Jean Rhys, Αφότου έφυγε από τον κύριο Μακένζυ
Page 1 of 1
Jean Rhys, Αφότου έφυγε από τον κύριο Μακένζυ
Αφότου έφυγε από τον κύριο Μακένζυ
Jean Rhys (Τζην Ρυς)
μετάφραση: Ρούλας Λεκανίδου - Βαδαλούκα
Χατζηνικολή, 1982
134 σελ.
Πώς έπεσε στα χέρια μου αυτό το βιβλίο:
Ξεκίνησα ένα μεσημέρι για τη δουλειά. Πήρα το μετρό και στο Μοναστηράκι άλλαξα για ηλεκτρικό. Στις πλατφόρμες λαοθάλασσα και το τραίνο άφαντο. Κανείς δεν ήξερε τί συνέβη κι εγώ έκανα στροφή – σιχτιρίζοντας – ξανακατέβηκα στο μετρό – σιχτιρίζοντας – βγήκα Σύνταγμα για ταξί –πλέον είχα περάσει σε επίπεδο τουρέτ - δεν είχα λεφτά, πήγα σήκωσα, μετά έπρεπε να χαλάσω το χαρτονόμισμα (γιατί άμα πλήρωνα την κούρσα με 20ρικο θα έπιανε και τον οδηγό τουρέτ) κι εκεί ήταν που πήρε το μάτι μου ένα πωλητήριο για το Χαμόγελο του Παιδιού. Κι εκεί, σε έναν πάγκο, παίζοντας αγκωνιές με μια άλλη κοπέλα (που κι αυτή καλά – καλά δεν ήταν) που είχε ανακατώσει όλα τα βιβλία, το είδα. Κι ο χρόνος σταμάτησε. Για μια στιγμή. Και μετά όλα ξανάρχισαν πάλι, αλλά πλέον είχα το βιβλίο και δεν με ένοιαζε τίποτα. Κι όταν το βράδυ διαπίστωσα πως ήταν έκδοση το 1982, άκοπη, για 34 χρόνια δεν το είχε διαβάσει κανένας... κατάλαβα. Θυμήθηκα και κάτι θεωρίες περί μιμιδίων που μας έλεγαν στο πανεπιστήμιο και αισθάνθηκα μια τρυφερή ανατριχίλα.
Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε στα 1930. Μέσα από την ιστορία αναδεικνύεται το μελαγχολικό και παρακμιακό κλίμα του μεσοπολέμου. Η ιστορία μιας γυναίκας που αρχίζει να γερνάει που μια ζωή επιβίωνε με την ομορφιά της. Κι όχι δεν υπήρξε ποτέ πόρνη. Είναι μια γυναίκα μοναχική ένα θύμα που καμιά φορά μέσα στην απελπισία της δαγκώνει, μια μορφή που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε αυτοκαταστροφική ηρωίδα του Τένεσι Ουίλιαμς και την κλασική ξεπεσμένη demi-mondaine των μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα.
Είναι τόσο παραστατικός ο τρόπος που αποδίδει χωρίς πλατειασμούς η συγγραφέας τον ψυχισμό των ηρώων, με μια απαράμιλλη ισορροπία ανάμεσα στις σκέψεις τους και τους διαλόγους τους, είναι τέτοιο το στήσιμο της ιστορίας και οι περιγραφές που δένουν οργανικά με τα υπόλοιπα στοιχεία, που δεν μπορώ παρά να σταθώ γεμάτη θαυμασμό μπροστά σε αυτό το κομψοτέχνημα. Ανάμεσα σε όσα μας λέει η συγγραφέας υπάρχουν άλλα τόσα που αποσιωπούνται κι εκεί, μέσα σε αυτές τις σιωπές, χτίζεται ολόκληρο το ανθρώπινο δράμα.
Θα μπορούσε αυτό το έργο να κατηγοριοποιηθεί ως γυναικεία λογοτεχνία; Όχι. Είναι γραμμένο από γυναίκα. Και προορισμένο για όλους. Όλους. Μάλιστα κάτι μου λέει πως ειδικά οι άντρες αναγνώστες θα μπορούσαν να κατανοήσουν πολλά για τον γυναικείο ψυχισμό διαβάζοντας αυτό το έργο. Η κεντρική ηρωίδα, η Τζούλια Μάρτιν είναι μια γυναίκα σπασμένη. Κομματιασμένη. Ανήμπορη. Κάτι πήγε στραβά στη ζωή της. Κάπου μέσα στα χρόνια της νιότης άφησε να χαθεί το πιο δυνατό και σταθερό κομμάτι του εαυτού της.
Σπαταλήθηκε, και τώρα που νιώθει πως έχει στερέψει, το μόνο που κάνει είναι να ζητάει. Έχει έναν περίεργο τρόπο να ζητιανεύει, να εξεγείρεται απέναντι σε αυτήν την εξαρτητική στάση που την καθιστά παράσιτο κι έπειτα να ξανακυλάει στην αρχική κατάσταση. Δεν αισθάνεται ικανή να εργαστεί. Δεν έχει την ικανότητα, τα προσόντα ούτε και το κέφι να ξεφύγει από τον βαλτώδη βυθό που βουλιάζει. Τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, τα βρώμικα ποτάμια, η ψύχρα και η ομίχλη είναι αυτά που ως εξωτερικά αισθητήρια φαίνεται να απορροφούν την ουσία της, ότι απέμεινε από τον ζωντανό εαυτό της. Ως άμυνα θέλει να κοιμάται και να πίνει. Όποια κι αν είναι η ουσία που την καθιστά αυτό που είναι, η ουσία αυτή, η τόσο σημαντική για την ύπαρξή της, την εγκαταλείπει:
«Τώρα έκλαιγε γιατί θυμότανε τη ζωή της που ήταν μια ασταμάτητη σειρά από ταπεινώσεις και σφάλματα, από πόνο και γελοία προσπάθεια. Όλων των ανθρώπων οι ζωές ήτανε έτσι. Κι την ίδια στιγμή, μ’ ένα μαγικό τρόπο, λίγη από την ουσία της ξεπήδησε σαν μια μεγάλη φλόγα προς τα ουράνια. Ήταν μεγάλη. Ήταν μια φλόγα που ανέβαινε θαρραλέα όχι για να εκλιπαρήσει αλλά για ν’ απειλήσει. Έπειτα η φλόγα κατάπεσε, άχρηστη, μη έχοντας πουθενά φτάσει».
Υπάρχει κάτι από τον κόσμο των νεκρών που έρχεται να γεμίσει το κενό που αφήνει πίσω της η ζωή που φεύγει. Από τότε που ήταν μικρή, στη εξαιρετική σκηνή με τις πεταλούδες στο δάσος, η Τζούλια ξέρει πως κάτι υπάρχει πίσω της, κάτι που την καταδιώκει και την διεκδικεί, θέλει να την πιάσει κι αυτή αγωνίζεται να ξεφύγει από το αναπόδραστο:
«Όταν η Τζούλια ξανάνοιξε τα μάτια της είχε νυχτώσει. Στην ιδέα ότι θα έμενε μόνη μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο την έπιασε πανικός και εκεί που ντυνόταν, κοίταξε δύο φορές πίσω της απότομα και τρομαγμένα».
Αυτός ο πανικός θα συναντήσει την κορύφωσή του στη σκηνή της σκάλας με τον κύριο Χόρσφιλντ όπου υπάρχει κάτι από την σκοτεινή, γοτθική αίσθηση παράνοιας που συναντά κανείς στα πιο κλασικά μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας, βγαλμένο λες μέσα από τις αναθυμιάσεις εκείνης της γης.
Ίσως θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει την Τζούλια πως της αξίζουν τα όσα παθαίνει. Ωστόσο δεν διαφέρει από την αδερφή της τη Νόρα, που υποτίθεται πως υπήρξε πάντα της ένα υπόδειγμα ηθικής. Κι η Νόρα είναι καταδικασμένη να βαδίσει, χωρίς να το θέλει μέσα στο ίδιο ακριβώς σκοτάδι. Χωρίς ελπίδα διαφυγής.
Οι άνδρες από την άλλη παρουσιάζονται με έναν στερεοτυπικό τρόπο. Οι περισσότεροι κουβαλάνε τα ψυχολογικά σύνδρομα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. (Κι εδώ αναρωτήθηκα πώς μπόρεσε εκείνη η γενιά να ξανακύλησε τόσο γρήγορα, μετά από εκείνη την εφιαλτική εμπειρία των χαρακωμάτων σε έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όσοι έζησαν και τους δύο, αναρωτιέμαι τί απέμεινε από αυτούς, για να πορεύονται ύστερα). Οι άνδρες ποθούν την Τζούλια, κάτι στην μελαγχολική της γοητεία τους τραβάει, αλλά με την πρώτη ευκαιρία θέλουν να φύγουν, θέλουν να μην φέρουν ευθύνη για την εύθραυστη ύπαρξή της. Κάποτε πλήρωναν πολλά για να την έχουν. Τώρα είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν όσα μπορούν για να την ξεφορτωθούν. Λεφτά. Λεφτά για μπορεί η Τζούλια να πληρώνει την fine της και το νοίκι σε κάποια παρακμιακή πανσιόν. Ζει με αλκοόλ και ύπνο και μια αίσθηση παραίτησης που λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης όταν το αγχος για το αύριο την βαραίνει υπερβολικά.
Κάτι άλλο που θυμάμαι πως το είχα λατρέψει επίσης κι όταν διάβασα τους Τιμπώ του Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ είναι η ατμόσφαιρα της εποχής. Η Ευρώπη, μετά την αισιοδοξία του Fin de siècle και το γερό χαστούκι του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ζει μέσα σε ένα μανιοκαταθλιπτικό μαρασμό, με εξάρσεις και υποχωρήσεις και ένα βαρύ παρελθόν να την υποχρεώνει να συμμορφώνεται με τα προσχήματα. Αυτό το κλίμα, συνθέτει τον ψυχισμό των ανθρώπων της εποχής και αποτυπώνεται τόσο γλαφυρά στο μυθιστόρημα, που μου προκαλεί θαυμασμό. Μικρές στιγμές της καθημερινότητας της εποχής, σχέδια σε μια παλιά ταπετσαρία, η φωτιά που ζεσταίνει ένα λονδρέζικο διαμέρισμα και ένα στούντιο ακρόασης μουσικής της Pathephone, όλα, συμβάλλουν με τρόπο αποτελεσματικό στο χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας μοναδικής.
Η Jean Rhys έγραψε για τελευταία φορά στα 1939 και έπειτα ξανάγραψε μόνο άλλη μια φορά στα 1966 ένα μυθιστόρημα που την έκανε διάσημη (το Wide Sargasso Sea) ένα πρίκουελ της ιστορίας της Τζέην Έυρ. Όμως όπως δήλωσε κάποτε και η ίδια, η επιτυχία άργησε να έρθει. Η ίδια φαίνεται πως πάντα αισθανόταν ξένη, στο περιθώριο μιας κοινωνίας που ποτέ δεν της έκανε τη χάρη να την αποδεχτεί. Γεννημένη κάτω από τον ήλιο της Καραϊβικής φαίνεται πως δεν έγινε ιδιαίτερα αποδεκτή όταν στα 16 την έστειλαν σε σχολείο στην Αγγλία. Διαβάζοντας γι’ αυτήν, φαίνεται πως έκανε επιλογές που της κόστισαν και που αν ήταν στο χέρι της θα γύριζε τον χρόνο πίσω για να τις αλλάξει. Μας άφησε ωστόσο τα λογοτεχνικά της διαμάντια κι αυτό είναι κάτι που μου γεννά ένα βαθύ αίσθημα ευγνωμοσύνης.
Jean Rhys (Τζην Ρυς)
μετάφραση: Ρούλας Λεκανίδου - Βαδαλούκα
Χατζηνικολή, 1982
134 σελ.
Πώς έπεσε στα χέρια μου αυτό το βιβλίο:
Ξεκίνησα ένα μεσημέρι για τη δουλειά. Πήρα το μετρό και στο Μοναστηράκι άλλαξα για ηλεκτρικό. Στις πλατφόρμες λαοθάλασσα και το τραίνο άφαντο. Κανείς δεν ήξερε τί συνέβη κι εγώ έκανα στροφή – σιχτιρίζοντας – ξανακατέβηκα στο μετρό – σιχτιρίζοντας – βγήκα Σύνταγμα για ταξί –πλέον είχα περάσει σε επίπεδο τουρέτ - δεν είχα λεφτά, πήγα σήκωσα, μετά έπρεπε να χαλάσω το χαρτονόμισμα (γιατί άμα πλήρωνα την κούρσα με 20ρικο θα έπιανε και τον οδηγό τουρέτ) κι εκεί ήταν που πήρε το μάτι μου ένα πωλητήριο για το Χαμόγελο του Παιδιού. Κι εκεί, σε έναν πάγκο, παίζοντας αγκωνιές με μια άλλη κοπέλα (που κι αυτή καλά – καλά δεν ήταν) που είχε ανακατώσει όλα τα βιβλία, το είδα. Κι ο χρόνος σταμάτησε. Για μια στιγμή. Και μετά όλα ξανάρχισαν πάλι, αλλά πλέον είχα το βιβλίο και δεν με ένοιαζε τίποτα. Κι όταν το βράδυ διαπίστωσα πως ήταν έκδοση το 1982, άκοπη, για 34 χρόνια δεν το είχε διαβάσει κανένας... κατάλαβα. Θυμήθηκα και κάτι θεωρίες περί μιμιδίων που μας έλεγαν στο πανεπιστήμιο και αισθάνθηκα μια τρυφερή ανατριχίλα.
Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε στα 1930. Μέσα από την ιστορία αναδεικνύεται το μελαγχολικό και παρακμιακό κλίμα του μεσοπολέμου. Η ιστορία μιας γυναίκας που αρχίζει να γερνάει που μια ζωή επιβίωνε με την ομορφιά της. Κι όχι δεν υπήρξε ποτέ πόρνη. Είναι μια γυναίκα μοναχική ένα θύμα που καμιά φορά μέσα στην απελπισία της δαγκώνει, μια μορφή που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε αυτοκαταστροφική ηρωίδα του Τένεσι Ουίλιαμς και την κλασική ξεπεσμένη demi-mondaine των μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα.
Είναι τόσο παραστατικός ο τρόπος που αποδίδει χωρίς πλατειασμούς η συγγραφέας τον ψυχισμό των ηρώων, με μια απαράμιλλη ισορροπία ανάμεσα στις σκέψεις τους και τους διαλόγους τους, είναι τέτοιο το στήσιμο της ιστορίας και οι περιγραφές που δένουν οργανικά με τα υπόλοιπα στοιχεία, που δεν μπορώ παρά να σταθώ γεμάτη θαυμασμό μπροστά σε αυτό το κομψοτέχνημα. Ανάμεσα σε όσα μας λέει η συγγραφέας υπάρχουν άλλα τόσα που αποσιωπούνται κι εκεί, μέσα σε αυτές τις σιωπές, χτίζεται ολόκληρο το ανθρώπινο δράμα.
Θα μπορούσε αυτό το έργο να κατηγοριοποιηθεί ως γυναικεία λογοτεχνία; Όχι. Είναι γραμμένο από γυναίκα. Και προορισμένο για όλους. Όλους. Μάλιστα κάτι μου λέει πως ειδικά οι άντρες αναγνώστες θα μπορούσαν να κατανοήσουν πολλά για τον γυναικείο ψυχισμό διαβάζοντας αυτό το έργο. Η κεντρική ηρωίδα, η Τζούλια Μάρτιν είναι μια γυναίκα σπασμένη. Κομματιασμένη. Ανήμπορη. Κάτι πήγε στραβά στη ζωή της. Κάπου μέσα στα χρόνια της νιότης άφησε να χαθεί το πιο δυνατό και σταθερό κομμάτι του εαυτού της.
Σπαταλήθηκε, και τώρα που νιώθει πως έχει στερέψει, το μόνο που κάνει είναι να ζητάει. Έχει έναν περίεργο τρόπο να ζητιανεύει, να εξεγείρεται απέναντι σε αυτήν την εξαρτητική στάση που την καθιστά παράσιτο κι έπειτα να ξανακυλάει στην αρχική κατάσταση. Δεν αισθάνεται ικανή να εργαστεί. Δεν έχει την ικανότητα, τα προσόντα ούτε και το κέφι να ξεφύγει από τον βαλτώδη βυθό που βουλιάζει. Τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, τα βρώμικα ποτάμια, η ψύχρα και η ομίχλη είναι αυτά που ως εξωτερικά αισθητήρια φαίνεται να απορροφούν την ουσία της, ότι απέμεινε από τον ζωντανό εαυτό της. Ως άμυνα θέλει να κοιμάται και να πίνει. Όποια κι αν είναι η ουσία που την καθιστά αυτό που είναι, η ουσία αυτή, η τόσο σημαντική για την ύπαρξή της, την εγκαταλείπει:
«Τώρα έκλαιγε γιατί θυμότανε τη ζωή της που ήταν μια ασταμάτητη σειρά από ταπεινώσεις και σφάλματα, από πόνο και γελοία προσπάθεια. Όλων των ανθρώπων οι ζωές ήτανε έτσι. Κι την ίδια στιγμή, μ’ ένα μαγικό τρόπο, λίγη από την ουσία της ξεπήδησε σαν μια μεγάλη φλόγα προς τα ουράνια. Ήταν μεγάλη. Ήταν μια φλόγα που ανέβαινε θαρραλέα όχι για να εκλιπαρήσει αλλά για ν’ απειλήσει. Έπειτα η φλόγα κατάπεσε, άχρηστη, μη έχοντας πουθενά φτάσει».
Υπάρχει κάτι από τον κόσμο των νεκρών που έρχεται να γεμίσει το κενό που αφήνει πίσω της η ζωή που φεύγει. Από τότε που ήταν μικρή, στη εξαιρετική σκηνή με τις πεταλούδες στο δάσος, η Τζούλια ξέρει πως κάτι υπάρχει πίσω της, κάτι που την καταδιώκει και την διεκδικεί, θέλει να την πιάσει κι αυτή αγωνίζεται να ξεφύγει από το αναπόδραστο:
«Όταν η Τζούλια ξανάνοιξε τα μάτια της είχε νυχτώσει. Στην ιδέα ότι θα έμενε μόνη μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο την έπιασε πανικός και εκεί που ντυνόταν, κοίταξε δύο φορές πίσω της απότομα και τρομαγμένα».
Αυτός ο πανικός θα συναντήσει την κορύφωσή του στη σκηνή της σκάλας με τον κύριο Χόρσφιλντ όπου υπάρχει κάτι από την σκοτεινή, γοτθική αίσθηση παράνοιας που συναντά κανείς στα πιο κλασικά μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας, βγαλμένο λες μέσα από τις αναθυμιάσεις εκείνης της γης.
Ίσως θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει την Τζούλια πως της αξίζουν τα όσα παθαίνει. Ωστόσο δεν διαφέρει από την αδερφή της τη Νόρα, που υποτίθεται πως υπήρξε πάντα της ένα υπόδειγμα ηθικής. Κι η Νόρα είναι καταδικασμένη να βαδίσει, χωρίς να το θέλει μέσα στο ίδιο ακριβώς σκοτάδι. Χωρίς ελπίδα διαφυγής.
Οι άνδρες από την άλλη παρουσιάζονται με έναν στερεοτυπικό τρόπο. Οι περισσότεροι κουβαλάνε τα ψυχολογικά σύνδρομα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. (Κι εδώ αναρωτήθηκα πώς μπόρεσε εκείνη η γενιά να ξανακύλησε τόσο γρήγορα, μετά από εκείνη την εφιαλτική εμπειρία των χαρακωμάτων σε έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όσοι έζησαν και τους δύο, αναρωτιέμαι τί απέμεινε από αυτούς, για να πορεύονται ύστερα). Οι άνδρες ποθούν την Τζούλια, κάτι στην μελαγχολική της γοητεία τους τραβάει, αλλά με την πρώτη ευκαιρία θέλουν να φύγουν, θέλουν να μην φέρουν ευθύνη για την εύθραυστη ύπαρξή της. Κάποτε πλήρωναν πολλά για να την έχουν. Τώρα είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν όσα μπορούν για να την ξεφορτωθούν. Λεφτά. Λεφτά για μπορεί η Τζούλια να πληρώνει την fine της και το νοίκι σε κάποια παρακμιακή πανσιόν. Ζει με αλκοόλ και ύπνο και μια αίσθηση παραίτησης που λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης όταν το αγχος για το αύριο την βαραίνει υπερβολικά.
Κάτι άλλο που θυμάμαι πως το είχα λατρέψει επίσης κι όταν διάβασα τους Τιμπώ του Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ είναι η ατμόσφαιρα της εποχής. Η Ευρώπη, μετά την αισιοδοξία του Fin de siècle και το γερό χαστούκι του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ζει μέσα σε ένα μανιοκαταθλιπτικό μαρασμό, με εξάρσεις και υποχωρήσεις και ένα βαρύ παρελθόν να την υποχρεώνει να συμμορφώνεται με τα προσχήματα. Αυτό το κλίμα, συνθέτει τον ψυχισμό των ανθρώπων της εποχής και αποτυπώνεται τόσο γλαφυρά στο μυθιστόρημα, που μου προκαλεί θαυμασμό. Μικρές στιγμές της καθημερινότητας της εποχής, σχέδια σε μια παλιά ταπετσαρία, η φωτιά που ζεσταίνει ένα λονδρέζικο διαμέρισμα και ένα στούντιο ακρόασης μουσικής της Pathephone, όλα, συμβάλλουν με τρόπο αποτελεσματικό στο χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας μοναδικής.
Η Jean Rhys έγραψε για τελευταία φορά στα 1939 και έπειτα ξανάγραψε μόνο άλλη μια φορά στα 1966 ένα μυθιστόρημα που την έκανε διάσημη (το Wide Sargasso Sea) ένα πρίκουελ της ιστορίας της Τζέην Έυρ. Όμως όπως δήλωσε κάποτε και η ίδια, η επιτυχία άργησε να έρθει. Η ίδια φαίνεται πως πάντα αισθανόταν ξένη, στο περιθώριο μιας κοινωνίας που ποτέ δεν της έκανε τη χάρη να την αποδεχτεί. Γεννημένη κάτω από τον ήλιο της Καραϊβικής φαίνεται πως δεν έγινε ιδιαίτερα αποδεκτή όταν στα 16 την έστειλαν σε σχολείο στην Αγγλία. Διαβάζοντας γι’ αυτήν, φαίνεται πως έκανε επιλογές που της κόστισαν και που αν ήταν στο χέρι της θα γύριζε τον χρόνο πίσω για να τις αλλάξει. Μας άφησε ωστόσο τα λογοτεχνικά της διαμάντια κι αυτό είναι κάτι που μου γεννά ένα βαθύ αίσθημα ευγνωμοσύνης.
Νικολέτα Μποντιόλη- Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!
Page 1 of 1
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum