Arthur Schnitzler, Νιότη στη Βιέννη
Page 1 of 1
Arthur Schnitzler, Νιότη στη Βιέννη
Νιότη στη Βιέννη
Μια αυτοβιογραφία
Arthur Schnitzler (Άρτουρ Σνίτσλερ)
μετάφραση: Δημήτρης Δημοκίδης
επιμέλεια: Τατιάνα Λιάνη
Printa, 2010
387 σελ.
ISBN 978-960-6624-28-5
Είναι λοιπόν βαρετό αυτό το βιβλίο; Στο επίμετρο της Τατιάνας Λιάνη (σελ.382) τίθεται το ίδιο ερώτημα:
«Είναι γεγονός ότι η αυτοβιογραφία του Σνίτσλερ χαρακτηρίζεται από μια λεπτολογία και μια εμμονή στην, ανούσια κάποιες φορές, λεπτομέρεια, από την οποία πάσχουν αρκετές αυτοβιογραφίες που βασίστηκαν στο ξαναδούλεμα των ημερολογίων του εκάστοτε συγγραφέα.»
Μάλιστα αναφέρει στο ίδιο σημείο την πρόταση μιας ερμηνεύτριας του Σνίτσλερ να δούμε την αυτοβιογραφία του, ως μια προσπάθεια «αυτοθεραπείας». Προσωπικά δεν με κούρασε, αλλά μου θύμισε ένα συνδυασμό ανάμεσα στα ημερολόγια του Κάφκα με την υποχονδρία και την αφόρητη μελαγχολία του και την υστερική εμμονή που έβγαζε η Πηνελόπη Δέλτα στις δικές της «Ενθυμίσεις». Ωστόσο τόσο τα ημερολόγια του Κάφκα, όσο και τα ημερολογιακά κείμενα της Δέλτα, τα έχω σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου, διότι ξεδιπλώνουν αποκαλυπτικά τον ψυχισμό των συγγραφέων τους και αναπαριστούν με ακρίβεια το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της εποχής τους. Την ίδια ακριβώς γνώμη έχω και για τη «Νιότη στη Βιέννη» του Σνίτσλερ.
Ποιος είναι λοιπόν ο Άρτουρ Σνίτσλερ; Είναι ο συγγραφέας – εκτός των άλλων – του Traumnovelle μιας νουβέλας στην οποία βασίζεται η ταινία Eyes Wide Shut του Κιούμπρικ. Είναι Εβραίος, αυστριακός, γιος διάσημου και πάμπλουτου γιατρού που κουράρει κυρίως λόγω ειδικότητας – λαρυγγολόγος – ηθοποιούς του θεάτρου. Η αυτοβιογραφία του χωρίζεται σε επτά ενότητες από τα 1862 έως το 1889, ως την ηλικία δηλαδή των 27 ετών, λίγο πριν αρχίσει να γίνεται γνωστός ως συγγραφέας.
Είναι πλούσιος, αφόρητα βαριεστημένος, διακατέχεται από μια αστείρευτη διάθεση για ερωτικές και σεξουαλικές περιπέτειες και είναι υποχρεωμένος να σπουδάσει ιατρική για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του πατέρα του. Στην ουσία ζει μια όμορφη ζωή, προστατευμένος και οικονομικά εξασφαλισμένος, μέσα σε μια οικογένεια όπου μεγαλώνει με αγάπη και αρκετή υπερπροστασία, έχει φίλους, κάνει ταξίδια σε Αυστρία και Ευρώπη και γνωρίζεται με αρκετούς καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής του.
Πέρα λοιπόν από τα να απαριθμεί το κάθε φλερτ και δεσμό που έκανε ως την ηλικία των 27 ετών δίνει πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή της μεγαλοαστικής κοινωνίας στη Βιέννη του 19ου αιώνα. Εκεί όπου ο ακραίος γερμανισμός γεννά έντονα αντισημιτικά αισθήματα, που συνεπάγονται κοινωνικούς διαχωρισμούς και συγκρούσεις αλλά και μια περιχαράκωση της εβραϊκής ταυτότητας:
«Το ζήτημα ήταν την εποχή εκείνη για τους νέους, κυρίως για εμάς τους Εβραίους, ιδιαίτερα επίκαιρο, μιας και ο αντισημιτισμός εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο στους φοιτητικούς κύκλους. Οι εθνικογερμανικοί σύνδεσμοι είχαν αρχίσει να απομακρύνουν από τις τάξεις τους κάθε Εβραίο ή εβραϊκής καταγωγής φοιτητή. Κάθε άλλο παρά ασυνήθιστο φαινόμενο ήταν οι μαζικές συγκρούσεις στους δρόμους κατά τη διάρκεια του καθιερωμένου σαββατιάτικου πρωινού περιπάτου καθώς και το βράδυ την ώρα της εξόδου σε ταβέρνες και μπιραρίες ανάμεσα στους αντισημιτικούς φοιτητικούς συνδέσμους και τις φιλελεύθερες ενώσεις και ομάδες, μερικές από τις οποίες αποτελούνταν κατά μεγάλο μέρος από Εβραίους (καθαρά εβραϊκοί μάχιμοι σύλλογοι δεν υπήρχαν τότε)». (σελ 174)
Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι πως ο Σνίτσλερ θεωρεί πως η γέννηση του σιωνισμού, ως έναν βαθμό, προκύπτει από τα ίδια αίτια που προκάλεσαν την δημιουργία του εθνικιστικού γερμανισμού, και αναφέρεται στο αλλόκοτο παράδειγμα του Τέοντορ Χέρτσλ.
Σεξουαλικότητα και υποχονδρία, έρωτας και ενοχή, ανάγκη για συντροφικότητα και τάσεις φυγής, είναι οι αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τον συναισθηματικά ανίκανο να ωριμάσει, αφόρητα συμπλεγματικό και ψυχολογικά καταπιεσμένο νεαρό Άρτουρ. Ο φροϋδικός «φόνος του πατέρα» καθαρά – εννοείται – μέσα από την ψυχαναλυτική θεωρία, αποτυπώνεται με τρόπο παραστατικό μέσα από την ανταγωνιστική σχέση του Άρτουρ με τον πατέρα του, ο οποίος είναι και ο υπαίτιος, ως ένα βαθμό, για την τροπή που παίρνει η ερωτική ζωή του γιου του, για όλα τα τραύματα που θα στερήσουν από τον νέο την ικανότητα να δίνεται χωρίς το άγχος μιας «παραδειγματικής τιμωρίας»:
«Τελικά ο πατέρας μου με έσυρε στο γραφείο του και μου έδωσε να ξεφυλλίσω τους τρεις μεγάλους κίτρινους άτλαντες του Καπόζι για τη σύφιλη και τις δερματικές παθήσεις, για να γνωρίσω ιδίοις όμμασι τις πιθανές συνέπειες ενός έκλυτου βίου μέσα από εκφοβιστικές εικόνες. Κι η θέα των εικόνων αυτών έμεινε για καιρό ολοζώντανη μέσα μου. Σ’ αυτό ίσως χρωστάω το γεγονός ότι προστάτεψα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τον εαυτό μου από ολισθήματα και κυρίως ότι έκρινα σκόπιμο να αναστείλω τις επισκέψεις μου στην Εμιλί και τις συναδέλφους της στο σινάφι. Όσο καλές κι αν ήταν οι προθέσεις που είχαν οδηγήσει τον πατέρα μου στο εγχείρημά του και όσο κι αν είναι ανεδαφικό να αρνηθεί κανείς ολοκληρωτικά το μερίδιο του πατέρα μου στην επιθυμητή επιτυχία, και μόνο για την κάπως ύπουλη μέθοδο που είχε χρησιμοποιήσει του κράτησα για καιρό κακία». (σελ. 96)
Μέσα σε όλα αυτά η συγγραφική δραστηριότητα είναι ταυτόχρονα τρόπος εκτόνωσης αλλά και πηγή νέου άγχους. Σε ηλικία 18 ετών αναφέρει πως είχε ήδη γράψει 23 ολοκληρωμένα δράματα κι άλλα 13 αρχινισμένα. Συχνά κάνει έμμετρες ημερολογιακές καταγραφές και προσπαθεί να αποτυπώνει στο χαρτί τα περιστατικά και τα πρόσωπα που του προκαλούν έντονες εντυπώσεις. Όλα αυτά τα ξαναδουλεύει και τα επεξεργάζεται. Θα αποτελέσουν το υλικό για πολλά από τα μελλοντικά αριστουργήματά του. Η ιατρική που σπουδάζει με το ζόρι ποτέ δεν θα τον κερδίσει. Μέσα από την τέχνη, συνήθως αξιοποιώντας την θεατρική διαλεκτική και την μικρή φόρμα (νουβέλες) θα αναζητήσει μια κάθαρση, χωρίς, ενδεχομένως, να την πετύχει ολοκληρωτικά.
Είναι άνθρωπος που αγαπάει την πρωτοπορία και τις νέες ιδέες και τεχνικές. Σε κάποιο σημείο αναφέρει τα πειράματά του, με ιατρικό χαρακτήρα, επάνω στον υπνωτισμό με χρήση κάποιων μέντιουμ, τα οποία αξιοποιεί για να βγάλει επίσης και διάφορα συμπεράσματα ψυχολογικού τύπου. Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται μάλλον ως αγνωστικιστής και αναφέρει πως:
«Αν υπήρχε Θεός τότε ο τρόπος με τον οποίο οι πιστοί τον τιμούν θα αποτελούσε βλασφημία [...] Είναι άτοπο να λέμε ο Θεός θέλει. Εμείς θέλουμε, ο Θεός είναι υποχρεωμένος». (σελ.107).
Υπάρχει μια ελαφριά τάση δεισιδαιμονίας μέσα του, κυρίως μια ανάγκη να δίνει σημασία σε σημάδια και οιωνούς όπως στην περίπτωση ενός τραγουδιού που ακούει σε ένα νυχτερινό κέντρο το οποίο τον κάνει να μελετήσει ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο για τις εξετάσεις που δίνει την επομένη – κι όντως έτσι πετυχαίνει να πάρει έναν καλό βαθμό ή όπως στην περίπτωση με τους αριθμούς των δωματίων στο πανδοχείο της αγαπημένης του Όλγας.
Ο Σνίτσλερ υπήρξε ένας ευαίσθητος άνθρωπος ο οποίος υπέφερε από μια αξιοπερίεργη μορφή αναισθησίας, η οποία κατά βάθος ήταν ένας τύπος καμουφλαρισμένου πανικού που τον έκανε να θέλει πάντα να αποστασιοποιείται από όλα όσα δυσκολευόταν να διαχειριστεί. Υπήρξε υπερβολικά καλομαθημένος και ίσως από μία άποψη να μην είναι τυχαίο που ίδιος σταμάτησε σε εκείνο το σημείο την αυτοβιογραφία του, δηλαδή στα χρόνια της νιότης. Ένα αιώνιο, ταλαντούχο παιδί, αδιάκοπα αγχωμένο για να εκπληρώσει τις προσδοκίες των άλλων, ένας ακυρωμένος ενήλικας που χρειάστηκε να αναμετρηθεί με τον φόβο της μετριότητας.
Μια αυτοβιογραφία
Arthur Schnitzler (Άρτουρ Σνίτσλερ)
μετάφραση: Δημήτρης Δημοκίδης
επιμέλεια: Τατιάνα Λιάνη
Printa, 2010
387 σελ.
ISBN 978-960-6624-28-5
Είναι λοιπόν βαρετό αυτό το βιβλίο; Στο επίμετρο της Τατιάνας Λιάνη (σελ.382) τίθεται το ίδιο ερώτημα:
«Είναι γεγονός ότι η αυτοβιογραφία του Σνίτσλερ χαρακτηρίζεται από μια λεπτολογία και μια εμμονή στην, ανούσια κάποιες φορές, λεπτομέρεια, από την οποία πάσχουν αρκετές αυτοβιογραφίες που βασίστηκαν στο ξαναδούλεμα των ημερολογίων του εκάστοτε συγγραφέα.»
Μάλιστα αναφέρει στο ίδιο σημείο την πρόταση μιας ερμηνεύτριας του Σνίτσλερ να δούμε την αυτοβιογραφία του, ως μια προσπάθεια «αυτοθεραπείας». Προσωπικά δεν με κούρασε, αλλά μου θύμισε ένα συνδυασμό ανάμεσα στα ημερολόγια του Κάφκα με την υποχονδρία και την αφόρητη μελαγχολία του και την υστερική εμμονή που έβγαζε η Πηνελόπη Δέλτα στις δικές της «Ενθυμίσεις». Ωστόσο τόσο τα ημερολόγια του Κάφκα, όσο και τα ημερολογιακά κείμενα της Δέλτα, τα έχω σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου, διότι ξεδιπλώνουν αποκαλυπτικά τον ψυχισμό των συγγραφέων τους και αναπαριστούν με ακρίβεια το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της εποχής τους. Την ίδια ακριβώς γνώμη έχω και για τη «Νιότη στη Βιέννη» του Σνίτσλερ.
Ποιος είναι λοιπόν ο Άρτουρ Σνίτσλερ; Είναι ο συγγραφέας – εκτός των άλλων – του Traumnovelle μιας νουβέλας στην οποία βασίζεται η ταινία Eyes Wide Shut του Κιούμπρικ. Είναι Εβραίος, αυστριακός, γιος διάσημου και πάμπλουτου γιατρού που κουράρει κυρίως λόγω ειδικότητας – λαρυγγολόγος – ηθοποιούς του θεάτρου. Η αυτοβιογραφία του χωρίζεται σε επτά ενότητες από τα 1862 έως το 1889, ως την ηλικία δηλαδή των 27 ετών, λίγο πριν αρχίσει να γίνεται γνωστός ως συγγραφέας.
Είναι πλούσιος, αφόρητα βαριεστημένος, διακατέχεται από μια αστείρευτη διάθεση για ερωτικές και σεξουαλικές περιπέτειες και είναι υποχρεωμένος να σπουδάσει ιατρική για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του πατέρα του. Στην ουσία ζει μια όμορφη ζωή, προστατευμένος και οικονομικά εξασφαλισμένος, μέσα σε μια οικογένεια όπου μεγαλώνει με αγάπη και αρκετή υπερπροστασία, έχει φίλους, κάνει ταξίδια σε Αυστρία και Ευρώπη και γνωρίζεται με αρκετούς καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής του.
Πέρα λοιπόν από τα να απαριθμεί το κάθε φλερτ και δεσμό που έκανε ως την ηλικία των 27 ετών δίνει πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή της μεγαλοαστικής κοινωνίας στη Βιέννη του 19ου αιώνα. Εκεί όπου ο ακραίος γερμανισμός γεννά έντονα αντισημιτικά αισθήματα, που συνεπάγονται κοινωνικούς διαχωρισμούς και συγκρούσεις αλλά και μια περιχαράκωση της εβραϊκής ταυτότητας:
«Το ζήτημα ήταν την εποχή εκείνη για τους νέους, κυρίως για εμάς τους Εβραίους, ιδιαίτερα επίκαιρο, μιας και ο αντισημιτισμός εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο στους φοιτητικούς κύκλους. Οι εθνικογερμανικοί σύνδεσμοι είχαν αρχίσει να απομακρύνουν από τις τάξεις τους κάθε Εβραίο ή εβραϊκής καταγωγής φοιτητή. Κάθε άλλο παρά ασυνήθιστο φαινόμενο ήταν οι μαζικές συγκρούσεις στους δρόμους κατά τη διάρκεια του καθιερωμένου σαββατιάτικου πρωινού περιπάτου καθώς και το βράδυ την ώρα της εξόδου σε ταβέρνες και μπιραρίες ανάμεσα στους αντισημιτικούς φοιτητικούς συνδέσμους και τις φιλελεύθερες ενώσεις και ομάδες, μερικές από τις οποίες αποτελούνταν κατά μεγάλο μέρος από Εβραίους (καθαρά εβραϊκοί μάχιμοι σύλλογοι δεν υπήρχαν τότε)». (σελ 174)
Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι πως ο Σνίτσλερ θεωρεί πως η γέννηση του σιωνισμού, ως έναν βαθμό, προκύπτει από τα ίδια αίτια που προκάλεσαν την δημιουργία του εθνικιστικού γερμανισμού, και αναφέρεται στο αλλόκοτο παράδειγμα του Τέοντορ Χέρτσλ.
Σεξουαλικότητα και υποχονδρία, έρωτας και ενοχή, ανάγκη για συντροφικότητα και τάσεις φυγής, είναι οι αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τον συναισθηματικά ανίκανο να ωριμάσει, αφόρητα συμπλεγματικό και ψυχολογικά καταπιεσμένο νεαρό Άρτουρ. Ο φροϋδικός «φόνος του πατέρα» καθαρά – εννοείται – μέσα από την ψυχαναλυτική θεωρία, αποτυπώνεται με τρόπο παραστατικό μέσα από την ανταγωνιστική σχέση του Άρτουρ με τον πατέρα του, ο οποίος είναι και ο υπαίτιος, ως ένα βαθμό, για την τροπή που παίρνει η ερωτική ζωή του γιου του, για όλα τα τραύματα που θα στερήσουν από τον νέο την ικανότητα να δίνεται χωρίς το άγχος μιας «παραδειγματικής τιμωρίας»:
«Τελικά ο πατέρας μου με έσυρε στο γραφείο του και μου έδωσε να ξεφυλλίσω τους τρεις μεγάλους κίτρινους άτλαντες του Καπόζι για τη σύφιλη και τις δερματικές παθήσεις, για να γνωρίσω ιδίοις όμμασι τις πιθανές συνέπειες ενός έκλυτου βίου μέσα από εκφοβιστικές εικόνες. Κι η θέα των εικόνων αυτών έμεινε για καιρό ολοζώντανη μέσα μου. Σ’ αυτό ίσως χρωστάω το γεγονός ότι προστάτεψα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τον εαυτό μου από ολισθήματα και κυρίως ότι έκρινα σκόπιμο να αναστείλω τις επισκέψεις μου στην Εμιλί και τις συναδέλφους της στο σινάφι. Όσο καλές κι αν ήταν οι προθέσεις που είχαν οδηγήσει τον πατέρα μου στο εγχείρημά του και όσο κι αν είναι ανεδαφικό να αρνηθεί κανείς ολοκληρωτικά το μερίδιο του πατέρα μου στην επιθυμητή επιτυχία, και μόνο για την κάπως ύπουλη μέθοδο που είχε χρησιμοποιήσει του κράτησα για καιρό κακία». (σελ. 96)
Μέσα σε όλα αυτά η συγγραφική δραστηριότητα είναι ταυτόχρονα τρόπος εκτόνωσης αλλά και πηγή νέου άγχους. Σε ηλικία 18 ετών αναφέρει πως είχε ήδη γράψει 23 ολοκληρωμένα δράματα κι άλλα 13 αρχινισμένα. Συχνά κάνει έμμετρες ημερολογιακές καταγραφές και προσπαθεί να αποτυπώνει στο χαρτί τα περιστατικά και τα πρόσωπα που του προκαλούν έντονες εντυπώσεις. Όλα αυτά τα ξαναδουλεύει και τα επεξεργάζεται. Θα αποτελέσουν το υλικό για πολλά από τα μελλοντικά αριστουργήματά του. Η ιατρική που σπουδάζει με το ζόρι ποτέ δεν θα τον κερδίσει. Μέσα από την τέχνη, συνήθως αξιοποιώντας την θεατρική διαλεκτική και την μικρή φόρμα (νουβέλες) θα αναζητήσει μια κάθαρση, χωρίς, ενδεχομένως, να την πετύχει ολοκληρωτικά.
Είναι άνθρωπος που αγαπάει την πρωτοπορία και τις νέες ιδέες και τεχνικές. Σε κάποιο σημείο αναφέρει τα πειράματά του, με ιατρικό χαρακτήρα, επάνω στον υπνωτισμό με χρήση κάποιων μέντιουμ, τα οποία αξιοποιεί για να βγάλει επίσης και διάφορα συμπεράσματα ψυχολογικού τύπου. Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται μάλλον ως αγνωστικιστής και αναφέρει πως:
«Αν υπήρχε Θεός τότε ο τρόπος με τον οποίο οι πιστοί τον τιμούν θα αποτελούσε βλασφημία [...] Είναι άτοπο να λέμε ο Θεός θέλει. Εμείς θέλουμε, ο Θεός είναι υποχρεωμένος». (σελ.107).
Υπάρχει μια ελαφριά τάση δεισιδαιμονίας μέσα του, κυρίως μια ανάγκη να δίνει σημασία σε σημάδια και οιωνούς όπως στην περίπτωση ενός τραγουδιού που ακούει σε ένα νυχτερινό κέντρο το οποίο τον κάνει να μελετήσει ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο για τις εξετάσεις που δίνει την επομένη – κι όντως έτσι πετυχαίνει να πάρει έναν καλό βαθμό ή όπως στην περίπτωση με τους αριθμούς των δωματίων στο πανδοχείο της αγαπημένης του Όλγας.
Ο Σνίτσλερ υπήρξε ένας ευαίσθητος άνθρωπος ο οποίος υπέφερε από μια αξιοπερίεργη μορφή αναισθησίας, η οποία κατά βάθος ήταν ένας τύπος καμουφλαρισμένου πανικού που τον έκανε να θέλει πάντα να αποστασιοποιείται από όλα όσα δυσκολευόταν να διαχειριστεί. Υπήρξε υπερβολικά καλομαθημένος και ίσως από μία άποψη να μην είναι τυχαίο που ίδιος σταμάτησε σε εκείνο το σημείο την αυτοβιογραφία του, δηλαδή στα χρόνια της νιότης. Ένα αιώνιο, ταλαντούχο παιδί, αδιάκοπα αγχωμένο για να εκπληρώσει τις προσδοκίες των άλλων, ένας ακυρωμένος ενήλικας που χρειάστηκε να αναμετρηθεί με τον φόβο της μετριότητας.
Νικολέτα Μποντιόλη- Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!
Page 1 of 1
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum