Το Κλουβί Με τις Τρελές
Would you like to react to this message? Create an account in a few clicks or log in to continue.

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:26 am

Κεφάλαιο 1

Σε μια μικρή, επαρχιακή περιοχή ζούσε (πριν από σαράντα περίπου χρόνια) κάποιος κύριος, ονόματι Γουίλκινς, ένας δικηγόρος που ασχολούταν κυρίως με συμβολαιογραφικές πράξεις, με καλή θέση στην κοινωνία.

Η συγκεκριμένη επαρχιακή τοποθεσία, δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια μικρή κομητεία που το κεφαλοχώρι της αποτελούταν από μόλις τέσσερις χιλιάδες κατοίκους. Έτσι ο κύριος Γουίλκινς, δεν ήταν απλώς ο βασικός δικηγόρος του Χάμλεϋ, αλλά διαχειριζόταν και όλες τις νομικές υποθέσεις των ευγενών σε ακτίνα είκοσι μιλίων. Ο παππούς του, είχε θέσει τα θεμέλια της επιχείρησης. Ο πατέρας του την είχε συγκροτήσει και ενδυναμώσει και τώρα χάρη στη δική του επαγγελματική δεινότητα, είχε γίνει ο έμπιστος φίλος πολλών διακεκριμένων οικογενειών, οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή.

Συναναστρεφόταν τους ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας, γεγονός πρωτοφανές για κάποιον που ήταν ένας απλός δικηγόρος. Συμμετείχε στα δείπνα τους, σημειωτέον, πάντα μόνος του, η σύζυγός του δεν τον συνόδευε ποτέ. Τους συναντούσε περιστασιακά, δήθεν τυχαία, παρόλο το αδιαμφισβήτητα υψηλό του πόστο, και συχνά δεχόταν (μετά από κάμποσες τσιριμόνιες, ότι δήθεν «είχε πολύ δουλειά» και πως «τον χρειάζονταν στο γραφείο» ) να κάνει μια βόλτα ως τους πελάτες του. Βέβαια μια – δυο φορές λησμόνησε την συνηθισμένη του σύνεση και έφτασε αργοπορημένος οπότε και επέστρεψε στο σπίτι του κακήν κακώς.

Όμως γενικά ήξερε ποια ήταν η θέση του. Δηλαδή η θέση που μπορούσε να έχει μέσα σε μια τέτοιου είδους αριστοκρατική κοινωνία, εκείνα τα χρόνια. Και δεν πρέπει να θεωρηθεί πως ήταν, επουδενί, δουλοπρεπής. Ήταν ένας άνθρωπος που σεβόταν πολύ τον εαυτό του. Αν χρειαζόταν, μπορούσε προτείνει συμβουλές που δεν χάιδευαν τα αυτιά του ακροατή του. Δε φοβόταν να συστήσει μια δραματική μείωση των δαπανών σε κάποιο σπάταλο πελάτη του.
Σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε παροτρύνει κάποια οικογένεια ευγενών να αφήσει κατά μέρος τις επιφυλάξεις και να συναινέσει στην πραγματοποίηση ενός ή περισσοτέρων επιτυχημένων γάμων. Ήταν πάντα διατεθειμένος να υπερασπιστεί ανοιχτά κάποιον αδικημένο. Κι αυτό το έκανε πάντα με τόσο σοφό, καίριο και μετρημένο τρόπο, ώστε συχνά η άποψή του έπιανε τόπο.

Είχε έναν γιο, τον Έντουαρτ. Αυτό το αγόρι ήταν το κρυφό καμάρι και η περηφάνια της καρδιάς του πατέρα του. Σαν γονιός δεν είχε μεγάλες φιλοδοξίες αλλά στενοχωριόταν στην ιδέα του να πάει χαμένη αυτή η κερδοφόρα επιχείρηση που είχε στήσει, αποφέροντάς του ένα μεγάλο εισόδημα και δεν ήθελε όλα αυτά να καταλήξουν στα χέρια ενός ξένου. Φοβόταν όμως πως αυτό ακριβώς θα συνέβαινε αν υπέκυπτε στην επιθυμία του, να δώσει πανεπιστημιακή εκπαίδευση στον γιο του και να τον κάνει ποινικολόγο των ανωτάτων δικαστηρίων.

Η απόφαση να τον κρατήσει κοντά του πάρθηκε ενώ ο Έντουαρτ ήταν στο κολέγιο του Ίτον. Το αγόρι λάμβανε ίσως το μεγαλύτερο χαρτζιλίκι από τους υπόλοιπους συμμαθητές του. Και επιθυμούσε διακαώς να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Κράιστ Τσέρτς μαζί με τους υπόλοιπους φίλους του, τους γόνους της υψηλής κοινωνίας, την οποία υπηρετούσε ο πατέρας του. Το αγόρι αισθάνθηκε ταπεινωμένο, όταν πληροφορήθηκε πως το μέλλον του είχε αλλάξει και πως έπρεπε να επιστρέψει στο Χάμλεϋ, για να εργαστεί ως ασκούμενος στο γραφείο του πατέρα του και να μπει στην υπηρεσία εκείνων των αγοριών που ως τώρα τα νικούσε τόσο στα παιχνίδια όσο και στην μάθηση.

Ο πατέρας του προσπάθησε να αντισταθμίσει την απογοήτευση του νέου προσφέροντάς του όλες τις δυνατές απολαύσεις που τα χρήματα μπορούσαν να αγοράσουν. Τα άλογα του Έντουαρτ ξεπερνούσαν σε ομορφιά ακόμα κι εκείνα του πατέρα του. Η αγάπη του για το διάβασμα διατηρήθηκε και ενισχύθηκε, με την σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, κι έτσι σε λίγο καιρό ο νέος είχε στη διάθεσή του μια γιγάντια βιβλιοθήκη, η οποία στεγαζόταν σε ένα νεόκτιστο πολυτελές δωμάτιο, που προστέθηκε στο ήδη μεγάλο σπίτι των Γουίλκινς, στα προάστια του Χάμλεϋ. Και μετά από ένα χρόνο νομικών σπουδών στο Λονδίνο, ο πατέρα του, τον έστειλε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι παρέχοντάς του ένα σχεδόν απεριόριστο ποσό χρημάτων για τα έξοδά του, αν κρίνει κανείς από τα δέματα που έστελνε ο νέος στην οικογένειά του, από διάφορα μέρη της Ευρώπης.

Τελικά επέστρεψε στο σπίτι του και άρχισε να εργάζεται ως συνεταίρος του πατέρα του, στο Χάμλεϋ. Ήταν ένας αξιοθαύμαστος νέος και περισσότερο από όλους ήταν περήφανος ο γέρο – κύριος Γουίλκινς που καμάρωνε το όμορφο, πετυχημένο και καθωσπρέπει παλικάρι του. Ο Έντουαρτ δεν φαινόταν να έχει κακομάθει από την ανοιχτοχεριά του πατέρα του. Κι αν είχε γίνει κάποια ζημιά, για την ώρα οι συνέπειές της παρέμεναν κρυμμένες. Δεν είχε χυδαία ελαττώματα. Μάλιστα παραήταν ευγενής για την κοινωνία μέσα στην οποία προοριζόταν να ζήσει, ακόμα κι αν υπέθετε κάποιος, πως αυτή η κοινωνία αποτελούταν από τους σπουδαιότερους πελάτες του πατέρα του. Ήταν πολυδιαβασμένος και είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες. Πάνω από όλα «είχε καλή καρδιά», όπως συνήθιζε να παρατηρεί ο πατέρα του. Πάντα του φερόταν με αξεπέραστο σεβασμό. Η μητέρα του είχε πεθάνει εδώ και κάμποσα χρόνια.

Δεν ξέρω αν ήταν από φιλοδοξία του Έντουαρτ ή από επιθυμία του περήφανου πατέρα του πάντως ο νέος άρχισε να παρίσταται στις συναθροίσεις του Χάμλεϋ. Μάλλον ίσχυε το δεύτερο καθώς ο Έντουαρτ είχε εξαιρετικά λεπτά γούστα και δύσκολα θα επιθυμούσε να εισέλθει σε οποιοδήποτε κοινωνικό σινάφι. Όμως σε ολάκερη την περιοχή τα πλέον εκλεκτά μέλη της κοινωνίας συνήθιζαν να συναντιούνται, μια φορά το μήνα, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Χάμλεϋ, ένα κτίριο πλάι στο κεντρικό πανδοχείο της πόλης στο οποίο παρευρίσκονταν όλες οι καλές οικογένειες της κομητείας. Σε αυτόν τον εκλεκτικό και απροσπέλαστο χώρο δεν επιτρεπόταν να περάσει ποτέ ένας απλός πολίτης. Κανένας άνθρωπος της εργατικής τάξης δεν μπορούσε να πατήσει εκεί μέσα το πόδι του. Κανένας αξιωματικός του στρατού δεν αντίκρισε ποτέ το εσωτερικό της αίθουσας χορού ή της χαρτοπαικτικής λέσχης. Τα αρχαιότερα εγγεγραμμένα μέλη φρόντιζαν πάντα να εξακριβώνουν τη γνησιότητα των θυρεών κάποιου, προτού αυτός να μπορέσει να υποκλιθεί ενώπιον της βασίλισσας του χορού. Αλλά οι γηραιοί ιδρυτές των συναθροίσεων του Χάμλεϋ ολοένα και λιγόστευαν. Τα μινουέτα (σσ. οι παλιοί γαλλικοί χοροί της αριστοκρατίας) είχαν σβήσει μαζί τους και οι παραδοσιακοί χοροί είχαν καταντήσει ξεπερασμένοι. Πλέον είχαν έρθει στη μόδα οι καντρίλιες και ένας – δυο από τους μεγιστάνες της επαρχίας, προσπαθούσαν να εισάγουν το βαλς, όπως το χόρευαν στο Λονδίνο, και το είχε λανσάρει κατά την επίσκεψή της η βασιλική οικογένεια των συμμάχων. Περίπου, λοιπόν, εκείνη την εποχή έκανε κι ο Έντουαρτ το ντεμπούτο του σε αυτές τις συναθροίσεις.
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:27 am

Ο Έντουαρτ είχε παρευρεθεί σε πολλές θαυμάσιες εκδηλώσεις στο εξωτερικό ωστόσο η μικρή, παλιά αίθουσα χορού, στο πλάι του πανδοχείου «Τζορτζ», στην πατρίδα του, του φαινόταν μεγαλύτερη και του προκαλούσε περισσότερο δέος από όλα εκείνα τα μεγάλα σαλόνια που είχε δει στο Παρίσι ή στη Ρώμη. Περιγελούσε τον εαυτό του για τους παράλογους φόβους του. Μολαταύτα, αυτοί παρέμεναν. Δειπνούσε συχνά στο σπίτι ενός κατώτερου ευγενούς που είχε μεγάλη υποχρέωση στον πατέρα του, και ο οποίος είχε οκτώ λαλίστατες κόρες, που δύσκολα θα προέβαλλαν έντονη αριστοκρατική αντίσταση στην ολοφάνερη επιθυμία του πρεσβύτερου κυρίου Γουίλκινς, να παρουσιαστεί ο Έντουαρτ στις αίθουσες συναθροίσεων του Χάμλεϋ. Πολλοί άρχοντες φυσικά, ενοχλήθηκαν και είδα με κακό μάτι την είσοδο του Γούλκινς, του γιού του δικηγόρου, στο ιερό τους άβατο. Και ενδεχομένως, ο νέος να είχε εισπράξει από αυτή την συγκέντρωση περισσότερες προσβολές παρά απολαύσεις, αν δεν είχε συμβεί ένα γεγονός που έλαβε χώρα, αργά το βράδυ.

Ο βασιλικός εκπρόσωπος του στέμματος της κομητείας, οργάνωνε συνήθως μια μεγάλη γιορτή, στην αίθουσα συγκεντρώσεων του Χάμλεϋ, μια φορά το χρόνο. Την συγκεκριμένη βραδιά μάλιστα, τον περίμεναν και μαζί με αυτόν ανέμεναν και μια πολύ κομψή δούκισσα μαζί με τις κόρες της. Όμως η ώρα περνούσε κι εκείνοι δεν έκαναν την εμφάνισή τους. Επιτέλους επικράτησε μια σχετική αναστάτωση, που ανήγγειλε την είσοδο της περιβόητης παρέας. Ο χορός σταμάτησε για κάμποσα λεπτά. Ο κόμης οδήγησε την δούκισσα σε έναν καναπέ. Μερικοί γνωστοί τους, έσπευσαν να τους μιλήσουν. Κι έπειτα οι καντρίλιες ολοκληρώθηκαν κάπως απότομα. Ακολούθησε ένας παραδοσιακός χορός στον οποίο δεν συμμετείχε κανένας από την παρέα του βασιλικού επιτρόπου. Έπειτα έγινε μια διαβούλευση, ένα αίτημα, μια συνεννόηση ανάμεσα στους χορευτές, στη συνέχεια δόθηκε ένα μήνυμα στην ορχήστρα και οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν ένα βαλς.

Οι κόρες της δούκισσας σηκώθηκαν αμέσως στο άκουσμα της μουσικής. Και κάποιες άλλες νεαρές δεσποινίδες φάνηκαν να τις ακολουθούν, αλλά… δυστυχώς… δεν υπήρχαν αρκετοί κύριοι που να γνωρίζουν τον καινούργιο αυτό χορό. Ένας από τους υπεύθυνους του χορού θυμήθηκε τον νεαρό Γουίλκινς, που είχε προσφάτως επιστρέψει από την Ευρώπη. Ο Έντουαρτ ήταν σπουδαίος χορευτής και χόρευε θαυμάσια το βαλς. Η επόμενη παρτενέρ του ήταν η Λαίδη Σ…. Η δούκισσα, η οποία αγνοούσε τους άρχοντες της επαρχίας και τις μικροπολιτικές τους απόψεις και όλα όσα περιφρονούσαν, δεν έβλεπε το λόγο, γιατί, η αξιολάτρευτη κορούλα της, η Λαίδη Σόφι, να μη έχει έναν καλό παρτενέρ, άσχετα με την καταγωγή του, γι’ αυτό λοιπόν ζήτησε να της συστήσουν τον κύριο Γουίλκινς. Μετά από αυτή την νύχτα ο Έντουαρτ απολάμβανε την εύνοια όλων των δεσποινίδων που συμμετείχαν στις χοροεσπερίδες του Χάμλεϋ. Φυσικά ήταν δημοφιλής και ανάμεσα στις μαμάδες τους. Όμως οι πατεράδες τον στραβοκοιτούσαν και οι διάδοχοί τους (τους οποίους ο Έντουαρτ, στο Ίτον, πάντα κατατρόπωνε) τον αποκαλούσαν «νεόπλουτο», πίσω από την πλάτη του.


Κεφάλαιο 2

Η κατάσταση δεν ήταν διόλου ικανοποιητική. Ο κύριος Γουίλκινς είχε δώσει στον γιο του μια παιδεία και γούστα που υπερέβαιναν την ταξική του θέση. Δεν μπορούσε να συναναστραφεί, ούτε λόγω κοινών συμφερόντων, ούτε για ευχαρίστηση, με τον γιατρό ή τον ζυθοποιό του Χάμλεϋ. Ο εφημέριος ήταν ηλικιωμένος και κουφός, ο διάκονος ήταν ένα άγουρο παιδαρέλι, που τρόμαζε ακόμα και στο άκουσμα της ίδιας του της φωνής. Επίσης, σχετικά με τον γάμο – αυτή η ιδέα σχεδόν δεν υπήρχε καν, ούτε στο μυαλό του Έντουαρτ ούτε και στη σκέψη του πατέρα του – δεν είχε καμία όρεξη να βάλει στο σπίτι του κάποια από τις δεσποινίδες του Χάμλεϋ και να την φέρει στην κομψότατη έπαυλή του, η οποία ταίριαζε σε έναν καλλιεργημένο άνθρωπο και συνεπώς ήταν εντελώς ακατάλληλη ως κατοικία για μια αμόρφωτη, άξεστη και κακομαθημένη κοπέλα.

Ωστόσο ο Έντουαρτ ήξερε κάτι, που ο αγαπητός του πατέρας αγνοούσε, πως όλα τα νέα κορίτσια που δέχονταν ευχαρίστως να χορέψουν μαζί του στις συγκεντρώσεις του Χάμλεϋ, θα δέχονταν εξίσου μετά χαράς και μια πρόταση γάμου από έναν δικηγόρο, προερχόμενο από δικηγορική οικογένεια. Ο νεαρός άνδρας είχε υποστεί ουκ ολίγες προσβολές και ταπεινώσεις, όλα αυτά τα χρόνια κι όλες τις υπέμενε σιωπηρά, γεγονός που επηρέασε την μελλοντική εξέλιξη της ζωής του. Όλα αυτά του άφησαν κάποιο σημάδι. Είχε πολύ γλυκό χαρακτήρα κι αυτό τον εμπόδιζε να δείξει την δυσαρέσκειά του, την οποία πολλοί άλλοι άνδρες θα εξέφραζαν, σε παρόμοιες περιπτώσεις. Παρόλα αυτά αντλούσε μια κρυφή ηδονή από την δύναμη που του έδιναν τα χρήματα του πατέρα του.

Δεν δίσταζε να αγοράσει ένα ακριβό άλογο, μετά από πέντε λεπτά συζήτησης σχετικά με την τιμή, τη στιγμή που ένας οικονομικά ασθενέστερος κληρονόμος κάποιας επιφανούς οικογένειας της κομητείας, το παζάρευε επί τρεις εβδομάδες. Τα σκυλιά του ήταν από τα καλύτερα λαγωνικά της Αγγλίας, όσο και αν του κόστιζαν. Τα όπλα του ήταν τα πιο καινούργια και τα πλέον εξελιγμένα. Φρόντιζε να ξοδεύει χρήματα για πράγματα που αποτελούσαν το καθημερινό αντικείμενο του φθόνου, ανάμεσα σε όλους τους ευγενείς και τους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών της περιοχής. Όλοι αυτοί, δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τους θησαυρούς τέχνης, που, σύμφωνα με τις διαδόσεις, συσσωρεύονταν στην οικία του κυρίου Γουίλκινς. Αλλά λιμπίζονταν τα άλογα και τα κυνηγόσκυλα που είχε, κι ο νεαρός, βλέποντάς τους να τα ορέγονται, αισθανόταν αγαλλίαση.

Κάποτε, ήρθε και η ώρα του να παντρευτεί κι ο γάμος του ήταν σχετικά ικανοποιητικός. Ήταν τρελά ερωτευμένος με την δεσποινίδα Λαμότ και, όταν εκείνη δέχτηκε να γίνει γυναίκα του, αισθάνθηκε απίστευτα ευτυχισμένος. Ο πατέρας του, καταχάρηκε με την ευτυχία του γιου του, και επιπλέον, με ιδιαίτερη ικανοποίηση θυμήθηκε πως η μητέρα της δεσποινίδας Λαμότ, ήταν η νεότερη αδερφή του Σερ Φρανκ Χόλστερ και πως, παρόλο που ο γάμος της αποκηρύχθηκε από την οικογένειά της, ως κατώτερος της σειράς της, ωστόσο το όνομά της ήταν αδύνατο να σβηστεί από τους καταλόγους της βαρονίας και εκεί αναφερόταν επί λέξει πως η Λέτις, η μικρότερη κόρη του Σερ Μαρκ Χόλστερ, γεννημένη στα 1772, παντρεύτηκε τον Χ. Λαμότ το 1799 και πέθανε το 1810.

Άφησε πίσω της δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, την ανατροφή των οποίων ανέλαβε ο θείος του, ο Σερ Φρανκ, καθώς ο πατέρας τους ήταν εντελώς άχρηστος, ένας άθλιος, του οποίου το όνομα δεν ανέφεραν ποτέ. Ο Μαρκ Λαμότ κατετάγη στον στρατό. Η Λέτις ήταν εξαρτημένη από την οικογένεια του θείου της. Φυσικά δεν της φέρονταν άσχημα, αλλά, ωστόσο, αυτή της η εξάρτηση, πλήγωνε την ευαίσθητη καρδιά της, η οποία πέρα από τις διάφορες ταπεινώσεις υπέφερε εξίσου και από την συνεχή υπενθύμιση των παραπτωμάτων του πατέρα της.

Ο Σερ Φρανκ έδωσε την έγκρισή του, κάτι για το οποίο ο κύριος Γουίλκινς ήταν έτσι κι αλλιώς σίγουρος. Ωστόσο υποδέχτηκε με ανάμεικτα συναισθήματα αυτήν την πρόταση, που θα εξασφάλιζε στην αδέκαρη ανιψιά του, ένα άνετο, για να μη πούμε, πολυτελές σπιτικό, κι έναν σύζυγο, ο οποίος ήταν ωραίος, επιτυχημένος και αμέμπτου χαρακτήρα. Έτσι έκανε ένα δυο πικρόχολα και αγενή σχόλια για τον κύριο Γουίλκινς παρόλο που συναίνεσε σε αυτήν την ένωση. Γιατί έτσι ακριβώς ήταν ο χαρακτήρας του, η ψωροπερήφανη και κακιασμένη του ιδιοσυγκρασία. Έτσι ενώ ήταν ικανοποιημένος με τον συγκεκριμένο γάμο, συχνά καταφερόταν ενάντια στον γαμπρό του, και τον κέντριζε με κάποια συγκαλυμμένη προσβολή, σχετικά την καταγωγή του, την κατώτερη κοινωνική του θέση, ξεχνώντας, προφανώς, πως ο πατέρας της Λέτις ήταν υποχρεωμένος να ζει εξόριστος, μακριά από την πατρίδα του, διαφορετικά κινδύνευε να συλληφθεί.

Ο Έντουαρτ ενοχλούταν από όλα αυτά. Και η Λέτις τα απεχθανόταν.

(συνεχίζεται)
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:28 am

Εκείνη αγαπούσε πάρα πολύ τον άνδρα της και ήταν περήφανη γι’ αυτόν, καθώς διέθετε τη στοιχειώδη διάκριση, που της επέτρεπε να αντιλαμβάνεται την ανωτερότητά του σε σχέση με τα ξαδέρφια της, τους νεαρούς Χόλστερ, οι οποίοι δανείζονταν τα άλογά του, έπιναν τα κρασιά του κι ωστόσο, παρασυρμένοι από τον πατέρα τους, είχαν, επίσης, τη συνήθεια να χλευάζουν την επαγγελματική του ιδιότητα. Η Λέτις ευχόταν να ήταν ευχαριστημένος ο Έντουαρτ με μια εντελώς απλή, οικογενειακή ζωή, να ξέκοβε από τις συναναστροφές με το αρχοντολόι της επαρχίας και να έβρισκε την ηρεμία στο πλευρό της, μέσα στην πολυτελέστατη βιβλιοθήκη τους, η οποία ήταν γεμάτη από λευκά, αστραφτερά αγάλματα και εικόνες διακοσμημένες με πολύτιμους λίθους. Αλλά μάλλον αυτό, παραήταν πολύ, για να το περιμένει από έναν άνδρα, ειδικά από εκείνον, που αισθανόταν πως ταίριαζε ποικιλοτρόπως μέσα στην απατηλή λάμψη της υψηλής κοινωνίας και ήταν εκ φύσεως κοινωνικός. Και η κοινωνικότητα σε εκείνη την κομητεία, εκείνη την εποχή ήταν ταυτισμένη με τα γλέντια. Στον Έντουαρτ δεν άρεσε ιδιαίτερα το κρασί, ωστόσο ήταν υποχρεωμένος να πίνει, και με τον καιρό κατέληξε να περηφανεύεται και να δηλώνει πως ήταν γνώστης του κρασιού. Ο πατέρας του είχε πεθάνει εδώ και κάμποσο καιρό. Είχε κλείσει τα μάτια του ευτυχισμένος και πλήρης ημερών, αφήνοντας πίσω τις δουλειές του να ευδοκιμούν, τους φτωχότερους γείτονές του να τον αγαπούν, τους πλουσιότερούς του να τον σέβονται, τον γιο και τη νύφη του, η οποία ήταν η πιο τρυφερή και αφοσιωμένη σύζυγο που υπήρξε ποτέ, έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του ενώπιον του Θεού στον οποίο πίστευε.

Στη Λέτις αρκούσε να ζει για τον εαυτό της, τον σύζυγο και τα παιδιά τους. Αλλά ο Έντουαρτ αποζητούσε καθημερινά, ολοένα και περισσότερο, τις κοινωνικές διασκεδάσεις. Η γυναίκα του απορούσε βλέποντάς τον να αποδέχεται προσκλήσεις σε δείπνα από ανθρώπους που τον αντιμετώπιζαν ως τον «Γουίλκινς τον δικηγόρο, ένα καλό ανθρωπάκο», και τον σύστηναν με αυτόν τον τρόπο σε διάφορους άγνωστους, που επισκέπτονταν την κομητεία και οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν το γούστο, τα ταλέντα και την αυθόρμητη καλλιτεχνική του φύση, την οποία η εκείνη αγαπούσε ιδιαίτερα. Ξεχνούσε όμως, πως, όταν ο Έντουαρτ δεχόταν τέτοιου είδους προσκλήσεις, ερχόταν, ενίοτε, σε επαφή με διάφορους ξεχωριστούς ανθρώπους, οι οποίοι διέθεταν υψηλό πνευματικό επίπεδο. Πως, όταν το κρασί διέλυε τα αισθήματα κατωτερότητας που η κοινωνική του θέση και τάξη δημιουργούσαν, γινόταν ένας λαμπρός ομιλητής, ένας άνδρας που άξιζε να τον ακούν και να τον θαυμάζουν ακόμα οι περιοδεύοντες πολιτικοί του Λονδίνου, οι επαγγελματίες μπον βιβέρ ή ακόμα και όσοι σπουδαίοι συγγραφείς τύχαινε να βρίσκονται προσκεκλημένοι σε κάποιο σπίτι της επαρχιακής κομητείας. Αντί όμως, να καμαρώνει βλέποντάς τον να σπαταλιέται έτσι, θα ήταν προτιμότερο να τον συμβουλεύσει να αποφεύγει τους πειρασμούς στους οποίους τον οδηγούσαν οι αμαρτωλές ασωτίες. Εκείνος είχε αρχίσει να ξοδεύει περισσότερα από όσα θα έπρεπε, όχι σε πνευματικές - που κι αυτό δεν θα ήταν διόλου καλύτερο – αλλά σε καθαρά σαρκικές απολαύσεις. Ήθελε τα κρασιά και τα γεύματά του να ξεπερνούν αυτά των πλουσίων ευγενών. Τα δείπνα που παρέθετε είχαν λίγους καλεσμένους, αλλά όλα τα φαγητά ήταν σπάνια και εξαιρετικής ποιότητας, μαγειρεμένα από έναν Ιταλό σεφ, και θα μπορούσαν να εμπνεύσουν τον θαυμασμό ακόμα στην υψηλή κοινωνία του Λονδίνου. Ήθελε η Λέτις να είναι ντυμένη με τα ακριβότερα υφάσματα, και την πιο φίνα δαντέλα. Έλεγε πως τα κοσμήματα ήταν υπεράνω των οικονομικών τους δυνατοτήτων, κοιτάζοντας γεμάτος ταπεινό θαυμασμό τα διαμάντια των ηλικιωμένων κυριών και τα χρυσαφικά των νεότερων. Ωστόσο ξόδευε τόσα για τις δαντέλες της συζύγου του, όσα θα του αρκούσαν για να αγοράσει μια συλλογή κοσμημάτων κατώτερης ποιότητας. Η Λέτις τον έβγαζε πάντα ασπροπρόσωπο. Όπως σχολίαζε ο κόσμος, μπορεί ο πατέρας της να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένας Γάλλος τυχοδιώκτης, αλλά εκείνη έφερε τα σημάδια της καλής της ανατροφής κι αυτό φαινόταν από τη χάρη, τη λεπτότητα, τη φινέτσα και την κομψότητα με την οποία διεκπεραίωνε το καθετί. Ήταν γεννημένη για τα μεγάλα σαλόνια. Ωστόσο, η ίδια τα αποστρεφόταν. Και κάποια μέρα αποσύρθηκε από αυτά, οριστικά και αμετάκλητα.

Το πρωί, όταν έφυγε ο Έντουαρτ, για να πάει στο γραφείο του στο Χάμλεϋ, εκείνη ήταν καλά. Κατά το μεσημέρι όμως, έσπευσαν να τον ειδοποιήσουν τρέμοντας, οι δικοί του, να τρέξει επειγόντως στο σπίτι του. Όταν έφτασε εκεί, με κομμένη την ανάσα, χωρίς καλοκαταλαβαίνει τα όσα συνέβαιναν, εκείνη δεν μπορούσε πλέον ούτε να μιλήσει. Του έριξε όμως ένα βλέμμα με τα υπέροχα, τρυφερά, μαύρα μάτια της, σημάδι πως τον αναγνώριζε, γεμάτη από τον πόθο, με τον οποίο εξέφραζε το πόσο πολύ τον είχε αγαπήσει, μέσα στη ζωή της. Δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη. Εκείνος ήταν τόσο ανήμπορος να μιλήσει, όσο κι εκείνη. Γονάτισε στο πλάι της. Πέθαινε. Ήταν νεκρή. Αυτός απόμεινε εκεί, γονατισμένος κι ακίνητος. Του έφεραν το μεγαλύτερο παιδί, την Έλινορ, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον πείσουν να σηκωθεί. Ούτε που σκέφτηκαν, τι επίδραση θα είχε όλο αυτό στο παιδάκι, που, ως εκείνη τη στιγμή, ήταν κλεισμένο μέσα στο παιδικό δωμάτιο, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της έντονης ημέρας, κατά την οποία είχαν κυριαρχήσει η σύγχυση και ο πανικός. Το παιδί δεν είχε ιδέα από θάνατο, και ο πατέρας της, γονατιστός και αδάκρυτος, δεν της έκανε τόση εντύπωση όσο η μητέρα της, η οποία κειτόταν ακίνητη και κάτασπρη, χωρίς να στρέφει το κεφάλι για να χαμογελάσει στο αγαπημένο της κοριτσάκι.
- Μαμά! Μαμά! Φώναξε το παιδάκι κατατρομαγμένο.
Αλλά η μητέρα της δεν κουνήθηκε. Κι ο πατέρας έχωσε το πρόσωπό του βαθύτερα μέσα στα σκεπάσματα, για να πνίξει μια κραυγή η οποία, σαν κοφτερό μαχαίρι, του ξέσχιζε την καρδιά. Η μικρούλα ξέφυγε με ορμή από τα χέρια των νταντάδων της και έτρεξε βιαστικά στο κρεβάτι. Αδιαφορώντας για την παγωμένη ακινησία της νεκρής που θύμιζε πέτρα, φίλησε τα χείλη και χάιδεψε τα λαμπερά, εβένινα μαλλιά της, ψιθυρίζοντας γλυκόλογα αγάπης, σαν εκείνα που στο παρελθόν, μάνα και κόρη συνήθιζαν να ανταλλάσσουν, όταν βρίσκονταν οι δυο τους, ολομόναχες. Το παιδάκι έμοιαζε τόσο συντετριμμένο από την αγωνιώδη αγάπη του, ώστε τελικά παρακίνησε τον Έντουαρτ να σηκωθεί, να το πάρει απαλά στην αγκαλιά του και να το μεταφέρει, καθώς εκείνο έγερνε στο πλάι μισολιπόθυμο (γιατί η καρδούλα του είχε σπαράξει από τη φριχτή συναισθηματική φόρτιση στην οποία το είχαν υποβάλει), ως το γραφείο του, ένα μικρό δωμάτιο που επικοινωνούσε με τη μεγάλη βιβλιοθήκη.

Εκεί, όπου είχαν περάσει τόσες όμορφες βραδιές, χαμένες πλέον για πάντα, αυτός και η σύζυγός του, όταν αποσύρονταν για να πάρουν τον καφέ τους, κι έπειτα διάβαιναν τη γυάλινη πόρτα, για να βγουν έξω, στον καθαρό αέρα, για να κάνουν έναν περίπατο, μέσα στη χλόη και στους αγρούς, στους οποίους, εκείνη, δεν έμελλε να ξαναπερπατήσει πια. Κανένας δεν έμαθε ποτέ, τι μπορεί να είπαν, πατέρας και κόρη, μέσα στην απομόνωση του μικρού δωματίου. Αργά το βράδυ, ο υπηρέτης που έφερε το δείπνο της Έλινορ, είδε το παιδί να ακουμπάει, σα να ήταν νεκρό, επάνω στην αγκαλιά του πατέρα της και προτού να βγει από το δωμάτιο είδε πως ο κύριός του, την τάιζε, αυτό το εξάχρονο κοριτσάκι, με την ίδια τρυφερή φροντίδα που θα τάιζε κι ένα βρέφος, έξι μηνών.


Κεφάλαιο 3


Από εκείνη την ημέρα, ο δεσμός ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη έγινε πολύ δυνατός και ιδιαίτερα στοργικός. Η Έλινορ, είναι αλήθεια, πως μοίραζε τη τρυφερότητά της, ανάμεσα στη μικρή της αδερφούλα, και τον μπαμπά της. Αλλά εκείνος, που δεν είχε και μεγάλη έφεση στην φροντίδα των μωρών, είχε μονάχα ένα θεωρητικό ενδιαφέρον για το μικρότερο παιδί του, ενώ η μεγαλύτερη απορροφούσε ολάκερη την αγάπη του. Όσα βράδια δειπνούσε στο σπίτι, έβαζε την Έλινορ να κάθεται απέναντί του, την ώρα που ο ίδιος έτρωγε, παρόλο που η ώρα ήταν περασμένη. Εκείνη καθόταν στη θέση που παλιότερα συνήθιζε να κάθεται η μητέρα της, κατά τη διάρκεια των γευμάτων, παρόλο που η ίδια είχε ήδη φάει, νωρίτερα, το απλό, παιδικό της φαγάκι.

Ήταν κάπως λυπηρή, αλλά συνάμα αστεία, η εικόνα αυτού το μικρού κοριτσιού, με τους σοβαρούς, στοχαστικούς της τρόπους, που έμοιαζε σαν να ήθελε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, παραμένοντας αξιοπρεπής στο πλευρό του πατέρα της, μέχρι που το κεφαλάκι της κουτούλαγε από τη νύστα, καθώς ψέλλιζε κάποια φρόνιμα λογάκια. Οι νταντάδες της την αποκαλούσαν «μικρομέγαλη» και προφήτευαν πως δεν θα ζούσε πολύ εξαιτίας του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα της. Αλλά έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους και ήταν το μωρό, αυτό που καταλήφθηκε από σπασμούς, βαριά άρρωστο, και πέθανε μέσα σε μια μέρα! Η θλίψη της Έλινορ είχε κάτι το τρομαχτικό, γιατί ήταν ήσυχη και διακριτική. Περίμενε να μείνει – όπως πίστευε – μόνη, μέσα στη νύχτα, και έπειτα ξεσπούσε σε λυγμούς και φώναζε γεμάτη πάθος:
- Μωρό μου, μωράκι, γύρνα πίσω σ’ εμένα, έλα πίσω.
Στο τέλος, όλοι άρχισαν να ανησυχούν για την υγεία, αυτού του εύθραυστου, μικρού κοριτσιού, που η καρδιά του υπέφερε από τούτες τις δύο ξαφνικές απώλειες. Ο πατέρας της, άφησε κατά μέρος όλες τις επαγγελματικές του υποθέσεις, όλες τις διασκεδάσεις του, προκειμένου να απαλύνει τον πόνο της αγαπημένης του κόρης. Στάθηκε στο πλάι της καλύτερα κι από μητέρα. Και η στοργικότερη τροφός δεν θα μπορούσε να κάνει, ούτε τα μισά από όσα έκανε ο κύριος Γουίλκινς για την Έλινορ.

Αν δεν ήταν αυτός, το παιδάκι θα είχε πεθάνει από τη θλίψη του. σταδιακά άρχισε να το ξεπερνάει - αλλά με κόπο και αργούς ρυθμούς – καθώς για ένα διάστημα φοβόταν να αγαπήσει τον οποιονδήποτε, σα να φοβόταν ενστικτωδώς, πως όλοι οι ισχυροί δεσμοί της θα κατέληγαν στον θάνατο. Η αγάπη της έμοιαζε με νερό που για καιρό συσσωρεύεται μέσα σε ένα φράγμα, το οποίο, όταν τελικά ξεχείλισε, κατέληξε να την κάνει να πλημμυρίζει από αγάπη για τον πατέρα της. Αυτή ήταν και η πλουσιότερη ανταμοιβή για εκείνον, που της είχε αφιερώσει τόσες φροντίδες, και απολάμβανε - ίσως κάπως εγωιστικά – όλους εκείνους τους χαριτωμένους τρόπους, τους οποίους έβρισκε, αδιάκοπα, εκείνη, προκειμένου να τον πείσει, σα να ήταν κάτι τέτοιο απαραίτητο, πως αυτός έμπαινε πάνω από όλους και όλα στη ζωή της.

Συνεχίζεται
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:29 am

Η νταντά του είπε πως μισή ώρα περίπου πριν από την αναμενόμενη επιστροφή του στο σπίτι, τα βράδια, η δεσποινίς Έλινορ άρχιζε να τακτοποιεί το νοικοκυριό της κούκλας της και έβαζε τον άψυχο θησαυρό της για ύπνο, νανουρίζοντάς τον. Έπειτα καθόταν περιμένοντας να ακούσει, με απόλυτη προσοχή, τα βήματά του. Μάλιστα κάποια φορά, η νταντά εξέφρασε τον θαυμασμό της για την απόσταση από την οποία μπορούσε η Έλινορ να αντιληφθεί το πλησίασμα του πατέρα της, λέγοντας πως έστησε αυτί και ίδια αλλά δε μπόρεσε να ακούσει το παραμικρό, εισπράττοντας την εξής απάντηση από την Έλινορ:
- Φυσικά και δεν μπορείς, δεν είναι ο μπαμπάς σου!

Ύστερα, όταν εκείνος έφευγε το πρωί, αφού πρώτα τη φιλούσε, η Έλινορ έτρεχε σε ένα συγκεκριμένο παράθυρο από το οποίο μπορούσε να τον δει στο δρομάκι, την μια να κρύβεται πίσω από έναν φράχτη, την άλλη να εμφανίζεται ξανά μέσα από μια ανοιχτωσιά, μετά τον έχανε πάλι από τα μάτια της, ώσπου έφτανε σε μια μεγάλη, γέρικη οξιά, οπότε τον ξανάβλεπε για μια τελευταία φορά. Κι έπειτα γυρνούσε βγάζοντας έναν αναστεναγμό, καθησυχάζοντας τους ανείπωτους φόβους της μιλώντας, χαμηλόφωνα στον εαυτό της:
- Θα επιστρέψει ξανά, απόψε το βράδυ.
Στον κύριο Γουίλκινς άρεσε να αισθάνεται πως ήταν η πηγή κάθε ευχαρίστησης για το παιδί του. Μάλιστα ζήλευε όποιον της έφερνε μια λιχουδιά ή της προσέφερε ένα δώρο, χωρίς ο ίδιος να έχει κάποια ανάμιξη ή γνώση για αυτό.

Τελικά, έφτασε η στιγμή που η Έλινορ έπρεπε να αποκτήσει μεγαλύτερη μόρφωση από εκείνη που μπορούσε να της προσφέρει η καλή της νταντά. Ο πατέρας της δε ήθελε να αναλάβει προσωπικά την εκπαίδευσή της, καθώς πίστευε πως αυτό θα απαιτούσε, ορισμένως, κάποια αυστηρότητα από μέρους του, κάποια άσκηση εξουσίας, πράγμα που ίσως να τον απομυθοποιούσε στα μάτια της κόρης του. Έτσι επιφόρτισε την Λαίδη Χόλστερ να επιλέξει μία από τις πολλές προστατευόμενές της, ως γκουβερνάντα για την κόρη του. Φυσικά, η Λαίδη Χόλστερ, η οποία διατηρούσε ένα, ας πούμε, υποτυπώδες πρακτορείο, χάρηκε αφάνταστα που της δόθηκε η ευκαιρία να φανεί χρήσιμη, κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όταν όμως ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για το είδος της κοπέλας που χρειάζονταν, το μόνο που της είπε ο κύριος Γουίλκινς ήταν:
- Γνωρίζετε το είδος της παιδείας που πρέπει να λάβει μια κυρία και είμαι σίγουρος πως θα επιλέξετε για την Έλινορ μια γκουβερνάντα, καλύτερη από οποιαδήποτε θα μπορούσα εγώ, να σας υποδείξω. Μονάχα, σας παρακαλώ, να επιλέξετε μία, η οποία δε θα θελήσει να με παντρευτεί και που θα επιτρέπει στην Έλινορ να συνεχίσει να μου ετοιμάζει το τσάι και να κάνει όλα όσα την ευχαριστούν, γιατί είναι τόσο καλό κορίτσι, που δεν υπάρχει λόγος να γίνει καλύτερη, απλώς πρέπει να διδαχθεί όλα όσα οφείλει να γνωρίζει μια κυρία του καλού κόσμου.

Έτσι επιλέχθηκε η δεσποινίς Μονρώ, μια απλή, έξυπνη, ήσυχη γυναίκα, σαράντα ετών, και είναι δύσκολο να πει κάποιος ποιος από τους δύο, εκείνη ή ο κύριος Γουίλκινς, κατέβαλε τη μεγαλύτερη προσπάθεια, ώστε να μη συναντηθούν οι δρόμοι τους, καθώς φέρονταν, σε σχέση πάντα με την Έλινορ, σαν τον Αδάμ και την Εύα σε εκείνα τα βαρόμετρα, όπου, όταν εμφανιζόταν ο ένας, ο άλλος εξαφανιζόταν. Η δεσποινίς Μονρώ είχε περιπλανηθεί και εργαστεί πολύ σκληρά στη ζωή της και ήξερε να εκτιμά το προνόμιο και την ικανοποίηση που της εξασφάλιζε το δικαίωμα να μένει ανενόχλητη τα βράδια, το άνετο δωμάτιο διδασκαλίας, τις ευχάριστες ώρες που έπαιρνε το τσάι της, διαβάζοντας κάποιο βιβλίο, ή ετοιμάζοντας την αλληλογραφία της, μετά το τέλος των μαθημάτων. Κατόπιν κοινής συμφωνίας δεν επενέβαινε στον τρόπο και τις ασχολίες με τις οποίες περνούσε η Έλινορ τα βράδια της, όταν το κορίτσι δεν είχε τον πατέρα της να την συντροφεύει. Κι αυτό συνέβαινε ολοένα και περισσότερο με το πέραμα των χρόνων, καθώς η βαριά σκιά του θανάτου, που είχε χτυπήσει το σπίτι τους, άρχιζε να αραιώνει. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, ο Έντουαρτ ήταν πάντα δημοφιλής στα μεγάλα εορταστικά δείπνα. Η ευφυΐα και τα επιτεύγματά του ήταν μοναδικά για τα δεδομένα της συγκεκριμένης επαρχίας, και χρειαζόταν ολοένα και περισσότερο κρασί, προκειμένου να κρατήσει σε υψηλό επίπεδο και ποιότητα τις συζητήσεις του, και το κρασί έρεε αφειδώς, χωρίς τσιγγουνιές, σε όλα τα επαρχιακά επίσημα γεύματα. Ενίοτε οι δουλειές του απαιτούσαν την παρουσία του στο Λονδίνο. Όσο βιαστικά κι αν ήταν αυτά τα ταξίδια του, ποτέ δεν επέστρεφε χωρίς ένα καινούργιο παιχνίδι, «για να κάνει το σπίτι πιο ευχάριστο για την μικρή του δεσποινίδα», όπως συνήθιζε να λέει και ο ίδιος. Του άρεσε επίσης να ενημερώνεται για όσα συνέβαιναν στον χώρο της τέχνης και της λογοτεχνίας. Και καθώς πάντα αγόραζε όλα όσα του προκαλούσαν τον θαυμασμό, κατέληγε, κάθε φορά, να επιστρέφει στο Χάμλεϋ με ένα – δυο δέματα ή πακέτα, το άνοιγμα των οποίων ήταν από τις πιο ευχάριστες στιγμές, μέσα, στην σοβαρή, αν και ευτυχισμένη, ζωή της Έλινορ.

Ο μόνος άνθρωπος σε όλο το Χάμλεϋ που είχε το ίδιο επίπεδο με τον κύριο Γουίλκινς και διατηρούσε επαφές μαζί του, ήταν ο καινούργιος ιερέας, ένας εργένης, σχεδόν συνομήλικός του, ένας μορφωμένος άνδρας, συμμαθητής του από το κολέγιο, ο οποίος κέρδισε το ενδιαφέρον του, όταν τον πληροφόρησε πως, όντας φοιτητής, είχε ταξιδέψει για δύο χρόνια στην Ευρώπη, περίπου την ίδια εποχή με τον κύριο Γουίλκινς. Και παρόλο που τότε δεν έτυχε να συναντηθούν, κουβέντιαζαν ωστόσο για πολλούς κοινούς γνωστούς και πολλές κοινές αναμνήσεις που είχαν από εκείνες τις ημέρες, οι οποίες υπήρξαν, σε τελική ανάλυση, οι πιο φωτεινές κι ευτυχισμένες στη ζωή του κυρίου Γουίλκινς.

Ο κύριος Νες αναλάμβανε, αραιά και που, κάποιον μαθητή. Παρόλο που δεν το επεδίωκε, ωστόσο δεν έλεγε όχι, όταν κάποιος τον παρακαλούσε να προετοιμάσει έναν νεαρό για το κολέγιο, επιτρέποντας στον εν λόγο νέο να μένει και να μελετά μαζί του. Τα «αγόρια του Νες» είχαν υψηλότατες διακρίσεις κι αυτό, για τον δάσκαλο, ο οποίος δεν έμπαινε στον κόπο να κυνηγήσει από μόνος του τη δουλειά, ήταν κάτι που τον γέμιζε με περηφάνια, αφού τουλάχιστον, όποτε τον επέλεγαν, έφερνε σε πέρας την εργασία του με άριστο τρόπο.

Όταν η Έλινορ ήταν γύρω στα δεκατέσσερα, ένας νεαρός κύριος, ονόματι Κορμπέτ, ήρθε, για να γίνει μαθητής του κυρίου Νες. Ο πατέρας της πάντα δεχόταν τους νέους που μελετούσαν μαζί με τον κληρικό, προσκαλώντας τους στο σπίτι του. Η φιλοξενία του, με τον καιρό, είχε χάσει τον διερευνητικό και κομψό χαρακτήρα που είχε αρχικά, αλλά παρέμενε πάντα γενναιόδωρη και συχνά δαψιλής. Έτσι κι αλλιώς, λόγω χαρακτήρα, συμπαθούσε τη χαρούμενη, ανέμελη συντροφιά των νέων περισσότερο από εκείνη των γέρων, αρκεί να είχαν, και οι μεν και οι δε, το ίδιο επίπεδο μόρφωσης και καλλιέργειας.

Ο κύριος Κορμπέτ ήταν ένας νεαρός άνδρας προερχόμενος από μια πολύ καλή οικογένεια, μιας μακρινής κομητείας. Αν δεν ήταν τόσο σοβαρός και στοχαστικός, τότε, λόγω ηλικίας θα έπρεπε να θεωρείται αγόρι, καθώς δεν είχε καν πατήσει τα δεκαοχτώ, όταν ήρθε για να γίνει μαθητής του κυρίου Νες. Αλλά υπήρχαν πολλοί εικοσιπεντάρηδες και τριαντάρηδες που δεν ήταν τόσο σκεπτόμενοι όσο ήταν, τότε, ο κύριος Κορμπέτ. Είχε ήδη συλλάβει και σχεδόν επεξεργαστεί το πλάνο του για τη μελλοντική του εξέλιξη. Είχε ξεκαθαρίσει τους στόχους που επιθυμούσε να κατακτήσει στο προσεχές μέλλον, το οποίο για τους περισσότερους συνομηλίκους του ήταν ακόμα αξεδιάλυτο και ομιχλώδες. Είχε σχεδιάσει τα επόμενα, σταθερά βήματά του, προκειμένου να εξασφαλίσει την ευόδωση των στόχων του. Καθώς ήταν ο μικρότερος γιος της οικογένειάς του, η οποία είχε συγκεκριμένες διασυνδέσεις και συμφέροντα, η καριέρα του στα νομικά ήταν ήδη προαποφασισμένη, γεγονός που ερχόταν σε πλήρη συμφωνία και με τα δικά του γούστα και ταλέντα. Αυτό που πρωτίστως επιθυμούσε ο πατέρας του, ήταν να μπορέσει, ο νέος, να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό εισόδημα, προκειμένου να ζει με αξιοπρέπεια.

Ο πατέρας του κυρίου Κορμπέτ δεν ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξος, ή αν είχε κάποια φιλοδοξία, την κρατούσε για τον μεγαλύτερο γιο του. Αλλά ο Ραλφ, προτίθετο να γίνει ένας διακεκριμένος δικηγόρος, όχι τόσο για το κύρος της νομικής έδρας, το οποίο, υποθέτω, πως ονειρεύονται όλοι οι νεαροί δικηγόροι, αλλά για την μεγαλειώδη πνευματική εξάσκηση και τη συνακόλουθη εξουσία που οι μεγαλοδικηγόροι ασκούν επάνω στους υπόλοιπους ανθρώπους, όποτε το θελήσουν. Μια θέση στο κοινοβούλιο, ταλέντο στην πολιτική, και όλες οι μεγάλες επιδιώξεις που έχει κάθε φιλόδοξο και δραστήριο πνεύμα, το οποίο επιλέγει μια τέτοια καριέρα, αυτά συγκροτούσαν τον σκοπό είχε ορίσει για τον εαυτό του, ο Ραλφ Κορμπέτ. Αρχικά έπρεπε να εξασφαλίσει υψηλές διακρίσεις στο Κολέγιο. Και για να το καταφέρει αυτό ο Ραλφ, δεν έπεισε απλώς τον πατέρα του, η πειθώ ήταν ένα ταπεινό εργαλείο, το οποίο απεχθανόταν, αλλά τον κατάφερε μιλώντας του με αδιάσειστα επιχειρήματα, να πληρώσει τη τεράστια αμοιβή που ζητούσε ο κύριος Νες, προκειμένου να τον αναλάβει. Ο καλόβολος γέρος πατέρας του, είχε ευγενική καταγωγή, αλλά δυσκολευόταν να εξασφαλίσει άμεσα μετρητά, ωστόσο θα συμφωνούσε με οτιδήποτε, προκειμένου να αποφύγει τις μακρηγορίες που θα τον εμπόδιζαν να πάρει τον υπνάκο του μετά το δείπνο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ικανοποιούσε τον Ραλφ. Ήθελε να πείσει τον πατέρα του με λογικά επιχειρήματα για την ορθότητα της επιλογής του κι όχι απλώς να εκμεταλλευτεί την αδύναμη, υποχωρητική θέλησή του. Ο πατέρας του, τον άκουσε, με σοβαρό ύφος, αναστενάζοντας. Έκανε λόγο για τις σπατάλες του Έντουαρτ, τα έξοδα των κοριτσιών κι έπειτα, καθώς άρχισε να νυστάζει, άρχισε να λέει «Αυτό είναι αλήθεια», «Όντως είναι πολύ λογικό» ενώ την ίδια στιγμή αναρωτιόταν πότε θα τελειώσει ο γιός τις φλυαρίες, για να περάσει στο σαλόνι. Έτσι, τελικά, κατέληξε να γράφει την πολυπόθητη επιστολή προς τον κύριο Νες, αποδεχόμενος τα πάντα. Ο Ραλφ ήταν ο καλύτερος μαθητής που είχε ποτέ ο κύριος Νες. Μπορούσε να τον αντιμετωπίζει ως διανοητικά ισότιμό του.
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:30 am

Ο κύριος Κορμπέτ, έτσι αποκαλούσαν τον Ραλφ, όλοι στο Χάμλεϋ, ήταν αποφασισμένος να καλλιεργήσει τον εαυτό του, υπερβαίνοντας ακόμα και τις απαιτήσεις του δασκάλου του. Διψούσε για μάθηση ακόμα και τις ώρες που δεν ήταν αφιερωμένες στη μελέτη. Ο κύριος Νες χαιρόταν να του παρέχει πληροφορίες, αλλά πάνω από όλα απολάμβανε τις έντονες συζητήσεις γύρω από όλους τους μεταφυσικούς και ηθικούς προβληματισμούς, τους οποίους αρεσκόταν να εκφράζει ο Ραλφ. Ζούσαν μαζί, μέσα σε μια ευτυχισμένη ισότητα και μοιράζονταν τα πάντα. Ωστόσο ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες, παρόλο που είχαν τόσα πολλά κοινά στοιχεία. Ο κύριος Νες ζούσε στον κόσμο του, όσο αυτό μπορούσε να είναι συμβατό με την τάση του για απολαύσεις και νωχέλεια. Ενώ ο κύριος Κορμπέτ ήταν βαθύτατα και απόλυτα προσγειωμένος, αλλά προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του, ήταν αποφασισμένος να απαρνηθεί όλες τις ανέμελες απολαύσεις που είναι τόσο φυσικές για κάποιον στη δική του ηλικία. Δάσκαλος και μαθητής, επέτρεπαν στους εαυτούς του μια συχνή αναψυχή, συντροφιά με την παρέα του κυρίου Γουίλκινς. Ο κύριος Νες έκοβε βόλτες μέσα στο γραφείο, μετά από το τέλος της βαριάς εξάωρης μελέτης, αφήνοντας τον κύριο Κορμπέτ, ακόμα σκυμμένο επάνω από τους σωρούς των βιβλίων του, και φρόντιζε να πληροφορηθεί το πρόγραμμα του κυρίου Γουίλκινς. Αν δεν υπήρχε κάτι καλύτερο να κάνει για να περάσει τη βραδιά του, ερχόταν είτε ο ίδιος ως καλεσμένος στο πρεσβυτέριο, είτε, με τον ανέμελο φιλόξενο τρόπο του, καλούσε τους άλλους δύο σε δείπνο, με την Έλινορ να αποτελεί τον τέταρτο της παρέας, στο τραπέζι, η οποία βέβαια απλώς καθόταν μαζί τους, γιατί είχε ήδη δειπνίσει νωρίτερα, μαζί με την δεσποινίδα Μονρώ.

Ήταν μικρή και λεπτοκαμωμένη για την ηλικία της και ο πατέρας της δυσκολευόταν να αντιληφθεί το πέρασμά της στην εφηβεία. Ωστόσο παρόλο που ως προς το ανάστημα έδειχνε ακόμα σαν παιδούλα, στο πνεύμα, στη δύναμη του χαρακτήρα και στην αφοσίωση, ήταν γυναίκα. Μπορεί να διατηρούσε ακόμα την παιδική της αθωότητα, αλλά δεν είχε καμία σχέση με εκείνα τα καθυστερημένα κορίτσια, που αλλάζουν απόψεις, με τον ίδιο ρυθμό που αλλάζει, συνέχεια, ο καιρός τον Απρίλη, χωρίς να νοιάζονται για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Έτσι οι δύο νέοι κάθονταν με τους μεγαλύτερούς τους απολαμβάνοντας τη συντροφιά τους, η οποία ήταν τόσο παράταιρη για την ηλικία τους. Ο κύριος Κορμπέτ συμμετείχε στις συζητήσεις, στον ίδιο βαθμό με τους άλλους δύο κυρίους. Συχνά προέβαινε σε διαφωνίες και αμφισβητήσεις, προκειμένου να διαπιστώσει το εύρος των απόψεων των συνομιλητών του. Η Έλινορ καθόταν σιωπηλή. Τα μαύρα της μάτια άστραφταν συχνά γεμάτα από σφοδρό ενδιαφέρον ή από έντονη αγανάκτηση στην περίπτωση που ο κύριος Κορμπέτ, μέσα στην παραφορά του, επιχειρούσε να τα βάλει με τον πατέρα της. Εκείνος, βλέποντας πόσο την κέντριζε αυτή η τακτική, επιδίωκε συχνά τέτοιες αναμετρήσεις, τις οποίες έβρισκε αρκετά διασκεδαστικές.

Ορισμένες φορές η Έλινορ κι ο κύριος Κορμπέτ τύχαινε να βρεθούν στον ίδιο χώρο και για έναν άλλο λόγο: Ο κύριος Νες και ο κύριος Γουίλκινς μοιράζονταν την ίδια εφημερίδα των Τάιμς, μεταξύ τους. Η Έλινορ είχε αναλάβει το καθήκον να μεταφέρει το έντυπο, από σπίτι του πατέρα της, στο πρεσβυτέριο. Ο πατέρας της απολάμβανε να την διαβάζει με την ησυχία του. Μέχρι τη στιγμή που ο κύριος Κορμπέτ μετακόμισε στο σπίτι του, ο κύριος Νες δε νοιαζόταν ιδιαίτερα για το πότε θα έφτανε η εφημερίδα στα χέρια του. Αλλά ο νεαρός ενδιαφερόταν πολύ για τα τεκταινόμενα του δημοσίου βίου, και κυρίως για τον σχολιασμό τους. Έτσι δυσανασχετούσε, όταν η εφημερίδα καθυστερούσε να έρθει και συχνά ξεκινούσε να πάει, για την παραλάβει ο ίδιος. Κάποιες φορές, συναντούσε την Έλινορ στο εξοχικό μονοπάτι που οδηγούσε από το Χάμλεϋ, ίσια στο σπίτι του κυρίου Γουίλκινς. Η κοπέλα ήταν λαχανιασμένη και γεμάτη τύψεις. Αρχικά, της φερόταν κάπως απότομα, κάθε φορά που του έλεγε:
- Αχ, συγγνώμη, κύριε Κορμπέτ, αλλά, μόλις τώρα την τελείωσε, ο μπαμπάς.
Μετά από ένα διάστημα είχε την καλοσύνη να της απαντά πως:
- Δεν ήταν, δα, και τόσο σημαντικό.
Και με τον καιρό, την συνόδευε ως το σπίτι της, συμβουλεύοντας την, γύρω από θέματα κηπουρικής και ανθοκομίας, καθώς η μητέρα και οι αδερφές του ήταν πρώτης τάξεως αυτοδίδακτες κηπουροί, αλλά και οι ίδιος ήταν, σύμφωνα με τα δικά του λόγια:
- Κορυφαίος, ως προς τη διάγνωση και τη θεραπεία των άρρωστων φυτών.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των κοινών περιπάτων, η φωνή και η περπατησιά του, δεν είχαν προκαλέσει το ελάχιστο κοκκίνισμα στην κοπέλα, ούτε είχαν κάνει την καρδιά στο στήθος της να χτυπήσει γρηγορότερα, σε αντίθεση με την αναστάτωση που της προκαλούσε το ελάχιστο σημάδι που φανέρωνε την άφιξη του πατέρα της. Συνήθισε να στηρίζεται στον κύριο Κορμπέτ για συμβουλές, προκειμένου να λαμβάνει κάποια συμπάθεια μερικές φορές, και το γεμάτο συγκατάβαση ενδιαφέρον του. Μάλιστα εκείνος ήταν ο μόνος από το περιβάλλον της, που της έβρισκε κάμποσα ελαττώματα και όλως περιέργως, η κοπέλα ήταν ευγνώμων για την κριτική του, γιατί ήταν ταπεινή και επιθυμούσε να γίνει καλύτερη. Αυτός ευχαριστιόταν από την ανώτερη στάση της και την ελευθερία που του επέτρεπε να έχει μαζί της. Για την ώρα ήταν απλώς πολύ καλοί φίλοι και τίποτα περισσότερο.

Ως τώρα μίλησα για το πώς ήταν ζωή του κυρίου Γουίλκινς, αποκλειστικά ως προς τη σχέση του με την κόρη του. Αλλά υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα που μένει να ειπωθούν. Μετά τον θάνατο της συζύγου του, αποσύρθηκε από τις κοσμικές συναθροίσεις για ένα – δυο χρόνια, διάστημα ασυνήθιστα μεγάλο για κάποιον που έχει χηρέψει. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου απομόνωσης, έδεσε την καρδιά της μικρής του κόρης με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να επηρεάζει ολάκερη την μελλοντική ζωή της.

Όταν άρχισε πάλι τις εξόδους του, κατέστη φανερό, σε οποιονδήποτε είχε τη διάθεση να το παρατηρήσει, πως ο πατέρας του και η γυναίκα του, καίτοι ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες, ωστόσο μπορούσαν να τον επηρεάζουν θετικά και να τον διατηρούν στον ίσιο δρόμο. Όχι δηλαδή πως ξέπεσε σε τίποτε ασωτίες κι ανηθικότητες, αλλά σπαταλούσε τον καιρό σε απολαύσεις, ενώ ο γέρο - κύριος Γουίλκινς και η Λέτις, αν ζούσαν, σίγουρα θα τον προέτρεπαν να περνάει περισσότερο χρόνο στο γραφείο, επιβλέποντας τις εργασίες του. Η ενασχόλησή του με το κυνήγι και τις υπαίθριες δραστηριότητες, ως εκείνη την εποχή, ήταν μονάχα περιστασιακή. Ύστερα όμως, έγιναν συστηματικές, και τον απασχολούσαν για μεγάλα διαστήματα. Μια χρονιά, πήγε στη Σκοτία, σε έναν κυνηγότοπο μαζί με ένα μέλος της οικογένειας των Χόλστερ, πείθοντας τον εαυτό του, πως ο καθαρός αέρας θα έκανε καλό στην υγεία της Έλινορ. Αλλά την επόμενη χρονιά ξαναπήγε, αυτή τη φορά συνοδευόμενος από κάποιον, τον οποίο γνώριζε ελάχιστα. Και στον συγκεκριμένο κυνηγότοπο δεν υπήρχε κατάλληλο σπίτι για να στεγάσει ένα παιδί και τους συνοδούς του. Έπεισε τον εαυτό του πως με αυτά τα συχνά ταξίδια θα μπορούσε να επανορθώσει για όλες τις απουσίες του από το Χάμλεϋ. Αλλά τα ταξίδια κοστίζουν χρήματα. Και πολλές φορές απουσίαζε από το γραφείο του ενώ υπήρχαν πολύ σημαντικές εργασίες, οι οποίες απαιτούσαν την παρουσία του, εκεί. Μάλιστα κάποιοι έκαναν λόγο για έναν νέο δικηγόρο που είχε μόλις εγκατασταθεί στο Χάμλεϋ, ο οποίος είχε την στήριξη δύο εκ των μεγαλυτέρων οικογενειών της κομητείας, οι οποίοι θεωρούσαν πως ο Γουίλκινς δεν ήταν τόσο επιμελής όσο ο πατέρας του. Ο σερ Φρανκ Χόλστερ φρόντισε να ενημερώσει τον συγγενή του, και του είπε για αυτήν την υπόθεση, κάνοντας του λόγο ταυτόχρονα, όσο πιο στρογγυλεμένα μπορούσε, για τη λάθος τροπή που είχε πάρει η ζωή του. Όλα όσα έκανε ο κύριος Γουίλκινς, ήταν όντως πραγματική τρέλα κι αυτό ενδόμυχα, το παραδεχόταν κι ο ίδιος. Αλλά όταν ο σερ Φρανκ, πήρε φόρα κι έκανε λόγο για την αλαζονική του στάση σε σχέση με το κυνήγι, και την τάση του να μιμείται τον τρόπο ζωής και τις διασκεδάσεις των ευγενών του τόπου, ο Έντουαρτ επαναστάτησε. Ήξερε την κακή οικονομική κατάσταση του σερ Φρανκ και συγκρίνοντάς την με το σεβαστό ποσό που του άφησε ο δικός του ο πατέρας, είπε κάποιες ωμές αλήθειες στον σερ Φρανκ, τις οποίες, ο τελευταίος, δεν μπόρεσε να τις ξεχάσει ποτέ, κι έκτοτε ο οίκος των Χόλστερ διέκοψε κάθε επαφή με το Φορντ Μπανκ, την οικία δηλαδή του Έντουαρτ Γουίλκινς, την οποία είχε ονομάσει έτσι, μετά την επιστροφή του από την Ευρώπη.

Αυτή η συζήτηση είχε δύο συνέπειες πέρα από την άμεση αντίδραση που προέκυψε από τη λογομαχία.

(συνεχίζεται)
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:31 am

Ο κύριος Γουίλκινς έβαλε αγγελία αναζητώντας έναν υπεύθυνο και έμπιστο υπάλληλο για να διεκπεραιώνει τις εργασίες του κάτω από τη δική του εποπτεία. Επίσης έγραψε στο Κολέγιο Εραλδικής (σσ: υπηρεσία που καταγράφει τους θυρεούς και τα οικόσημα των ευγενών) για να μάθει αν ανήκε στην οικογένεια η οποία έφερε το ίδιο όνομα με εκείνον, στην Νότια Ουαλία – μια οικογένεια η οποία είχε πρόσφατα ξαναπάρει το αρχαίο όνομα των Ντε Γουίντον.

Και οι δύο αιτήσεις του είχαν θετική ανταπόκριση. Ένα από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία του συνέστησε έναν ικανό και έμπειρο, μεσήλικα υπάλληλο τον οποίο προσέλαβε αμέσως για να έρθει στο Χάμλεϋ, με τους δικούς του όρους. Οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα ακριβοί. Αλλά, κατά τα λεγόμενα του κυρίου Γουίλκινς, άξιζε να πληρώσει το οποιοδήποτε ποσό προκειμένου να ανακουφιστεί από τις συνεχείς ευθύνες που περιλάμβανε μια επιχείρηση σαν τη δική του, βέβαια κάποιοι σχολίασαν πως έτσι κι αλλιώς, δεν είχε πάρει ποτέ του ιδιαίτερα στα σοβαρά τις ευθύνες του, έως τώρα τουλάχιστον, καθώς έβλεπαν τις συχνές απουσίες του στην Σκοτία και τις διάφορες κοινωνικές ενασχολήσεις του, όποτε βρισκόταν στο σπίτι. Έλεγαν επίσης πως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά τον καιρό που ζούσε ο πατέρας του. Το Κολέγιο Εραλδικής διατηρούσε ελπίδες πως θα μπορούσε να συνδέεται με την οικογένεια της Νότια Ουαλίας, αλλά χρειαζόταν χρόνος και χρήμα για να γίνουν οι απαιτούμενες έρευνες έτσι ώστε να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός. Σε πολλά μέρη, δε θα υπήρχε κανένας διατεθειμένος να αμφισβητήσει το δικαίωμα ενός ανθρώπου να υποστηρίζει ότι κατάγεται από την τάδε ή την δείνα οικογένεια, ή ακόμα και να αξιώσει το οικόσημό της. Αλλά τα πράγματα ήταν διαφορετικά στη συγκεκριμένη επαρχία. Όλοι ήταν πωρωμένοι με τη γενεαλογία και την εραλδική και θεωρούσαν την οικειοποίηση ενός ονόματος ή ενός γενεαλογικού δέντρου, χειρότερη αμαρτία από αυτές που αναφέρονται στις Δέκα Εντολές. Ορισμένοι μάλιστα θα έφταναν στο σημείο να αμφιβάλουν και να αμφισβητήσουν ακόμα και την απόφαση του Κολεγίου της Εραλδικής. Όμως, όπως και να έχει, ο κύριος Γουίλκινς ήθελε να μάθει, αν τελικά το πόρισμα θα έβγαινε υπέρ του και γι’ αυτό απάντησε στην επιστολή του Κολεγίου, λέγοντάς τους πως βεβαίως και γνώριζε ότι τέτοιου είδους έρευνες απαιτούν πολλά χρήματα, αλλά ωστόσο επιθυμούσε να γίνουν και μάλιστα χωρίς καμία αργοπορία.

Πριν το τέλος του χρόνου πήγε στο Λονδίνο για να παραγγείλει την κατασκευή μιας άμαξας (για την Έλινορ, είπε, έτσι ώστε να έχει ένα όχημα για όποτε ο καιρός ήταν βροχερός. Αλλά επειδή η διαδρομή με κλειστή άμαξα την ζάλιζε, τελικά κατέληξε να τη χρησιμοποιεί ο ίδιος κάθε φορά που πήγαινε σε κάποια από τις δεξιώσεις του), η οποία έφερε το έμβλημα των Ντε Γουίντον - Γουίλκινς ζωγραφισμένο ωραιότατα επάνω στις επιφάνειες του οχήματος και στην ιπποσκευή. Ως τώρα κυκλοφορούσε με μια απλή ξέσκεπη άμαξα – λίγο καλύτερη από το παραδοσιακό μόνιππο του πατέρα του. Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια να γίνεται το αντικείμενο της κοροϊδίας των αρχόντων, οι οποίοι σε τελική ανάλυση ήταν οι εργοδότες του, αποτυγχάνοντας να ανέβει στην εκτίμησή τους.

Ο κύριος Ντάνστερ, ο καινούργιος υπάλληλος, ήταν ένας ήσυχος και σεβάσμιος στην όψη άνθρωπος. Δε θα τον αποκαλούσες κύριο ως προς τους τρόπους, ωστόσο κανένας δε θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν χυδαίος. Το πρόσωπό του είχε σχεδόν πάντα την ίδια έκφραση, αυτή του ανθρώπου που εξετάζει σε βάθος το εκάστοτε ζήτημα, ό,τι κι αν είναι αυτό, η οποία ταιριάζει το ίδιο καλά τόσο στους επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου όσο και στους νομικούς και αποτελεί το σωστό ύφος και για τις δύο περιπτώσεις. Περιστασιακά μια λάμψη οξυδέρκειας άστραφτε μέσα στα βαθουλωμένα μάτια του, αλλά ακόμα κι αυτή έσβηνε αμέσως σαν κάτι μέσα του να την κατέπνιγε, και η συνηθισμένη στοχαστική και υποταγμένη έκφρασή του επέστρεφε στο πρόσωπό του. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του άρχισε να οργανώνει τα έγγραφα και να τα ταξινομεί με έναν μεθοδικό και τακτικό τρόπο, καλύτερο κι από εκείνον που χρησιμοποιούσε ο συγχωρεμένος γέρος κύριος Γουίλκινς. Ο ίδιος φρόντιζε να είναι ακριβής και πάντα στην ώρα του και τον εξέπληξε δυσάρεστα η καθυστέρηση ορισμένων κατώτερων υπαλλήλων, οι οποίοι έφταναν το πρωί στην δουλειά τους μισή ώρα αργότερα από το κανονικό. Η ματιά του ήταν πιο αποτελεσματική από τα λόγια. Έκτοτε οι υφιστάμενοί του έφταναν πέντε λεπτά πριν το καθορισμένο άνοιγμα του γραφείου. Ωστόσο αυτός ήταν πάντα εκεί πριν από αυτούς. Ακόμα και ο κύριος Γουίλκινς έσκυβε το κεφάλι μπροστά στην τάξη και την ακρίβεια του υπαλλήλου του. Το ανασηκωμένο φρύδι του κυρίου Ντάνστερ ή μια σύσπαση των χειλιών του μπροστά σε ένα ατυχές μπέρδεμα που προέκυπτε σε κάποια υπόθεση του γραφείου ενοχλούσε τον κύριο Γουίλκινς περισσότερο από ότι θα τον πείραζε μια απευθείας αντιπαράθεση. Γιατί στη δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε να εξηγηθεί και να παραθέσει τις απόψεις του, όπως ο ίδιος θα προτιμούσε. Μια κρυφή, γεμάτη σεβασμό αντιπάθεια άρχισε να γεννιέται μέσα στην καρδιά του, ενάντια στον κύριο Ντάνστερ. Τον εκτιμούσε, αναγνώριζε την αξία του αλλά δεν μπορούσε να τον υποφέρει. Χρόνο με το χρόνο ο κύριος Γουίλκινς είχε αφεθεί περισσότερο στην επιρροή των συναισθημάτων του και λιγότερο στις επιταγές της λογικής του. Εξέτρεφε αντί να ελέγχει την νευρική αποστροφή που του προκαλούσαν οι αυστηροί και μετρημένοι τόνοι της φωνής του κυρίου Ντάνστερ. Ο τελευταίος μιλούσε με μια επαρχιακή προφορά που ηχούσε άσχημα στα ευαίσθητα αυτιά του αφεντικού του. Τον ενοχλούσε ένα συγκεκριμένο πράσινο πανωφόρι, το οποίο φορούσε ο νέος του υπάλληλος και το έβλεπε να παλιώνει με ένα είδος παιδικής ικανοποίησης. Αλλά στην πορεία ο κύριος Γουίλκινς διαπίστωσε πως ο κύριος Ντάνστερ είχε την κακόγουστη συνήθεια να φτιάχνει πάντα τα σακάκια του, τόσο αυτά που φορούσε στη δουλειά, όσο και τα κυριακάτικά του, σε αυτό το αποκρουστικό χρώμα. Κι αυτό μεγάλωσε την κρυφή του ενόχληση. Το χειρότερα από όλα ήταν πως ο κύριος Ντάνστερ ήταν ανεκτίμητος από πολλές απόψεις. «Ένας τέλειος θησαυρός» όπως τον αποκαλούσε ο κύριος Γουίλκινς κάθε φορά που έκανε λόγο γι’ αυτόν την ώρα του δείπνου. Αλλά για όλους τους παραπάνω λόγους κατέληξε τελικά να μισεί τον «τέλειο θησαυρό» του γιατί με τον καιρό άρχισε να νιώθει πως ο Ντάνστερ είχε γίνει τόσο απαραίτητος για την επιχείρηση σε βαθμό που το αφεντικό του δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό χωρίς εκείνον.
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:33 am

Οι πελάτες αναπαρήγαν τα λόγια του κυρίου Γουίλκινς και έλεγαν πως ο κύριος Ντάνστερ ήταν πολύτιμος για τον εργοδότη του. Ένας καθαρός θησαυρός, ο μοναδικός σωτήρας της επιχείρησης. Δεν είχαν ξαναδοκιμάσει καλύτερη εξυπηρέτηση, ούτε την εποχή που ζούσε ο γέρος κύριος Γουίλκινς. Και τί καθαρό μυαλό, τί γνώση του νόμου, τί σταθερός και ακέραιος χαρακτήρας, πάντα στο πόστο του. Η τραχιά φωνή, η βαριά προφορά, το καταπράσινο πανωφόρι δεν σήμαιναν τίποτα γι’ αυτούς. Ούτε που τα πρόσεχαν σε αντίθεση με τις ακριβές συνήθειες του κυρίου Γουίλκινς, τα χρήματα που πλήρωνε για το κρασί του και τα άλογα, τις ανοησίες που ισχυριζόταν πως ήταν συγγενής με τους Ουαλούς Γουίλκινς, την άμαξά του με την οποία όργωνε τους εξοχικούς δρόμους της επαρχίας καταστρέφοντάς την επάνω στα τραχιά πλακόστρωτα.

Όλες αυτές οι παρατηρήσεις δεν έφταναν ως την Έλινορ, ώστε να της ταράξουν τη ζωή. Για εκείνη, ο αγαπημένος της πατέρας ήταν ο πρώτος ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους. Τόσο καλός, τόσο ευγενικός, τόσο γοητευτικός στις συζητήσεις, τόσο γεμάτος από προσόντα και γνώσεις! Με το δικό της υγιές και χαρούμενο μυαλό έβλεπε τη φωτεινή πλευρά του καθένα. Αγαπούσε τη δεσποινίδα Μονρώ – όλους τους υπηρέτες – ειδικά τον Ντίξον, τον αμαξά. Ο πατέρας της έπαιζε μαζί του, όταν ήταν ακόμη παιδιά, και παρόλο που ο αμαξάς σεβόταν και θαύμαζε το αφεντικό του, διατηρούσε κάμποση από την παλιά του άνεση στις κατ’ ιδίαν επαφές τους, η οποία ποτέ δεν είχε χαθεί ολοκληρωτικά. Ο Ντίξον ήταν ένας καλός και γερός άνδρας και οι σχέσεις του με τον κύριό του ήταν αρμονικές, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που συνέβαινε με τον κύριο Ντάνστερ. Γι’ αυτό έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και μπορούσε να μιλάει ελεύθερα για πράγματα τα οποία θα θεωρούνταν ως αυθάδεια αν τα εξέφραζε κάποιος άλλος υπηρέτης.

Ήταν ο έμπιστος φίλος της Έλινορ για πολλά από τα μικρά της πλάνα και σχέδια. Πράγματα για τα οποία δεν είχε το θάρρος να μιλήσει στον κύριο Κορμπέτ, ο οποίος μετά τον πατέρα της και τον Ντίξον, ήταν ο αμέσως επόμενος καλύτερός της φίλος. Αυτή η οικειότητα δυσαρεστούσε τον κύριο Κορμπέτ. Μια - δυο φορές της έκανε κάποιους υπαινιγμούς για το ότι δε θεωρούσε πως ήταν πρέπον να έχει η Έλινορ τόση άνεση με έναν υπηρέτη – έναν άνθρωπο που προερχόταν από μία εντελώς διαφορετική τάξη –όπως ο Ντίξον. Η Έλινορ δυσκολευόταν να αντιληφθεί τα υπονοούμενα. Ως τότε όλοι της μιλούσαν ευθέως. Οπότε ο κύριος Κορμπέτ υποχρεώθηκε, τελικά, να της μιλήσει ξεκάθαρα. Τότε για πρώτη φορά την είδε να θυμώνει. Αλλά ήταν πολύ νέα και πολύ ανώριμη και δυσκολευόταν να βρει τις κατάλληλες λέξεις, για να εκφράσει τα συναισθήματά της. Μπόρεσε μονάχα να αρχίσει κάποιες φράσεις που απόμειναν μισοτελειωμένες όπως:
- Τι κρίμα! Ο καλός, ο αγαπημένος μου Ντίξον, που είναι πιστός κι αληθινός και καλός σαν πραγματικός ευγενής. Τον προτιμώ χίλιες φορές καλύτερα από εσένα, κύριε Κορμπέτ, και θα συνεχίσω να του μιλάω.
Και μετά ξέσπασε σε δάκρυα και έφυγε τρέχοντας και δεν ήρθε να αποχαιρετήσει τον κύριο Κορμπέτ, αν και ήξερε πως δεν θα τον ξανάβλεπε για πολύ καιρό, διότι την επομένη θα επέστρεφε στο πατρικό του, από όπου θα πήγαινε ύστερα στο Κέμπριτζ.

Εκείνος ενοχλήθηκε από το αποτέλεσμα που είχε η χρήσιμη συμβουλή του, την οποία είχε θεωρήσει πως όφειλε να δώσει σε ένα ορφανό από μητέρα κορίτσι, το οποίο δεν είχε κανένα να της διδάξει τους κανόνες της κοσμιότητας με τους οποίους είχαν μεγαλώσει οι δικές του αδερφές. Έτσι έφυγε από το Χάμλεϋ εξίσου λυπημένος και δυσαρεστημένος. Όσο για την Έλινορ, όταν έμαθε την επόμενη μέρα πως εκείνος είχε φύγει οριστικά – είχε φύγει χωρίς καν να περάσει από τον Φορντ Μπανκ για να δει αν εκείνη είχε μετανιώσει για τα οργισμένα της λόγια – είχε φύγει χωρίς να πει ή να ακούσει ένα λόγο αποχαιρετισμού – κλείστηκε στην κάμαρά της και έκλαψε πιο πικρά από κάθε άλλη φορά, νιώθοντας θυμωμένη με τον εαυτό της αλλά επίσης και θλίψη για το φευγιό του. Ευτυχώς ο πατέρας της δειπνούσε έξω, διαφορετικά θα είχε θελήσει να μάθει ποιο ήταν το πρόβλημα της μικρής του αγαπημένης. Κι εκείνη θα υποχρεωνόταν να του εξηγήσει αυτό που δεν περιγράφεται με λόγια. Έτσι κάθισε με την πλάτη της κόντρα στο φως κατά τη διάρκεια του τσαγιού στο δωμάτιο διδασκαλίας και μετά, όταν η δεσποινίς Μονρώ πήγε στο δωμάτιό της για να μελετήσει ισπανικά, η Έλινορ το έσκασε έξω στον κήπο με σκοπό να κλάψει ξανά για το δικό της παραστράτημα και για την αναχώρηση του κυρίου Κορμπέτ. Αλλά η αυγουστιάτικη βραδιά ήταν ήσυχη και γαλήνια και την έκανε να ντραπεί για την παθιασμένη θλίψη της, καλμάροντάς την, με τον ίδιο τρόπο που όλα τα νεαρά πλάσματα ηρεμούν και ξεκουράζονται εκείνη την ειρηνική ώρα, όπου το φως σβήνει κι ουρανός αρχίζει να σκοτεινιάζει.

Υπήρχε ένα κομμάτι εδάφους που περιέβαλλε τον ανθόκηπο, που δεν ήταν δάσος, δεν ήταν σύδεντρο, δεν ήταν παρτέρι – ήταν απλώς ένα κομμάτι από χλόη, μέσα από το οποίο ξεπηδούσε μια συστάδα από γέρικα δέντρα του δάσους. Οι ρίζες τους προεξείχαν στην επιφάνεια του εδάφους. Τα φύλλα τους, το φθινόπωρο, έπεφταν σα βροχή κι έτσι την άνοιξη σε εκείνο το σημείο η χλόη που φύτρωνε ήταν ελάχιστη και αραιή. Αλλά αυτό είχε και τα θετικά του καθώς εκεί ακριβώς βλάσταιναν πλήθος οι γάλανθοι (σσ: λευκά λουλουδάκια).

Οι ρίζες αυτών των γέρικων δέντρων ήταν ο αγαπημένος παιχνιδότοπος της Έλινορ. Ανάμεσα σε δυο διχάλες είχε στήσει την κουζίνα της κούκλας της, πιο πέρα ήταν το σαλόνι της, και πάει λέγοντας. Ο κύριος Κορμπέτ περιφρονούσε το αυτοσχέδιο νοικοκυριό της κούκλας της, οπότε κι εκείνη απέφευγε να τον φέρνει σε εκείνο το μέρος. Αλλά ο Ντίξον το έβρισκε εξαίρετο, σκάρωνε και σχεδίαζε πράγματα με ζήλο που κανονικά θα ταίριαζε σε ένα εξάχρονο κι όχι σε έναν σαραντάρη άνδρα. Εκείνο το βράδυ η Έλινορ πήγε σε αυτή τη γωνιά και ανακάλυψε μια ολάκερη καινούργια συλλογή από στολίδια για το καθιστικό της Μις Ντόλυ καμωμένα από φλούδες ελάτου, με τον πιο κομψό και ευφυή τρόπο. Κατάλαβε πως όλα αυτά ήταν έργο του Ντίξον και έτρεξε αμέσως για να τον βρει και να τον ευχαριστήσει.

- Τι συμβαίνει γλυκιά μου; Ρώτησε ο Ντίξον μόλις τελείωσαν οι ευχαριστίες και μπόρεσε να προσέξει το πρόσωπό της που έφερε ακόμα τα σημάδια από τα δάκρυά της.
- Ω, δε ξέρω! Μη δίνεις σημασία, είπε εκείνη, κοκκινίζοντας.
Ο Ντίξον έμεινε σιωπηλός για ένα – δυο λεπτά, ενόσω εκείνη προσπαθούσε να του αποσπάσει την προσοχή με διάφορες φλυαρίες.
- Μήπως υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο οποίο μπορώ να βοηθήσω; Ρώτησε αυτός μετά από λίγο.
- Ω, όχι! Αλήθεια δε συμβαίνει τίποτα – τίποτα απολύτως, απάντησε εκείνη. Απλά είναι που ο κύριος Κορμπέτ έφυγε χωρίς να με αποχαιρετήσει, αυτό είναι όλο. Και φάνηκε έτοιμη να μπήξει για άλλη μια φορά τα κλάματα.
- Αυτό είναι αγένεια, είπε ο Ντίξον, αποφασιστικά
- Μα το λάθος ήταν δικό μου, απάντησε η Έλινορ, προσπαθώντας να αντικρούσει την κατηγορία.
Ο Ντίξον της έριξε ένα έντονο βλέμμα κάτω από τα τραχιά και πυκνά φρύδια του.
- Μου έκανε κήρυγμα και έλεγε πως δεν φέρομαι όπως οι αδερφές του – λες και εγώ προσπαθώ όλη την ώρα να μοιάσω σε κάποιον άλλο – οπότε θύμωσα και το έβαλα στα πόδια.
- Άρα ήσουν εσύ που δεν θέλησες να του πεις αντίο. Αυτή δεν είναι σωστή συμπεριφορά για μια δεσποινίδα.
- Μα, Ντίξον, δε μου αρέσει να μου κάνουν κήρυγμα!
- Καταλαβαίνω πως δε λαβαίνεις αρκετό από δαύτο. Αλλά πραγματικά, γλυκιά μου, τολμώ να πω πως ο κύριος Κορμπέτ είχε δίκιο. Γιατί βλέπεις το αφεντικό είναι πολυάσχολο και η δεσποινίς Μονρώ είναι υπερβολικά μορφωμένη και η φτωχή σου μητέρα μας έχει αφήσει χρόνους, και δεν έχεις κανέναν για να σου διδάξει το πώς συμπεριφέρονται οι σωστές κυρίες. Και από κάθε άποψη ο κύριος Κορμπέτ προέρχεται από μια καλή οικογένεια. Άκουσα να λένε πως ο πατέρας του έχει τους καλύτερους στάβλους σε όλο το Σροπσάιρ και δεν τσιγκουνεύεται τα χρήματα για δαύτο. Και οι αδερφές του θα έχουν διδαχτεί τους καλύτερους τρόπους. Ίσως να ήταν καλό για εσένα γλυκιά μου, να μάθεις το πώς φέρονται εκείνες.
- Αγαπημένε μου φίλε Ντίξον, δεν έχεις ιδέα για το κήρυγμα που δέχτηκα και δεν πρόκειται να σου πω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως ίσως ο κύριος Κορμπέτ να έχει λιγάκι δίκιο παρόλο που είμαι σίγουρη πως έχει πάρα πολύ άδικο.
- Όμως πρέπει να πάψεις να στενοχωριέσαι, έτσι δεν είναι; Μπράβο, το καλό μου το κορίτσι… Γιατί αυτό δε θα αρέσει καθόλου στο αφεντικό και θα τον κάνει να ανησυχήσει κι έχει ήδη αρκετά προβλήματα, δεν χρειάζεται και τα δικά σου κοκκινισμένα μάτια, αγαπούλα μου.
- Προβλήματα; Ο μπαμπάς έχει προβλήματα! Ω, Ντίξον! Τί εννοείς; Αναφώνησε η Έλινορ και το πρόσωπό της απέκτησε διαμιάς την αγωνιώδη έκφραση μεγάλης γυναίκας.
- Όχι, δεν έχω ιδέα, είπε ο Ντίξον, γενικά και αόριστα. Μονάχα που εκείνος ο τύπος, ο Ντάνστερ, δε μου γεμίζει το μάτι και πιστεύω πως στενοχωρεί το αφεντικό με τους παράξενους τρόπους του.
- Τον μισώ τον κύριο Ντάνστερ! Είπε η Έλινορ με πάθος. Δε θα του πω ούτε λέξη την επόμενη φορά που θα έρθει για να φάει με τον μπαμπά.
- Πρέπει να κάνεις αυτό που θέλει ο μπαμπάς σου, είπε ο Ντίξον, παραινετικά. Και με αυτά τα λόγια οι δυο «φίλοι» τράβηξαν ο καθένας στο δρόμο του.

(τέλος 3ου κεφαλαίου)
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:34 am

Κεφάλαιο 4

Το επόμενο καλοκαίρι ο κύριος Κορμπέτ επέστρεψε ξανά για να συνεχίσει τη μελέτη του με τον Κύριο Νες. Από την πλευρά του δεν είχε αντιληφθεί την παραμικρή αλλαγή στον εαυτό του, και πράγματι ο πρώιμα μεγαλωμένος χαρακτήρας του δεν είχε σημειώσει καμία ιδιαίτερη πρόοδο κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες άσχετα από τα πνευματικά προσόντα που είχε αποκτήσει όλο αυτό το διάστημα. Γι’ αυτό του προκάλεσε μεγάλη έκπληξη η αλλαγή που πρόσεξε επάνω στην Έλινορ Γουίλκινς. Είχε μεταμορφωθεί από ένα μικροκαμωμένο κορίτσι σε μια ψηλή, λεπτή, νέα δεσποινίδα, με πρόσωπο που γινόταν ολοένα και πιο όμορφο και το οποίο έναν χρόνο πριν δεν είχε τίποτα το αξιοσημείωτο πέρα από τη γλύκα των ματιών της. Η επιδερμίδα της ήταν πλέον πεντακάθαρη, αν και κάπως άτονη – ενώ πριν από δώδεκα μήνες θα την χαρακτήριζε ως χλωμή – τα ντελικάτα της μάγουλα ήταν λεία σαν το μάρμαρο, τα δόντια ήταν ίσια και λευκά και τα σπάνια χαμόγελά της αποκάλυπταν ένα όμορφο λακκάκι.

Υποδέχτηκε τον παλιό της φίλο και τιμητή με μια συστολή γεμάτη σοβαρότητα γιατί θυμόταν καλά το πώς είχαν χωρίσει και νόμιζε πως εκείνος δε θα είχε συγχωρήσει, ούτε θα είχε ξεχάσει τον παθιασμένο τρόπο με τον οποίο είχε τρέξει μακριά του. Αλλά η αλήθεια ήταν πως εκείνος, μετά από ένα σύντομο διάστημα ολίγων ωρών κατά το οποίο αισθανόταν προσβεβλημένος και δυσαρεστημένος, ξέχασε τελείως όλο αυτό το σκηνικό. Όμως το καημένο το κορίτσι, προκειμένου να αποδείξει τη μεταμέλειά της, είχε προσπαθήσει σκληρά να αλλάξει τους άγριους, αγορίστικους τρόπους της, για να του δείξει πως, παρόλο που δε θα εγκατέλειπε τον αγαπημένο της παλιόφιλο τον Ντίξον, ό,τι κι αν της έλεγε αυτός ή οποιοδήποτε άλλος, θα προσπαθούσε για να επωφεληθεί από τα κηρύγματά του ως ένα ορισμένο βαθμό. Αυτό είχε ως συνέπεια να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά του μια κομψή και καθωσπρέπει νεαρή δεσποινίδα αντί για το αδέξιο, μικρό κορίτσι που θυμόταν. Ωστόσο κάτω από τους κάπως επιτηδευμένους τρόπους της παραμόνευε ακόμα το παλιό ατίθασο πνεύμα της, όπως διαπίστωσε κι ο ίδιος μετά από μια προσεκτικότερη εξέταση. Και θέλησε να της ξυπνήσει τον παλιό της εαυτό, πασχίζοντας να της θυμίσει τα περασμένα κι όλα τα παιδιάστικα παιχνίδια της, να ζωντανέψει τους τιθασευμένους τρόπους και τη συγκρατημένη ομιλία της με λίγη από την παλιά της αυθεντικότητα.

Και τα κατάφερε. Κανένας, ούτε ο κύριος Γουίλκινς, ούτε η δεσποινίδα Μονρώ, ούτε ο κύριος Νες κατάλαβαν τι συνέβαινε με αυτούς τους δυο νέους – άλλωστε ούτε και οι ίδιοι είχαν την παραμικρή ιδέα. Αλλά πριν από το τέλος του καλοκαιριού ήταν τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο, ή ίσως θα ήταν ακριβέστερο να πω ότι η Έλινορ ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του – εκείνος ήταν τόσο παθιασμένος όσο θα μπορούσε να είναι και με οποιαδήποτε άλλη. Σε αυτόν η λογική υπερτερούσε σε δύναμη έναντι της αγάπης και του πάθους.

Οι λόγοι που ο περίγυρός τους δεν κατάλαβε τίποτα ήταν οι εξής: Ο κύριος Γουίλκινς θεωρούσε ακόμα την Έλινορ ως ένα μικρό κορίτσι, σαν την μονάκριβή του αγαπημένη, τη λατρεμένη του και τίποτε παραπάνω. Η δεσποινίς Μονρώ ήταν απασχολημένη με την προσωπική της πρόοδο. Ο κύριος Νες είχε πέσει με τα μούτρα σε μια νέα έκδοση του «Οράτιου» την οποία επρόκειτο να εκδώσει μαζί με υποσημειώσεις. Πιστεύω πως ο Ντίξον θα μπορούσε να έχει αντιληφθεί κάτι, αλλά η Έλινορ κρατούσε τον κύριο Κορμπέτ και τον Ντίξον χωριστά για τους προφανείς λόγους – καθώς και οι δύο ήταν αγαπημένοι της φίλοι, αλλά ήξερε πως ο κύριος Κορμπέτ δεν συμπαθούσε τον Ντίξον, και υποπτευόταν πως αυτή η αντιπάθεια ήταν αμοιβαία.

Η μόνη διαφορά ανάμεσα στις συνθήκες που επικρατούσαν αυτήν τη χρονιά σε σύγκριση με την περασμένη ήταν η ανάπτυξη αυτού του δεσμού ανάμεσα στους δύο νέους. Πέρα από αυτό, όλα έμοιαζαν να ακολουθούν τη συνηθισμένη τους πορεία. Το καθημερινό πρόγραμμα της Έλινορ ήταν κάπως έτσι: ξυπνούσε νωρίς το πρωί και κατέβαινε στον κήπο ως την ώρα του πρωινού γεύματος, οπότε ετοίμαζε το τσάι για τον πατέρα της και τη δεσποινίδα Μονρώ στην τραπεζαρία, φροντίζοντας πάντα να αφήνει ένα μικρό μπουκέτο από φρεσκοκομμένα λουλούδια δίπλα στο πιάτο του πατέρα της. Μετά το πρωινό, όταν η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από γενικά και αδιάφορα ζητήματα, ο κύριος Γουίλκινς αποσυρόταν στο μικρό αναγνωστήριο, για το οποίο έχει γίνει λόγος κάμποσες φορές. Βρισκόταν στο τέρμα ενός περάσματος που συνέδεε την τραπεζαρία με την κουζίνα στα δεξιά του διαδρόμου. Το σαλόνι επικοινωνούσε με την τραπεζαρία από την άλλη πλευρά του διαδρόμου και η πλαϊνή του πόρτα οδηγούσε σε μια σέρα κι από εκεί ξεκινούσε η βιβλιοθήκη. Ο γέρος κύριος Γουίλκινς είχε προσθέσει στη βιβλιοθήκη μια ημικυκλική προεξοχή, η οποία φωτιζόταν από ψηλά με έναν θόλο και αναδείκνυε τα ιταλικά γλυπτά που είχε αγοράσει ο γιος του. Η βιβλιοθήκη αποτελούσε μακράν το πιο εντυπωσιακό κι ευχάριστο δωμάτιο όλου του σπιτιού γι’ αυτό και σπάνια χρησιμοποιούσαν το σαλόνι, το οποίο έμοιαζε ψυχρό, όπως συμβαίνει συχνά με τα δωμάτια που συνήθως παραμένουν ακατοίκητα. Το αναγνωστήριο του κυρίου Γουίλκινς, στην άλλη πλευρά της οικίας, αποτελούσε επίσης μεταγενέστερη προσθήκη, είχε χτιστεί πριν από μερικά χρόνια και σχημάτιζε μια προεξοχή επάνω στον εξωτερικό τοίχο. Ένα μικρό, στενό και σκοτεινό, πέτρινο πέρασμα οδηγούσε απευθείας ως εκεί, χωρίς κάποιο άλλο άνοιγμα.

Το αναγνωστήριο είχε σχήμα εξαγώνου, ένα πλαϊνό παράθυρο, ένα τζάκι και οι υπόλοιπες τέσσερις πλευρές καταλαμβάνονταν από πόρτες, οι δύο που ήδη έχουν αναφερθεί, άλλη μια στη βάση μιας στενής, στριφογυριστής σκάλας που οδηγούσε κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο του κυρίου Γουίλκινς πάνω από την τραπεζαρία και η τελευταία άνοιγε σε ένα μονοπάτι μέσα από τους θάμνους, στα δεξιά του ανθόκηπου, όπως φαινόταν από το σπίτι. Αυτό το μονοπάτι περνούσε από την αυλή του στάβλου κι ύστερα μέσα από ένα σύντομο πέρασμα έφτανε ως το Χάμλεϋ καταλήγοντας κοντά στο γραφείο του κυρίου Γουίλκινς, ο οποίος πάντα ακολουθούσε τη συγκεκριμένη διαδρομή για να πάει και να επιστρέψει από την επιχείρησή του. Χρησιμοποιούσε το αναγνωστήριο κυρίως ως φουαγιέ και χώρο χαλάρωσης, αν και πάντα αναφερόταν σε αυτό ως έναν βολικό χώρο προκειμένου να διεξάγει τις εμπιστευτικές επαφές του με όσους από τους πελάτες του δεν επιθυμούσαν να συζητούν τις υποθέσεις τους στο γραφείο, όπου υπήρχε η πιθανότητα να τους ακούσουν οι υπάλληλοι. Από την εξωτερική πόρτα μπορούσε επίσης να περάσει στους στάβλους, για σιγουρευτεί πως τα αγαπημένα και πολύτιμα άλογά του λάμβαναν πάντα την κατάλληλη φροντίδα. Κάθε πρωί η Έλινορ τον ακολουθούσε σε αυτό το αναγνωστήριο, τον βοηθούσε να βάλει το παλτό του και του επιδιόρθωνε τα γάντια μιλώντας ασταμάτητα για ένα πλήθος από ευχάριστα μικροπράγματα. Στη συνέχεια, κολλημένη στο μπράτσο του, τον συνόδευε στις επισκέψεις του ως τους στάβλους, πλησιάζοντας τα πιο ήρεμα άλογα, τα οποία χάιδευε και τάιζε ψωμί την ώρα που ο πατέρας της κουβέντιαζε με τον Ντίξον. Όταν τελικά ο πατέρας της έφευγε – συχνά με αρκετή καθυστέρηση – εκείνη επέστρεφε στο δωμάτιο διδασκαλίας με τη δεσποινίδα Μονρώ και έβαζε τα δυνατά της για μελετήσει τα μαθήματά της. Αλλά δεν είχε πολύ χρόνο για σταθερές επιδόσεις. Αν ο πατέρας της ενδιαφερόταν για την πρόοδό της εκείνη θα δούλευε σκληρά για να πετύχει τους στόχους της. Αλλά ο κύριος Γουίλκινς ήταν άνθρωπος που προτιμούσε την άνεση και τις απολαύσεις και δεν είχε καμία όρεξη να γίνεται, όπως νόμιζε, σχολαστικός και να εξετάζει συστηματικά την κόρη του προκειμένου να διαπιστώσει την πνευματική της εξέλιξη. Του αρκούσε το ότι εκείνη, μέσα από τα διάφορα, σκόρπια και συγκεχυμένα διαβάσματά και τη γενική νοημοσύνη της, αποτελούσε μια ευχάριστη συντροφιά για τις ώρες της ανάπαυσής του.

Στις δώδεκα η ώρα, η Έλινορ άφηνε στην άκρη τα βιβλία της με χαρούμενη ανυπομονησία, φιλούσε τη δεσποινίδα Μονρώ, την ρωτούσε αν ήθελε να κάνουν μια κανονική βόλτα και αισθανόταν ευγνωμοσύνη κάθε φορά που αποφασιζόταν πως θα ήταν καλύτερο να κάνουν έναν μικρό περίπατο στον κήπο – μια απόφαση που έπαιρναν συχνά, καθώς η δεσποινίς Μονρώ απεχθανόταν την κούραση, μισούσε τη σκόνη, τις ανηφοριές και φοβόταν τη βροχή, όλα δηλαδή τα δυσάρεστα πράγματα που μπορούν να προκύψουν κατά τη διάρκεια μιας πεζοπορίας στην εξοχή. Οπότε η Έλινορ χοροπηδούσε έξω στον κήπο, περιποιόταν τα λουλούδια της, έπαιζε στη συνηθισμένη της γωνιά ανάμεσα στις ρίζες των δέντρων και όποτε μπορούσε, παρέσυρε τον Ντίξον μέσα στον ανθόκηπο προκειμένου να συζητήσουν για τα άλογα και τα σκυλιά. Γιατί ένας από τους ελάχιστους, αυστηρούς κανόνες του πατέρα της ήταν πως η Έλινορ δεν επιτρεπόταν να πάει στους στάβλους παρά μόνο αν ήταν κι εκείνος μαζί της. Έτσι οι στιχομυθίες της με τον Ντίξον περιορίζονταν στον ανθόκηπο ή στο μικρό κομμάτι του δάσους που τον περιέβαλλε. Η δεσποινίς Μονρώ καθόταν και λιαζόταν στον ήλιο κοντά στο ηλιακό ρολόι, μέσα στα ζωηρόχρωμα παρτέρια που φαίνονταν από τα παράθυρα της τραπεζαρίας και του αναγνωστηρίου.

Κατά τη μία η ώρα η Έλινορ και η δεσποινίδα Μονρώ γευμάτιζαν. Μεσολαβούσε το διάστημα μιας ώρας για να χωνέψει η δεσποινίς Μονρώ, το οποίο η Έλινορ περνούσε ξανά έξω από το σπίτι και στις τρεις άρχιζαν ξανά τα μαθήματα που διαρκούσαν ως τις πέντε. Τότε πήγαιναν να ντυθούν κατάλληλα για το τσάι που σερβιριζόταν στο δωμάτιο διδασκαλίας στις πέντε και μισή. Μετά το τσάι η Έλινορ προσπαθούσε να προετοιμάσει τα μαθήματα της επόμενης ημέρας, αλλά όλη την ώρα έστηνε αυτί περιμένοντας τα βήματα του πατέρα της και μόλις τα άκουγε, πετούσε κάτω το βιβλίο της και έτρεχε έξω από το δωμάτιο για να τον υποδεχτεί και να τον φιλήσει. Στις επτά ήταν η ώρα του δείπνου για τον πατέρα. Σπάνια έτρωγε μόνος του. Συνήθως δειπνούσε εκτός σπιτιού τέσσερις φορές την εβδομάδα και, όταν δεν πήγαινε σε κάποια κοινωνική συγκέντρωση, προτιμούσε να έχει κάποιον για να του κρατάει συντροφιά: Πολύ συχνά δεχόταν τον κύριο Νες, και μαζί του τον κύριο Κορμπέτ, σε περίπτωση που βρισκόταν στο Χάμλεϋ, έναν παλιό φίλο ή κάποιον από τους πελάτες του. Μερικές φορές, με βαριά καρδιά και μονάχα επειδή δε μπορούσε να το αποφύγει χωρίς να φανεί αγενής, ο κύριος Γουίλκινς καλούσε τον κύριο Ντάνστερ και πάντα, αμέσως μετά το φαγητό, ακολουθούσαν την Έλινορ στη βιβλιοθήκη, καθώς δεν είχαν άλλα, ιδιαίτερα θέματα να συζητήσουν μεταξύ τους. Με όλους τους άλλους επισκέπτες του, ο κύριος Γουίλκινς καθόταν για πολύ ώρα – και δεν έλεγε να το κουνήσει από το τραπέζι. Με τον κύριο Νες γιατί είχαν πολλά ενδιαφέροντα θέματα για να συζητήσουν και με κάποιους άλλους, γιατί το κρασί ήταν καλό και ο οικοδεσπότης δεν ήθελε να πάει χαμένο.

Ο κύριος Κορμπέτ συνήθως άφηνε τον δάσκαλο του και τον κύριο Γουίλκινς και τριγύριζε μέσα στη βιβλιοθήκη. Εκεί κάθονταν η Έλινορ και η δεσποινίς Μονρώ, απασχολημένες και οι δυο με τα εργόχειρά τους. Τότε εκείνος έφερνε ένα σκαμπό προς τη μεριά της Έλινορ κι άρχιζε να την ρωτάει, να την πειράζει, να της αποσπά την προσοχή και κατέληγαν εντελώς απορροφημένοι ο ένας από τον άλλο, ενώ το αίσθημα κοσμιότητας της δεσποινίδας Μονρώ παρέμενε καθησυχασμένο με τη σκέψη πως ο κύριος Γουίλκινς ήταν ενήμερος για όλα αυτά, εφόσον επέτρεπε σε έναν νεαρό άνδρα να έχει τέτοιες οικειότητες με την κόρη του η οποία, σε τελική ανάλυση, ήταν ακόμα ένα παιδί.

Τον τελευταίο καιρό ο κύριος Κορμπέτ είχε αποκτήσει τη συνήθεια να περπατά ως το Φορντ Μπανκ κάθε μέρα, γύρω στις δώδεκα η ώρα, για να παίρνει την εφημερίδα των Τάιμς και να αράζει στον κήπο μέχρι τη μία και υποτίθεται πως αυτό δεν είχε να κάνει ούτε με την Έλινορ ούτε με την δεσποινίδα Μονρώ, αν και φυσικά ο ίδιος ήταν πάντα στη διάθεση της πρώτης.

Η δεσποινίς Μονρώ σκεφτόταν πως εκείνος θα χαιρόταν να μείνει μαζί τους για το μεσημεριανό γεύμα, αλλά ποτέ της δεν τον προσκάλεσε και ο ίδιος φυσικά, δε θα μπορούσε να παραμείνει χωρίς τη ρητή έγκρισή της. Μιλούσε στην Έλινορ για τη μητέρα και τις αδερφές του και για όλα όσα έκαναν, έκανε επίσης λόγο για τον πατέρα του βεβαιώνοντάς την πως κάποια μέρα θα τους γνώριζε και η ίδια από κοντά. Εκείνη δεν εξέφραζε την παραμικρή αμφιβολία και δεν αμφισβητούσε ποτέ τις απόψεις του. Απλώς συμφωνούσε μαζί του.

Ο ίδιος προβληματιζόταν σχετικά με το αν θα έπρεπε να της μιλήσει, έτσι ώστε να εξασφαλίσει την δική της υπόσχεση ότι θα γίνει δική του, πριν από την επιστροφή του στο Κέμπριτζ ή όχι. Δεν του άρεσε η τυπικότητα μιας επίσημης πρότασης στον κύριο Γουίλκινς, αν και θα ήταν ο σωστός και έντιμος τρόπος να διεκδικήσει ένα κορίτσι της ηλικίας της, καθώς εκείνη δεν είχε καν κλείσει τα δεκάξι. Όχι πως περίμενε ότι ο κύριος Γουίλκινς θα προέβαλε την παραμικρή αντίρρηση από την πλευρά του. Η έγκρισή του γι’ αυτόν τον δεσμό, ο οποίος στην ηλικία που ήταν και οι δύο νέοι ήταν σίγουρο πως θα οδηγούσε σε έναν αρραβώνα, φαινόταν ξεκάθαρα μέσα από τις πράξεις του παρόλο που δεν εκφραζόταν ρητώς. Όμως τότε θα έπρεπε να γίνει λόγος και για τον δικό του πατέρα, ο οποίος δεν είχε ιδέα για την όλη υπόθεση και σίγουρα θα την αντιμετώπιζε ως παιδιάστικη επιπολαιότητα. Λες και στα εικοσιένα του χρόνια ο Ραλφ δεν ήταν ακόμα άνδρας με δική του άποψη, λες και δεν είχε αποφασίσει τον δρόμο που θα ακολουθούσε προκειμένου να κατακτήσει την ανεξαρτησία του και τη δόξα, υπό την προϋπόθεση πάντα πως αυτά τα δύο αποκτιούνται με την εξυπνάδα και την δύναμη της θέλησης.
Όχι. Δε σκόπευε να μιλήσει στον κύριο Γουίλκινς προτού να περάσουν τουλάχιστον δυο χρόνια ακόμα.
Όμως έπρεπε να μιλήσει ανοιχτά στην Έλινορ για τον έρωτά του και την πρόθεσή του να την παντρευτεί;

(συνεχίζεται)
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:35 am

Τελικά αποφάσισε πως το πιο συνετό θα ήταν να σιωπήσει. Δεν φοβόταν μήπως συμβεί κάποια αλλαγή στα συναισθήματά του. Γι’ αυτά ήταν σίγουρος. Αλλά σκεφτόταν με τον εξής τρόπο: Αν έκανε μια κανονική εξομολόγηση σε εκείνη, τότε αυτή θα ήταν υποχρεωμένη να το ανακοινώσει στον πατέρα της. Αν δεν το έκανε, τότε θα έχανε τον σεβασμό και τη συμπάθειά του. Όμως αυτή η εξέλιξη θα οδηγούσε σε όλες εκείνες τις συζητήσεις και εξηγήσεις και αναφορές στον δικό του πατέρα, όπως ακριβώς και θα συνέβαινε και στην περίπτωση μιας απευθείας πρότασης στον κύριο Γουίλκινς, ένα βήμα που το είχε ήδη αποκλείσει ως άκαιρο.

Έτσι κι αλλιώς ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την αγάπη της Έλινορ, ήταν σαν, εκείνη, να είχε δεσμευτεί απέναντί του με όλους τους πιθανούς όρκους που θα μπορούσε ποτέ να εκφράσει μια γυναίκα. Ήξερε καλύτερα κι από την ίδια πως η αθώα και κοριτσίστικη καρδιά της του ανήκε ολοκληρωτικά. Ήταν πολύ περήφανος και δεν ήθελε επουδενί να την φέρει σε δύσκολη θέση. «Εκτός αυτού», έλεγε στον εαυτό του, προκειμένου να επιτείνει τη βεβαιότητά του, «Με πόσους ανθρώπους έρχεται σε επαφή; Με εκείνους τους ανόητους τους Χόλστερ, οι οποίοι, ενώ θα έπρεπε να περηφανεύονται που έχουν μια τέτοια κοπέλα για εξαδέλφη τους, αγνοούν την ύπαρξή της και μιλούσαν περιφρονητικά για τον πατέρα της, την τελευταία φορά που είχαν δειπνήσει εδώ πέρα. Οι χωριάτες σε αυτήν την ασήμαντη επαρχία μου γίνονται τσιμπούρια γιατί ο πατέρας μου κατάγεται από τους Πλανταγενέτες (σσ αρχαία αγγλική δυναστεία) χωρίς να δίνουν δεκάρα για εμένα τον ίδιο και αγνοούν την Έλινορ. Και κοιτάζουν αφ’ υψηλού τον πατέρα της επειδή ο γέρο Γουίλκινς δεν είχε επιφανείς προγόνους. Τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς και τόσο το καλύτερο για εμένα εν προκειμένω. Είμαι υπεράνω των ανόητων, απηρχαιωμένων προκαταλήψεών τους και θα χαρώ πολύ όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή για να κάνω την Έλινορ γυναίκα μου. Έτσι κι αλλιώς η κόρη ενός πλούσιου δικηγόρου δεν είναι δα και τόσο ακατάλληλο ταίρι για εμένα, όντας ο μικρότερος γιος. Η Έλινορ σε τρία – τέσσερα χρόνια από τώρα θα γίνει μια εκθαμβωτική γυναίκα. Ακριβώς το είδος που αρέσει στον πατέρα μου – τέτοιο κορμί, τέτοια μέλη. Θα κάνω υπομονή, θα αφήσω τον καιρό να περάσει, θα εκμεταλλευτώ τις ευκαιρίες που θα μου δοθούν και στο τέλος όλα θα πάνε καλά».

Έτσι αποχαιρέτησε την Έλινορ με τον πιο διστακτικό και τρυφερό τρόπο, παρόλο που δεν της είπε κάτι ιδιαίτερο και τα λόγια του δεν διέφεραν από όσα είπε στην δεσποινίδα Μονρώ. Ο κύριος Γουίλκινς σχεδόν περίμενε μια αποκάλυψη σχετικά με τα συναισθήματα που υποψιαζόταν πως έτρεφε ο νέος. Όταν αυτό δεν συνέβη άρχισε να περιμένει μια εξομολόγηση από την Έλινορ. Αλλά εκείνη δεν είχε κάτι να του πει, όπως διαπίστωσε κι ίδιος από την ειλικρινή και χωρίς αμηχανίες συμπεριφορά της κόρης του, όταν απέμειναν οι δυο τους μετά το δείπνο. Είχε απορρίψει μια πρόσκληση και είχε ξεφορτωθεί τον κύριο Νες προκειμένου να έχει αυτό το εμπιστευτικό τετ α τετ με την κόρη του, καθώς η μητέρα της δε ζούσε πια. Αλλά δεν υπήρχε κάτι για να του εξομολογηθεί. Αισθάνθηκε κάπως ενοχλημένος, αλλά έπειτα διαπίστωσε πως εκείνη, παρόλο που ήταν λυπημένη, διατηρούσε την ηρεμία με τον εαυτό της και τον κόσμο, οπότε κι αυτός, όντας πάντα αισιόδοξος, άρχισε να σκέφτεται πως ο νέος είχε πράξει σωστά και δεν είχε βιαστεί να ανοίξει τα φύλλα της νεανικής της καρδιάς.

Τα επόμενα δύο χρόνια πέρασαν με τον ίδιο περίπου τρόπο – ή έτσι τουλάχιστον θα πίστευε έναν επιπόλαιος παρατηρητής. Έχω ακούσει ανθρώπους να λένε, πως αν κοιτάξεις ένα στρατιωτικό απόσπασμα να προχωράει με σταθερό βηματισμό, σε έναν ανοιχτό χώρο, κατά τη διάρκεια μιας επιθεώρησης του στρατεύματος, σου δίνεται η εντύπωση πως παραμένουν ακίνητοι, στο ίδιο σημείο, εκτός κι αν συγκρίνεις τη θέση τους με κάποιο άλλο αντικείμενο που να υποδεικνύει την κίνησή τους, κι αυτό γιατί προχωρούν με ομοιόμορφες, επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Με τον ίδιο τρόπο όλα εκείνα τα θλιβερά πράγματα που έμελλε να ζήσουν ετούτος ο πατέρας και η κόρη του, ήταν αδύνατο να γίνουν αντιληπτά μέσα στη σταθερή πρόοδό τους. Κι όμως, πέρα από τη μονοτονία και την πεζή ομοιομορφία της καθημερινότητάς τους, η δυστυχία ερχόταν ορμητική καταπάνω τους, σαν οπλισμένος στρατιώτης. Πολύ πριν ο κύριος Γουίλκινς να μπορέσει να την διακρίνει, τον πλησίαζε από μακριά – όπως ακριβώς πλησιάζει κι όλους εμάς, αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Μπορεί να βρίσκεται ακόμα έξω από το οπτικό μας πεδίο, αλλά μέσα στην ηρεμία της νύχτας οι καρδιές ζαρώνουν στο άκουσμα των βημάτων της που πλησιάζουν. Καλύτερα να πέσει κανείς στα χέρια του Αιώνιου Κριτή, παρά στα χέρια των ανθρώπων. Αλλά τη χειρότερη μοίρα όλων, έχει αυτός που πρέπει έπειτα να πιεί το πικρό ποτήρι των τύψεων που του φέρνει στα χείλη η κακή του μοίρα.

Ο κύριος Γουίλκινς αφηνόταν στις ανέσεις και στις απολαύσεις του, ολοένα και περισσότερο, χρόνο με το χρόνο. Ωστόσο καμία βελτίωση δεν επήλθε στις ανέσεις και τις απολαύσεις του, αφού κάτι τέτοιο σπάνια συμβαίνει στους ανθρώπους που είναι παραδομένοι στα προσωπικά τους πάθη. Ενδιαφερόταν όλο και λιγότερο για όσα βιβλία θα μπορούσαν κάπως να ενισχύσουν τις ικανότητές του, ελάχιστα για τις γκραβούρες και τα γλυπτά – ίσως μονάχα να του απόμενε ένα μικρό ενδιαφέρον για κάποιους πίνακες. Ξόδευε τεράστια ποσά για τα άλογά του. Είχε το νου του μονάχα στα φαγοπότια. Δεν υπήρχε κάποια ξεκάθαρη διαστροφή πίσω από όλα αυτά, που να δικαιολογούσε κάποια εγκληματική τάση, η οποία θα μπορούσε να τον κυριεύσει και να του διαταράξει τον τρόπο που σκεφτόταν και ζούσε. Άλλωστε κι άλλοι άνθρωποι έκαναν ό,τι κι εκείνος, έτσι τουλάχιστον όπως το έβλεπε αυτός από τη δική του επιπόλαιη οπτική γωνία. Αλλά οι περισσότεροι από τους γνωστούς του είχαν τα δικά τους καθήκοντα, τα οποία επιτελούσαν ευσυνείδητα τις ώρες που εκείνος απουσίαζε από τη συντροφιά τους. Ναι! Τα αποκαλώ καθήκοντα αν και ορισμένα από αυτά ανήκαν στις οικειοθελώς ανειλημμένες υποχρεώσεις και είχαν καθαρά κοσμικό χαρακτήρα. Επρόκειτο για ορισμένες σιωπηρές ή εκπεφρασμένες δεσμεύσεις τις οποίες τηρούσαν. Από τον κύριο Χέδερινγκτον, τον υπεύθυνο του κυνηγετικού εξοπλισμού, ο οποίος έμενε ξάγρυπνος και πήγαινε στο κυνοτροφείο, για να σιγουρευτεί πως οι άνδρες του έκαναν σωστά και ολοκληρωμένα τη δουλειά τους ως τον αυστηρό εξοχότατο κύριο Λάιονελ Πλέιφεαρ, τον ακέραιο δικαστή, τον προσεκτικό και ευσυνείδητο κτηματία – όλοι εκπλήρωναν τα καθήκοντά τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους. Υπήρχαν και μερικοί πιο νωθροί ανάμεσα σε αυτούς που συναναστρεφόταν ο κύριος Γουίλκινς στα κυνήγια και στα δείπνα. Για παράδειγμα ο κύριος Νες δεν ήταν τόσο δραστήριος ως ιερέας – ωστόσο ακόμα κι αυτός δούλευε σκληρά με τους μαθητές του και για το βιβλίο που ετοίμαζε. Μονάχα ο κύριος Γουίλκινς όντας δυσαρεστημένος από τη θέση του, παραμελούσε να εκπληρώσει τα καθήκοντά του. Μιμούταν τις απολαύσεις και επιδίωκε την υποτιθέμενη τεμπελιά εκείνων που τον περιτριγύριζαν. Πίστευε πως ο ίδιος, θα μπορούσε να αξιοποιήσει καλύτερα από τους άλλους τον ελεύθερο χρόνο του, καθώς ήταν άνθρωπος καταρτισμένος με πνευματικά ενδιαφέροντα σε αντίθεση με όλους αυτούς τους βαρετούς, αγροίκους άρχοντες που δεν είχαν ταξιδέψει πουθενά και κι ούτε διέθεταν κάποια καλλιέργεια – παρόλο που, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, επέμενε να τους συναναστρέφεται.

Έτσι καθημερινά ο κύριος Γουίλκινς έχανε κάτι από την πνευματικότητά του και βυθιζόταν σε μια ηδονιστική μαλθακότητα. Αργούσε να κοιμηθεί τα βράδια και μισούσε τον κύριο Ντάνστερ για τα έντονα βλέμματα που του έριχνε κάθε φορά που του ανακοίνωνε πως κάποιος πελάτης περίμενε πάνω από μία ώρα για μία συνάντηση.
- Γιατί δεν τον αναλαμβάνεις εσύ ο ίδιος Ντάνστερ; Είμαι σίγουρος πως θα μπορούσες να τα καταφέρεις τόσο καλά όσο κι εγώ, του απαντούσε μερικές φορές ο κύριος Γουίλκινς, προσπαθώντας να πει κάτι θετικό για τον άνδρα που αντιπαθούσε και φοβόταν. Ο κύριος Ντάνστερ του απαντούσε πάντα, με έναν μειλίχιο αλλά κατηγορηματικό τόνο:
- Ω, κύριε δεν επιθυμούν να συζητήσουν τις υποθέσεις τους με έναν υφιστάμενο.

Και κάθε φορά που έλεγε αυτό ή κάτι παρόμοιο, μια ιδέα σχηματιζόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρα στο μυαλό του κυρίου Γουίλκινς σχετικά με το πόσο θα τον βόλευε να κάνει συνεταίρο του τον Ντάνστερ και έτσι να ρίξει όλες τις επαγγελματικές ευθύνες και τις αγγαρείες στους ώμους του υπαλλήλου του. Οι διάφοροι φορτικοί πελάτες που έκλειναν ραντεβού στις πιο ακατάλληλες ώρες και επιθυμούσαν μυστικότητα, πιθανώς θα εμπιστεύονταν τον συνεργάτη του από την στιγμή που δεν θα ήταν πλέον μόνο ένας απλός υπάλληλος. Οι μεγαλύτερες επιφυλάξεις του σχετικά με αυτό το ζήτημα είχαν να κάνουν κυρίως με την έντονη αντιπάθεια που αισθανόταν ο κύριος Γουίλκινς για τον κύριο Ντάνστερ την αποστροφή του για τη συντροφιά του, το ντύσιμό του, τη φωνή, τους τρόπους του, καθώς όλα τα παραπάνω εκνεύριζαν τον εργοδότη του σε βαθμό που τα συναισθήματά του απέναντι στον κύριο Ντάνστερ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αντιπάθεια. Εκτός αυτού, ο κύριος Γουίλκινς γνώριζε καλά πως όλες οι πράξεις και οι κουβέντες του κυρίου Ντάνστερ ήταν προσεκτικά και μεθοδικά προμελετημένες και όλες στόχευαν στην μεγάλη, ανείπωτη επιθυμία της ζωής του – στο να γίνει συνεταίρος στην επιχείρηση που τώρα ήταν απλώς ένας υπάλληλος. Ο κύριος Γουίλκινς εισέπραττε μια κακεντρεχή απόλαυση βασανίζοντας τον κύριο Ντάνστερ με συζητήσεις όπως αυτή που ανέφερα προηγουμένως, οι οποίες πάντα έδιναν την εντύπωση ενός ανοίγματος στην ευόδωση του επιθυμητού τέλους, αλλά ωστόσο, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν προχωρούσαν πέρα από ένα ορισμένο σημείο. Κι όμως, με τον καιρό αυτή η τελική έκβαση άρχισε να συγκεκριμενοποιείται ολοένα και περισσότερο, ώσπου στο τέλος επετεύχθη.
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Mon 26 Sep 2016, 4:35 am

Ο κύριος Ντάνστερ πάντα υποπτευόταν πως την τελική ώθηση την έδωσε κάποιος εξωγενής παράγοντας, κάποια αυστηρή επίπληξη για αμέλεια, κάποια απειλή για απόσυρση κάποιας υπόθεσης που είχε ανατεθεί στον εργοδότη του. Όμως δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για κάτι τέτοιο. Το μόνο που γνώριζε ήταν πως ο κύριος Γουίλκινς του πρότεινε να συνεταιριστούν με τον πιο άκομψο τρόπο που θα μπορούσε να υπάρξει. Μια αγένεια που σε τελική ανάλυση ήταν εντελώς αμελητέα, την οποία ο κύριος Ντάνστερ θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει με έναν διακριτικό σαρκασμό, εκμεταλλευόμενος όλα τα πιθανά πλεονεκτήματα από το απτό όφελος που πλέον μπορούσε να έχει.

Λίγο πριν από αυτό το γεγονός ο κύριος Κορμπέτ είχε αποκαλύψει και επισήμως τα συναισθήματά του στην Έλινορ. Είχε τελειώσει το κολέγιο, είχε εισαχθεί στον δικηγορικό σύλλογο του Μιντλ Τεμπλ και δούλευε σκληρά ως νομικός νιώθοντας πως η επιτυχία ήταν στο χέρι του. Η Έλινορ ετοιμαζόταν για το ντεμπούτο της στις επόμενες συγκεντρώσεις του Χάμλεϋ και ο αγαπημένος της άρχισε να ζηλεύει τους πιθανούς θαυμαστές που θα μπορούσε να προσελκύσει η εκθαμβωτική της εμφάνιση και οι εύθυμες συζητήσεις, οπότε θεώρησε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή προκειμένου να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και να δεσμευτεί μιλώντας ανοιχτά.

Φυσικά δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος ανησυχίας και δεν θα χρειαζόταν να ενεργήσει έτσι, αν μπορούσε να καταλάβει την καρδιά της Έλινορ με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβανόταν την ομορφιά και τα λόγια της. Εκείνη δεν είχε ανάγκη από επίσημες διακηρύξεις και υποσχέσεις. Θεωρούσε πως ήταν απολύτως δεσμευμένη απέναντί του και προτίθετο να παντρευτεί μονάχα αυτόν και κανέναν άλλο, πολύ πριν εκείνος να της κάνει την τελική πρόταση. Μάλιστα η αναγκαιότητα μια τελικής συνεννόησης της προκάλεσε κάποια έκπληξη:
- Έλινορ, αγαπημένη μου, θα ήθελες… θέλεις να με παντρευτείς;
Η απάντησή της, την οποία εξέφρασε μαζί με ένα βαθύ κοκκίνισμα, μιλώντας σε έναν απαλό, ψιθυριστό τόνο, ήταν:
- Ναι, ω ναι, δε θα μπορούσε να σκεφτώ κάτι διαφορετικό.
- Τότε μπορώ να μιλήσω στον πατέρα σου, έτσι δεν είναι, γλυκιά μου;
- Το γνωρίζει ήδη, είμαι σίγουρη, και σε συμπαθεί τόσο πολύ. Αχ, πόσο χαρούμενη είμαι!
- Παρόλα αυτά πρέπει να του μιλήσω προτού να φύγω. Πότε μπορώ να τον δω καλή μου Έλινορ; Πρέπει να επιστρέψω στην πόλη στις τέσσερις η ώρα.
- Άκουσα τη φωνή του στην αυλή έξω από τους στάβλους, λίγο πριν έρθεις. Στάσου να πάω για να δω αν έχει φύγει ήδη για το γραφείο του.

Όχι! Και βέβαια δεν είχε φύγει. Κάπνιζε ήσυχα ένα πούρο μέσα στο αναγνωστήριο καθισμένος σε μια πολυθρόνα πλάι στο ανοιχτό παράθυρο και έριχνε μερικές τεμπέλικες ματιές στις αγγελίες των Τάιμς. Απεχθανόταν να πηγαίνει στο γραφείο ολοένα και περισσότερο από τότε που ο Ντάνστερ είχε γίνει συνεταίρος του. Αυτός ο τύπος είχε συνέχεια ένα καχύποπτο και επικριτικό ύφος.

Σηκώθηκε, έβγαλε το τσιγάρο από το στόμα του και προσέφερε ένα κάθισμα στον κύριο Κορμπέτ, γνωρίζοντας καλά την αιτία που, μπαίνοντας στο δωμάτιο, άρχισε την κουβέντα του με αυτά τα λόγια:
- Μπορώ να έχω μια σύντομη συζήτηση μαζί σας, κύριε Γουίλκινς;
- Φυσικά, αγαπητέ μου φίλε. Κάθισε. Θα ήθελες ένα πούρο;
- Όχι! Δεν καπνίζω ποτέ. Ο κύριος Κορμπέτ απεχθανόταν όλα αυτά τα ευφραντικά και έβαλε έναν κάπως αυστηρό τόνο στην άρνησή του, χωρίς κι ο ίδιος να το καταλάβει. Γιατί παρόλο που δεν ήταν αναίσθητος, κατά βάθος δεν έμοιαζε με εκείνους τους ανθρώπους που ασχολούνται με τα ελαττώματα των άλλων.
- Θέλω να σας μιλήσω σχετικά με την Έλινορ. Εκείνη θεωρεί πως πρέπει να γνωρίζετε για τα αμοιβαία αισθήματά μας.
- Λοιπόν, είπε ο κύριος Γουίλκινς, συνεχίζοντας το κάπνισμά του, εν μέρει για να κρύψει την ταραχή του εξαιτίας όσων επρόκειτο να ακούσει, το είχα υποψιαστεί. Δεν έχουν περάσει δα και τόσα πολλά χρόνια από τότε που ήμουν νέος και ο ίδιος. Και αναστέναξε αναθυμούμενος τη Λέτις και τη φρέσκια, ελπιδοφόρα νιότη του.
- Και ελπίζω κύριε, εφόσον το είχατε καταλάβει και ποτέ δεν εκφράσατε κάποια αντίρρηση επ’ αυτού, πως θα μας δώσετε τη συγκατάθεσή σας, αυτό άλλωστε σας ζητώ, για να παντρευτούμε.

Ο κύριος Γουίλκινς έμεινε για λίγο σιωπηλός, καθώς αρκούσε ένα άγγιγμα, μια σκέψη, μια λέξη παραπάνω, για να ξεσπάσει σε δάκρυα. Γιατί, σε τελική ανάλυση, του φαινόταν δύσκολο να δώσει τη συγκατάθεσή του, η οποία θα τον έκανε να αποχωριστεί το μοναχοπαίδι του. Ξαφνικά ο κύριος Γουίλκινς σηκώθηκε όρθιος και πιάνοντας το χέρι του ανυπόμονου ερωτευμένου (γιατί η σιωπή του είχε αγχώσει τον κύριο Κορμπέτ προκαλώντας του σύγχυση, καθώς δεν καταλάβαινε τι σήμαιναν όλα αυτά) είπε:
- Ναι, να είστε και οι δύο ευλογημένοι! Θα σου την δώσω κάποια μέρα, μόνο που πρώτα πρέπει να μεσολαβήσει ένα μεγάλο διάστημα. Και τώρα πήγαινε, γύρισε πίσω σε εκείνη, γιατί δεν μπορώ να το αντέξω άλλο πλέον όλο αυτό.

Ο κύριος Κορμπέτ επέστρεψε στην Έλινορ. Ο κύριος Γουίλκινς κάθισε και έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του, έπειτα πήγε στον στάβλο του και ζήτησε να του ζέψουν τον Γουαϊλντφάιαρ (σσ. Εννοεί ένα συγκεκριμένο άλογο με αυτό όνομα που σημαίνει Πυρκαγιά) για να κάνει μια μεγάλη βόλτα στην εξοχή. Μάταια τον περίμενε ο κύριος Ντάνστερ στο γραφείο, όπου ένας στριμμένος γηραιός, ευγενής από μια απομακρυσμένη περιοχή της επαρχίας δεν αναγνώριζε την ιδιότητα του Ντάνστερ ως συνεργάτη, και απαιτούσε επίμονα να δει τον κύριο Γουίλκινς για μια σημαντική υπόθεση.

τέλος 4ου κεφαλαίου
Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.  Empty Re: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (Elizabeth Gaskell): Τα έργα μιας σκοτεινής νύχτας.

Post by Sponsored content


Sponsored content


Back to top Go down

Back to top


 
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum