 έχουμε την κυκλοφορία της Πάπισσας Ιωάννας από το Εμμανουήλ Ροΐδη, έχουμε το ποίημα "Διονύσου πλους", του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, ο Άγγελος Βλάχος δημοσιεύει το θεατρικό μονόπρακτο "Η κόρη του Παντοπώλου" ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης δημοσιεύει τον "Αθανάση Διάκο" και τον "Αστραπόγιαννο" (αφηγηματικά ποιήματα) στα 1870 κυκλοφορεί "Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι" του Χαρίλαου Δημόπουλου κτλ.
Μια νέα γενιά ποιητών με επικεφαλής τον Αχιλλέα Παράσχο, Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, Κλέωνα Ραγκαβή κάνει την εμφάνισή της:
"Στράφηκαν οργισμένοι κατά της κοινωνίας, κι ακόμα περισσότερο κατά της ίδιας της ζωής. Ένας νεοφανής τρόπος ανάδειξης του βασανισμένου εγώ, όχι πια τόσο του συλλογικού παρά του ατομικού. Ο Πεσσιμισμός αρχίζει να βαραίνει περισσότερο από τον πατριωτισμό, δίχως ωστόσο να τον εκτοπίζει ολότελα". σελ. 275.
Φτάνοντας στην τελευταία δεκαετία, όπου σημειώνεται αύξηση πληθυσμιακή, οικονομική ανάπτυξη, αστικοποίηση, συνεπώς και διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού. Είναι η εποχή όπου ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος δημοσιεύει το ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο "Οι Κρητικοί Γάμοι" ο "Γοργός Ιέραξ" του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή έχει ως θέμα του τους Ινδιάνους της Αμερικής, ο Κωνσταντίνος Σάθας αρχίζει στα 1872 να δημοσιεύει τη "Μεσαιωνική βιβλιοθήκη" (επτά τόμοι συνολικά), δημοσιεύεται ο "Λουκής Λάρας" Δημήτριου Βικέλα, ο Ιάκωβος Πολυλάς ξεκινάει να δημοσιεύει τη μετάφραση της "Οδύσσειας", στα 1879 ξεκινάει η έκδοση του περιοδικού "Η διάπλασις των παίδων", μεταφράζεται η Νανά του Ζολά από τον Ιωάννη Καμπούρογλου κτλ.
Για τον ποιητή Γεώργιο Σουρή, ο Πολίτης έχει αρνητική άποψη:
"Σήμερα μας είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε, όχι τη δημοτικότητα που κέρδισε - αυτήν την ξέρουμε -, μα ότι οι σύγχρονοί του, εννοώ και οι διανοούμενοι, τον λογάριαζαν για άξιο λόγου ποιητή, όπως και για απόλυτα σοβαρό και ώριμο κριτή της γύρω του πραγματικότητας". σελ. 357
Το ενδιαφέρον στην εργασία του Πολίτη συνίσταται κυρίως στο ότι, ακριβώς επειδή καταγράφει τη σύνολη κατά έτος βιβλιοπαραγωγή, μας δίνει πληροφορίες, συγγραφείς και τίτλους, συχνά και εκτενείς ή συντομότερες περιλήψεις, για ελάσσονες συγγραφείς ελαφρών, ρομαντικών βιβλίων. Κατά τα άλλα δεν θεωρώ πως έμαθα κάτι νέο, θα μπορούσα απλούστατα να είχα ξαναδιαβάσει τις αντίστοιχες σελίδες από την " Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" του θείου του (του Λίνου) και να ξεμπέρδευα σε δέκα λεπτά.
Από το 1831 ως το 1840, το πρώτο μέρος τιτλοφορείται "Στους μονοδρόμους του παράφορου ρομαντισμού". Από το 1841 ως το 1850 έχουμε τον τίτλο "Η Χαλαρή στασιμότητα", η τρίτη δεκαετία 1851 -1860: Εθνικές κρίσεις και σκλήρυνση της ιδεολογίας", η τέταρτη δεκαετία 1861-1870: "Πολιτικές αδράνειες ψυχικά άλγη και αύξηση του κοινού" και κλείνει με την πέμπτη και τελευταία δεκαετία από το 1871 ως το 1880 με τίτλο "Σε καινούργια τροχιά" οπότε έχουμε την εμφάνισης πλέον της Νέας Αθηναϊκής Σχολή με τον Παλαμά κτλ. Η μελέτη διαθέτει επίσης μια υποτυπώδη - γενική βιβλιογραφία και χρηστικό επίμετρο.
Εξαρχής ο συγγραφέας μας δίνει τη γενική εικόνα της εποχής και τους κυριότερους εκπροσώπους της, εστιάζει κυρίως σε μια τριάδα Αθηναίων Φαναριωτών (οι οποίοι θα συνεχίσουν να επηρεάζουν και να παράγουν και μέσα στις επόμενες δεκαετίες):
"Το έντονο ανατρεπτικό κλίμα του γαλλικού Ρομαντισμού και οι παθητικοί του τόνοι εντυπωσίασαν τους νεαρούς γόνους των ισχυρών φαναριώτικων οικογενειών όταν, από τα μέσα της δεκαετίας του 1820, βρέθηκαν στην Ευρώπη. Ο Παναγιώτης και ο Αλέξανδρος Σούτσος, ο εξάδερφός τους Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, δέχτηκαν ευφρόσυνα ετούτο το ορμητικό ρεύμα που εκπροσωπούσε επαναστατικά και τις καλλιτεχνικές και τις πολιτικές τους διαθέσεις. Νέοι, γεννημένοι σε πλούσια περιβάλλοντα, σίγουροι για τις ικανότητές τους, άρχισαν, ενόσω ζούσαν ακόμα στην Ευρώπη, να ρίχνουν ευφάνταστες εμπνεύσεις στο χαρτί, κι επιστρέφοντας στην Ελλάδα γύρεψαν να θεμελιώσουν την ηγετική θέση που διεκδικούσαν". (σελ. 28)
Ενδεικτικά απαριθμώ στα έργα της εποχής το ποίημα "Δήμος και Ελένη του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, γραμμένο στη δημοτική, τη θεατρική σάτιρα του Αλέξανδρου Σούτσου με τίτλο "Ο Άσωτος", τον "Οδοιπόρο", ποίημα του Παναγιώτη Σούτσου. Σε πεζό λόγο το 1834 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Ο Λέανδρος" του Παναγιώτη Σούτσου κτλ.
Οι περισσότεροι αναγνώστες είτε διάβαζαν ξένα ρομαντικά μυθιστορήματα από το πρωτότυπο είτε (ειδικά αργότερα μέσα στις επόμενες δεκαετίες, αναζητούσαν τις ελληνικές μεταφράσεις τους, που σταδιακά άρχισαν να πληθαίνουν). Γράφονται επίσης και διάφορες κωμωδίες, κυρίως (αλλά όχι πάντα) προορισμένες να διαβαστούν και όχι να παιχτούν, όπως του Μιχαήλ Χουρμούζη "Ο Υπάλληλος", "Ο τυχοδιώκτης"και του Δημητρίου Βυζάντιου η "Βαβυλωνία" που θίγει με τρόπο χιουμοριστικό το γλωσσικό ζήτημα.
Σχετικά με τα αφηγηματικά ποιήματα (μεγάλης ή μικρότερης έκτασης), φαίνεται πως ακολουθούν ένα στερεοτυπικό μοτίβο ενός αγνού και ανολοκλήρωτου έρωτα που, θύμα εξωτερικών εμποδίων, καταλήγει σε περιπλανήσεις και περιπέτειες των ηρώων οι οποίες ορισμένως, αλλά όχι πάντα, σχετίζονται με τον Αγώνα του 1821 και το συμπέρασμα του Πολίτη συνοψίζεται στο εξής:
"Το ρεύμα του Ρομαντισμού είναι κάπως το εξωτερικό περίβλημα, η συμμόρφωση με τα λογοτεχνικά πρότυπα. Στην ελλαδική του εκδοχή, η σύνδεση με την αρχαιότροπη γλώσσα και με την εθνική και κοινωνική ευθύνη που στην ουσία ήταν ένα πράγμα, μας οδήγησε σε έναν ρομαντικό νεοκλασικισμό". σελ 83
Ο συγγραφέας στο αφήγημά του εντοπίζει ένα ορισμένο ερμηνευτικό κλειδί και βασισμένος σε αυτό επισκοπεί και κρίνει όλα τα κείμενα που παρουσιάζει:
"Οι κάτοικοι των Αθηνών βιώνουν ένα "χρέος", οφείλουν, ως Έλληνες, να είσαι ίσοι τουλάχιστον με τους Ευρωπαίους - το χρέος όμως και η αρχαία κληρονομιά τους συνθλίβει, εμποδίζει τα απλά, τα κανονικά βήματα.
Και στην επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με την προσέγγιση που επιλέγει ο συγγραφέας, για να παρουσιάσει και να κρίνει τα έργα της εποχής δύο είναι τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά: "Ή πατριωτικός οίστρος ή διαρκές κλαυθμύρισμα. Τα παραμόνιμα χαρακτηριστικά του αθηναϊκού ρομαντισμού". σελ. 137.
Ο Παναγιώτης Σούτσος συνεχίζει με ποιήματα και λυρικά δράματα, Ο Κωνσταντίνος Χαντσερής εκδίδει μια ποιητική ανθολογία, ο Γρηγόριος Παλαιολόγος εκδίδει το μυθιστόρημα " Ο Ζωγράφος", ο Αλέξανδρος Σούτσος κάποιες κωμωδίες "Ο Πρωθυπουργός και ο ατίθασος ποιητής", Ο Ραγκαβής έργα όπως "Του Κουτρούλη ο γάμος", "Ο αυθέντης του Μωρέως" "Ο συμβολαιογράφος" κτλ. Τα παραπάνω είναι ενδεικτικές αναφορές, για να δώσω μια γενική εικόνα των όσων παρατίθενται, ανά δεκαετία.
Επίσης τα περιοδικά "Ευτέρπη και "Πανδώρα" κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στο Αθηναϊκό σκηνικό.
Ο Πολίτης ασχολείται όχι μόνο με τους μείζονες λογοτέχνες της εποχής αλλά και με τους ελάσσονες. Καταγράφει και σχολιάζει το σύνολο της βιβλιοπαραγωγής και συχνά παραθέτει και κάποιες πληροφορίες για τις κυριότερες μεταφράσεις που κυκλοφόρησαν ανά δεκαετία. Εστιάζει κυρίως σε Αθηναϊκές εκδόσεις, αλλά όπου κρίνει απαραίτητο παραπέμπει και σε βιβλία που είχαν εκδοθεί στη Σύρο, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο, το Παρίσι κτλ.
Από την τρίτη δεκαετία ξεκινάει ο ποιητικός διαγωνισμός του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1851 ως το 1877, περιλαμβάνει και χρηματικό έπαθλο και χρηματοδοτείται αρχικά από τον Αμβρόσιο Ράλλη και στη συνέχεια από τον Ιωάννη Βουτσινά (έμποροι του εξωτερικού). Η κρίση της επιτροπής που διένειμε τα βραβεία και τους επαίνους δημοσιευόταν στο περιοδικό "Πανδώρα" και γενικά ο θεσμός είχε απήχηση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Ο Πολίτης καίτοι αποδέχεται τη σημασία του νέου θεσμού, στην ουσία τον απαξιώνει:
"ελάχιστα έργα αντέχουν στα δικά μας μάτια, και μόλις δέκα ή δεκαπέντε από τα υπόλοιπα είχαν κάποιο ρόλο στην εξελικτική πορεία της λογοτεχνίας. Ούτε όμως και έξω από τον διαγωνισμό είχαμε τίποτα άξιο λόγου, αν δεν λογαριάσουμε τους επτανήσιους ενώ από την άλλη μεριά βλέπουμε πως συνολικά έλαβαν μέρος 150 πρόσωπα με κάτι λιγότερο από 500 ποιήματα". σελ. 150
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ξεκίνησε στα 1853 να δημοσιεύει την "Ιστορία του ελληνικού έθνους" όπου βλέπει το Βυζάντιο ως τμήμα της ευρύτερης ελληνικής ιστορίας. Η άποψη του Πολίτη για το έργο:
"Ούτε η συνολική αφήγησή του, ούτε τα πορίσματα είναι πια αποδεκτά από τους σημερινούς ιστορικούς, αλλά το κύρος του στη κοινή γνώμη δεν οφείλεται μονάχα στην επιβίωση των εθνικών ιδεολογημάτων και των "θελκτικών μύθων" παρά και στις αρετές ενός λαμπρά στημένου οικοδομήματος" σελ. 371
Στα τέλη του 1853 ξεκίνησε να κυκλοφορεί επίσης η "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως" του Σπυρίδωνα Τρικούπη, τέσσερις τόμοι των οποίων η έκδοση ολοκληρώθηκε στα 1857, στο Λονδίνο.
Ενδεικτικά αναφέρω κάποιους λογοτέχνες της συγκεκριμένης δεκαετίας που απαριθμούνται στη μελέτη:
Γεώργιος Ζαλοκώστας (για το ποίημα "Το Μεσολόγγιον¨" πήρε το πρώτο βραβείο στο ποιητικό διαγωνισμό του 1851), Στέφανος Κουμανούδης "Στράτης Καλοπίχειρος" (αφηγηματικό ποίημα), Παναγιώτης Σούτσος "Ευθύμιος Βλαχάβας"(αφηγηματικό ποίημα), Αλέξανδρος Σούτσος "Το Συνταγματικόν σχολείον" (κωμωδία), Σπυρίδων Ζαμπέλιος "Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος" (συλλογή δημοτικών τραγουδιών), Γεώργιος Τερτσέτης, "Κορίννα και Πίνδαρος" (ποίημα), Λέων Μελάς "Ο Γεροστάθης" (πεζογράφημα), Δημήτρης Βερναρδάκης "Εικασία" (αφηγηματικό ποίημα) Αριστοτέλης Βαλαωρίτης "Η κυρά Φροσύνη", Ο Παύλος Καλλιγάς άρχισε να δημοσιεύει στην "Πανδώρα" στα 1855 το πεζογράφημα "Θάνος Βλέκας"κτλ.
Σταδιακά κάνουν την εμφάνισή τους ελαφρά, ρομαντικά μυθιστορήματα τα οποία ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως εξής:
"Τα περισσότερα αφηγήματα εμπνέονται από μια ερωτική υπόθεση, σύγχρονη ή λίγο παλαιότερη από το χρόνο συγγραφής. Τα περισσότερα είναι έργα νεανικά (συχνά ανώνυμα ή με τα αρχικά του συντάκτη) και αδέξια σε υπερβολικό βαθμό."
Η τέταρτη δεκαετία από το 1861 έως το 1870, σημαδεύεται από τα γεγονότα της έξωσης του Όθωνα και την Κρητική Επανάσταση του 1866-1869, την αύξηση της επιρροής των μεσαίων αστικών στρωμάτων όπως εκδηλώνεται με την δημιουργία λογής συλλόγων.
Στα 1861 κυκλοφορεί η "Η ηρωίς της ελληνικής επαναστάσεως" του Στέφανου Ξένου, στα 1862 -63 μεταφράζονται σε τέσσερις τόμους "Οι Άθλιοι" του Βίκτωρος Ουγκώ από τον Ιωάννη Σκυλίτση, στα 1862 κυκλοφορεί η νουβέλα του Κωνσταντίνου Ράμφου με τίτλο "Ο Κατσαντώνης" και το "Αι τελευταία ημέραι του Αλή Πασά". Στα 1862 ο Στέφανος Ξένος εκδίδει ένα μυθιστόρημα 568 σελίδων με τίτλο "Ο Διάβολος εν Τουρκία" που είχε δημοσιευθεί αρχικά στα αγγλικά, στο Λονδίνο στα 1851.
Ο αριθμός των πεζογραφημάτων αυξάνεται. Πέρα από κάποιες εξαιρέσεις (αναφέρει τους Ραγκαβή, Ράμφο, Ξένο) τα υπόλοιπα ο Πολίτης τα χαρακτηρίζει ως "ασήμαντα και αδέξια". Στην κριτική του σχετικά με αυτά παραθέτει:
"Η κατασκευή τους είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Διαβάζοντας ένα, είναι σαν να τα έχεις διαβάσει όλα. Εύκολες και ευτελείς περιγραφές [...] υπερεκχειλίζουσα κακία ή καλοσύνη των χαρακτήρων [...] συρροή απίστευτων βιαιοτήτων, ακραίες καταστάσεις που δεν δύνανται να εκφραστούν "δια καλάμου", διάλογοι ατελείωτοι και ανούσιοι, έτσι για να γεμίζουν οι σελίδες, και έρωτας, έρωτας με το τσουβάλι [....] Οι συγγραφείς των κειμένων είναι στην πλειοψηφία τους νεαροί και άπειροι. Πολύ συχνά μάλιστα δεν ξαναεμφανίζονται στο εκδοτικό τοπίο: διαβλέπουμε παντού τις απέλπιδες προσπάθειες να μιμηθούν τα μεταφρασμένα μυθιστορήματα που διάβασαν". σελ. 259- 260
Έγραφαν με σκοπό το κέρδος; Όχι, σύμφωνα με την κριτική του Πολίτη:
"Σκοπεύουν στο ύψος, στο μεγαλείο και στο πένθος" [....] Το είναι δεν γοήτευε. Από τη λογοτεχνία γυρεύαμε το "φαίνεσθαι" κι έτσι βρισκόταν σε ηθελημένη διάσταση με τη πραγματικότητα. Ετούτη άλλωστε η επίμονη απαίτηση για ύψος (γλωσσικό και ηθικό) και για ελληνικές αξίες ήταν οι συμπληγάδες πέτρες της δημιουργικότητας σε όλη την περίοδο που εξετάζουμε - ελάχιστοι κατάφεραν να τις διασχίσουν [....] Αν θέλετε μια αφοριστική κουβέντα, αυτοί οι υψηλοί στόχοι, αυτή η μεγάλη ιδέα που είχαμε για τον εαυτό μας, αυτή είναι που έπνιγε από γεννησιμιού τους το 95 με 99% των κειμένων που έφταναν στους τυπογράφους". σελ. 260-1
Από ένα σημείο και μετά αυτό περί του πόσο μεγάλη ιδέα είχαν οι Έλληνες για τους εαυτούς τους ο Πολίτης το επαναλαμβάνει ως επωδό για να ερμηνεύσει οποιοδήποτε περιστατικό ή φαινόμενο που περιγράφει στο έργο του. Πέρα από το ότι γίνεται κουραστικός, δεν προχωράει την κριτική του πέρα από αυτό. Δεν αισθάνομαι πως πέτυχε να μου δώσει, μια πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα της εποχής που καλύπτει η μελέτη του.
Αν αυτά τα βιβλία ήταν γραμμένα από νεαρούς και μαθητές που ήθελαν να βιώσουν την εμπειρία της συγγραφής, εντάξει, λογικό είναι να είναι αδέξια ως εφηβικά και νεανικά σκαριφήματα. Δεν χρειάζεται ακόμα και αυτό να πρέπει να το ανάγουμε στο πλαίσιο κάποιας εθνικής παθογένειας. Έλεος πια. Ας ηρεμήσουμε λίγο. Το κείμενο του Πολίτη βρίθει από τέτοιου είδους "αφορισμούς" σημάδια μιας παρωχημένης πολιτικής στράτευσης.
Μέσα σε αυτήν την δεκαετία, έχουμε εκτός των άλλων και την πρώτη Αθηναϊκή έκδοση των Ωδών του Κάλβου, ένα νέο περιοδικό η "Εθνική Βιβλιοθήκη" ξεκινάει το 1865 και θα συνεχίσει ως το 1873, στα 1865 έχουμε την κυκλοφορία της Πάπισσας Ιωάννας από το Εμμανουήλ Ροΐδη, έχουμε το ποίημα "Διονύσου πλους", του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, ο Άγγελος Βλάχος δημοσιεύει το θεατρικό μονόπρακτο "Η κόρη του Παντοπώλου" ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης δημοσιεύει τον "Αθανάση Διάκο" και τον "Αστραπόγιαννο" (αφηγηματικά ποιήματα) στα 1870 κυκλοφορεί "Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι" του Χαρίλαου Δημόπουλου κτλ.
Μια νέα γενιά ποιητών με επικεφαλής τον Αχιλλέα Παράσχο, Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, Κλέωνα Ραγκαβή κάνει την εμφάνισή της:
"Στράφηκαν οργισμένοι κατά της κοινωνίας, κι ακόμα περισσότερο κατά της ίδιας της ζωής. Ένας νεοφανής τρόπος ανάδειξης του βασανισμένου εγώ, όχι πια τόσο του συλλογικού παρά του ατομικού. Ο Πεσσιμισμός αρχίζει να βαραίνει περισσότερο από τον πατριωτισμό, δίχως ωστόσο να τον εκτοπίζει ολότελα". σελ. 275.
Φτάνοντας στην τελευταία δεκαετία, όπου σημειώνεται αύξηση πληθυσμιακή, οικονομική ανάπτυξη, αστικοποίηση, συνεπώς και διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού. Είναι η εποχή όπου ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος δημοσιεύει το ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο "Οι Κρητικοί Γάμοι" ο "Γοργός Ιέραξ" του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή έχει ως θέμα του τους Ινδιάνους της Αμερικής, ο Κωνσταντίνος Σάθας αρχίζει στα 1872 να δημοσιεύει τη "Μεσαιωνική βιβλιοθήκη" (επτά τόμοι συνολικά), δημοσιεύεται ο "Λουκής Λάρας" Δημήτριου Βικέλα, ο Ιάκωβος Πολυλάς ξεκινάει να δημοσιεύει τη μετάφραση της "Οδύσσειας", στα 1879 ξεκινάει η έκδοση του περιοδικού "Η διάπλασις των παίδων", μεταφράζεται η Νανά του Ζολά από τον Ιωάννη Καμπούρογλου κτλ.
Για τον ποιητή Γεώργιο Σουρή, ο Πολίτης έχει αρνητική άποψη:
"Σήμερα μας είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε, όχι τη δημοτικότητα που κέρδισε - αυτήν την ξέρουμε -, μα ότι οι σύγχρονοί του, εννοώ και οι διανοούμενοι, τον λογάριαζαν για άξιο λόγου ποιητή, όπως και για απόλυτα σοβαρό και ώριμο κριτή της γύρω του πραγματικότητας". σελ. 357
Το ενδιαφέρον στην εργασία του Πολίτη συνίσταται κυρίως στο ότι, ακριβώς επειδή καταγράφει τη σύνολη κατά έτος βιβλιοπαραγωγή, μας δίνει πληροφορίες, συγγραφείς και τίτλους, συχνά και εκτενείς ή συντομότερες περιλήψεις, για ελάσσονες συγγραφείς ελαφρών, ρομαντικών βιβλίων. Κατά τα άλλα δεν θεωρώ πως έμαθα κάτι νέο, θα μπορούσα απλούστατα να είχα ξαναδιαβάσει τις αντίστοιχες σελίδες από την " Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" του θείου του (του Λίνου) και να ξεμπέρδευα σε δέκα λεπτά.
Νικολέτα Μποντιόλη- Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!
Similar topics
» Μουσική και λογοτεχνία
» Το βιβλίο δεν είναι μόνο λογοτεχνία
» Γιάννης Δ. Μπάρτζης, Πέτρος Πικρός 1894-1956: Στράτευση, αντιπαραθέσεις, πικρίες στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου
» Το βιβλίο δεν είναι μόνο λογοτεχνία
» Γιάννης Δ. Μπάρτζης, Πέτρος Πικρός 1894-1956: Στράτευση, αντιπαραθέσεις, πικρίες στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου
Page 1 of 1
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum