Austerlitz, W.G. Sebald
Page 1 of 1
Austerlitz, W.G. Sebald
W.G. Sebald
Austerlitz
σελ. 415
εκδ. by Penguin Books Ltd 2002
ISBN 0140297995 (ISBN13: 9780140297997)
Διάβασα σε αυτό το μυθιστόρημα, την τρίτη πιο συναισθηματικά φορτισμένη φράση, που έχω συναντήσει ποτέ σε λογοτεχνικό έργο. Η πρώτη είναι η αρχή του θρήνου της Αντιγόνης: «Ω, τάφε μου, ω, νυφιάτικό μου, ω αιώνια, βαθιά στη γη, σκαμμένη κατοικιά μου». Η δεύτερη είναι τα λόγια του γιατρού Πασκάλ, στην «Περιουσία των Ρουγκόν», στο πεδίο της μάχης: «Elle est morte». Και η τρίτη υπάρχει σε αυτό το βιβλίο είναι κραυγή της ηλικιωμένης Βέρας που αναφωνεί: «Jacquot, dis, est-ce que c'est vraiment toi?» Και στις τρεις περιπτώσεις έχουμε μια σπουδή επάνω στην απώλεια. Η χαμένη ζωή, τα χαμένα όνειρα, το χαμένο παρελθόν. Και ο Αούστερλιτς, ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας του Sebald, είναι χαμένος. Ψάχνει να βρει κάτι, το οποίο δεν υπάρχει πλέον και συνεπώς είναι καταδικασμένος να υποφέρει από ένα αδιάκοπο αίσθημα κενού, που τον αρρωσταίνει και το καταρρακώνει ψυχικά και σωματικά. Ο ανώνυμος αφηγητής (ίσως μια εκδοχή του ίδιου του συγγραφέα), τον συναντά τυχαία, τον χάνει και τον ξαναβρίσκει, κι από ένα σημείο και μετά ο Αούστερλιτς τον διαλέγει για να του διηγηθεί την ιστορία του, την περιπέτειά του στην προσπάθειά του να βρει πληροφορίες σχετικά με τους χαμένους γονείς του, και το λησμονημένο του παρελθόν.
Ο τρόπος που λειτουργεί ο μηχανισμός της μνήμης, τα ερεθίσματα που ξεκλειδώνουν εικόνες από το παρελθόν, σε αυτό το έργο, ερμηνεύεται και διερευνάται με μια μέθοδο που θυμίζει κάτι από την ενδοσκόπηση του Προυστ, χωρίς ωστόσο να έχει την βεβαιότητα και τη λεπτομερή καταγραφή που αποτυπώνεται στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Γιατί στην προκειμένη περίπτωση ο ήρωας, δεν θυμάται. Παλεύει να θυμηθεί, προσπαθεί να διασώσει κάτι μέσα από τα σπαράγματα της μνήμης. Δεν καταφέρει και σπουδαία πράγματα, αλλά με τη φαντασία του και με ελάχιστα χειροπιαστά τεκμήρια (φωτογραφίες κυρίως, αλλά και αποκόμματα εισιτηρίων, καρέ από δυσεύρετα φιλμ και επιτόπιες έρευνες, συνομιλίες με αυτόπτες μάρτυρες και βιβλιογραφικές καταγραφές κτλ.) προσπαθεί να αναπληρώσει τα κενά. Είναι επιστήμονας ο Αούστερλιτς, αλλά δυστυχώς ανήκει σε εκείνη την θλιβερή κατηγορία των ωραίων μυαλών που έχουν μεγάλο πρόβλημα διαχείρισης του υλικού τους. Κι έτσι όλα παραμένουν μισοτελειωμένα, κρυπτικά, δυσερμήνευτα και απροσδιόριστα.
Αυτές οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, μου έκαναν από την αρχή μεγάλη εντύπωση. Από το ξανθό αγοράκι στο εξώφυλλο του βιβλίου μέχρι το μικρό δάσος της εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας, όλες είναι αληθινές φωτογραφίες, τις οποίες τοποθετεί εικονογραφικά ο συγγραφέας σε στρατηγικά σημεία του έργου, έτσι ώστε να υπογραμμίζουν τα λεγόμενά του με μια επίφαση αληθοφάνειας. Αλλά ακόμα δεν έχω καταλάβει την τεχνική με την οποία δένει το υλικό του, ή πιο απλά τί ήρθε πρώτο η φωτογραφία, δηλαδή η εικόνα, ή το κείμενο; Γιατί πέρα από την κεντρική διήγηση του ήρωα που ψάχνει πληροφορίες για τους γονείς του, υπάρχουν πολλές μικρότερες και συντομότερες ιστορίες, πολύ χαλαρά δεμένες στον κορμό του έργου, στην ουσία είναι παρεκβάσεις από το κεντρικό θέμα, που, ωστόσο μέσα από τις φωτογραφίες, ή μάλλον χάρη σε αυτές, λειτουργούν σαν συνδετικοί κρίκοι και συνιστούν ένα ενιαίο και αριστοτεχνικά δεμένο σύνολο. Και το θέμα με αυτές τις φωτογραφίες είναι πως δεν τις στήνει και δεν τις δημιουργεί ο συγγραφέας επί τούτου, προϋπήρχαν και τις συνέλεξε και τις ενσωμάτωσε έτσι ώστε να μοιάζουν σαν να φτιάχτηκαν για να συνοδεύσουν τις ιστορίες του, τόσο ταιριαστές και απολύτως κατατοπιστικές είναι. Πολλές φορές ξεπερνούν σε ζωντάνια ακόμα και τις πιο λεπτεπίλεπτες και περίτεχνες περιγραφές του βιβλίου, όπως ας πούμε η εικόνα της μελαχρινής γυναίκας που υποτίθεται πως είναι η Άγκαθα, η μητέρα του Αούστερλιτς.
Διάβασα σε κάποιες κριτικές πως σε κάποιους αναγνώστες, ο κεντρικός ήρωας μοιάζει ανολοκλήρωτος και φασματικός. Για εμένα ισχύει το αντίθετο, βρήκα πως είναι πολύ χειροπιαστός και ανθρώπινος. Τον συμπάθησα και μου φάνηκε πως είχε μεγάλη συνέπεια. Είναι ο τρόπος έκθεσης των γεγονότων που βρήκα κάπως ψυχρό, αυτές οι αφηγήσεις μέσα στις αφηγήσεις που δεν αποτελούν την τυπική λογοτεχνική αναπαράσταση, σαν να θέλει ο συγγραφέας να μας υπενθυμίζει, αδιάκοπα, πως όσα αναφέρει, έχουν γίνει ήδη και έχουν ήδη τελειώσει και πως πρόκειται για μια συνάντηση ανάμεσα σε ζωντανούς και πεθαμένους. Σε ένα σημείο παραθέτει κιόλας μια όμορφη εξήγηση για το ποιόν αυτών των νεκρών, όταν λέει:
«Ο Έβαν έλεγε ιστορίες για τους πεθαμένους που χάθηκαν πρόωρα, που καταλάβαιναν πως στερήθηκαν τα όσα δικαιωματικά τους ανήκαν, και ήθελαν να επιστρέψουν πίσω στη ζωή. Κι αν είχες την ικανότητα, τότε μπορούσες να τους βλέπεις κάθε τόσο, έτσι έλεγε ο Έβαν. Με την πρώτη ματιά θύμιζαν κανονικούς ανθρώπους αλλά αν κοιτούσες προσεχτικότερα φαίνονταν το θολό περίγραμμά τους σαν να τρεμοπαίζει. Και ήταν συνήθως κάπως κοντύτεροι από αυτό που ήταν όσο ζούσαν, γιατί η εμπειρία του θανάτου, έλεγε ο Έβαν, μας μειώνει, όπως ένα κομμάτι από ύφασμα λινό, που μπαίνει μετά το πρώτο πλύσιμο. Οι πεθαμένοι τις περισσότερες φορές περπατούσαν μοναχοί τους, ωστόσο κάποιες φορές έβγαιναν σε μικρές παρέες. Τους είχαν δει να φορούν στολές με ζωηρά χρώματα ή τυλιγμένους σε γκρίζους μανδύες, να πορεύονται επάνω στον λόφο, πάνω από την πόλη, ακολουθώντας τον απαλό ρυθμό ενός τυμπάνου και ελάχιστα ψηλότεροι από τους αγροτικούς φράχτες τους οποίους διαπερνούσαν».
Αυτές οι ιστορίες μου θύμισαν την συνήθεια που έχουμε στον τόπο μου, όταν κάποιος θέλει να σε ρωτήσει αν πρόλαβες να γνωρίσεις κάποιον που έχει πλέον πεθάνει, δεν σε ρωτάει αν τον πρόλαβες ζωντανό, σε ρωτάει αν «τον θυμήθηκες». Όχι αν τον «θυμάσαι» αλλά αν «τον θυμήθηκες» κι έτσι κάπως διαχωρίζουν όσα ανήκουν στο παρελθόν, γιατί τελικά η δική μας αλλοιωμένη εικόνα είναι αυτό που παραμένει, όταν όλα βυθίζονται στην πιο αναπόφευκτη λήθη, αυτή που συνοδεύει τον θάνατο. Θυμήθηκα επίσης διαβάζοντας την προσπάθεια του ήρωα να συνδέσει το παρελθόν του με μια ξεχασμένη γλώσσα, μια από τις γλώσσες που άκουσε κατά την παιδική του ηλικία, πως η λέξη «veverka» που σημαίνει σκίουρος, ακούγεται παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποιούμε κι εμείς στον τόπο μου γι’ αυτό το ζωάκι. Εμείς τα λέμε βερβερίτσες και πιστεύω πως τα βήτα είναι για την απαλή γούνα της ουράς τους, τα ρω για την ταχύτητά τους να σκαρφαλώνουν επάνω στα δέντρα και να χάνονται και τα έψιλον για τον ενθουσιασμό που πυροδοτεί συχνά το συναπάντημα με αυτά τα χαριτωμένα πλασματάκια. Κι είναι αυτές οι γλωσσικές θεωρίες που υποστηρίζουν πως κάνουμε λέξεις από ήχους και οι ήχοι αποτυπώνουν εικόνες και συναισθήματα.
Υπάρχουν επίσης πολλές, αχνές αλλά ισχυρές βιβλικές εικόνες μέσα στο έργο, το μωρό που σώζεται σε ένα καλάθι, τα τείχη της Ιεριχούς και ο μεγάλος κατακλυσμός η φυγή στην Αίγυπτο και η πορεία μέσα στην έρημο και φαίνεται πως όλες οι εκδοχές τους, μοιραία επαναλαμβάνονται με διαφορετικούς τρόπους μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κάποιοι θα σωθούν και κάποιοι θα βουλιάξουν και είναι το υδάτινο στοιχείο, αυτό που καλύπτει τα πάντα τελικά, αυτό που διασώζει τα χρώματα και την πιο σπάνια και ακριβοθώρητη ομορφιά:
«Θυμάμαι, είπε ο Αούστερλιτς, πως κάποτε ο Αλφόνσο διηγήθηκε σε εμένα και στον ανιψιό του πως όλα σβήνονται μπροστά στα μάτια μας, και πως ήδη πολλά από τα ωραιότερα χρώματα έχουν χαθεί παντοτινά ή συνεχίζουν να υπάρχουν εκεί που δεν τα πιάνει ανθρώπου μάτι, στους υποβρύχιους κήπους βαθιά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στα μικράτα του, μας είπε, συνήθιζε να περπατάει πάνω στους άσπρους βράχους του Ντέβον και της Κορνουάλης, εκεί που τα κύματα αιώνες τώρα είχαν σκάψει κοιλότητες και σπηλιές, θαυμάζοντας την ανεξάντλητη ποικιλία της λεπτεπίλεπτης φαντασμαγορίας που ταλαντευόταν ανάμεσα στα ζωικά, φυτικά και ορυκτά βασίλεια, τα ζωόφυτα, τα κοράλλια, τις θαλάσσιες ανεμώνες, τα εχινόδερμα, τα ανθόζωα και τα οστρακόδερμα που η παλίρροια τα ξέβραζε δυο φορές τη μέρα, ανάμεσα στα φύκια που τρεμούλιαζαν ολόγυρά τους, και σαν τραβιόταν το νερό, αποκάλυπταν την εξαίσια ιριδίζουσα ζωή τους μέσα στις λακκούβες, εκθέτοντας ξανά στο φως και στον αέρα όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου, το σμαραγδί, το κρεμεζί και το τριανταφυλλί, το κίτρινο της ώχρας και το βελούδινο μαύρο».
Υπάρχει σε ένα σημείο, η ιστορία της εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας, που μεταφέρθηκε από το παλιό κτίριο στο καινούργιο. Το νέο είναι μοντέρνο, είναι σύγχρονο και εντυπωσιακά τεράστιο. Ωστόσο ο ήρωας, το απεχθάνεται, θεωρεί πως δεν είναι αρκετά φιλικό για τον αναγνώστη σε σύγκριση με το παλιό. Θεωρεί πως αποτελεί ένα μνημείο εγωισμού και μεγαλομανίας, χτισμένο επάνω σε έναν τόπο όπου παλιότερα είχε συντελεστεί ένα μεγάλο έγκλημα. Και τώρα υπάρχει εκεί ένα μικρό δάσος ανάμεσα στα βιβλία, ορατό από τις τεράστιες τζαμαρίες, ένα δάσος από δέντρα μεταφυτευμένα, εξόριστα από την αλλοτινή τους κατοικία, και συχνά τα πουλιά ζαλισμένα, πέφτουν νεκρά, χτυπώντας με δύναμη επάνω στα τζάμια που σαν αόρατο φρούριο, περιβάλλουν τα βιβλία. Τελικά, είναι αυτό ακριβώς, αυτές οι αόρατες οχυρώσεις που βαστούν αποτελεσματικότερα, ασύγκριτα καλύτερα από τις άλλες, τις πέτρινες και υλικές εκδοχές τους. Και τελικά, έτσι νομίζω, πως ο καθένας πρέπει να διαλέξει αν αυτό θα αποτελεί ένα είδος προστατευτικής μόνωσης ή μια μορφή απομόνωσης, μια δυσδιάκριτη αλλά απτή φυλακή.
Austerlitz
σελ. 415
εκδ. by Penguin Books Ltd 2002
ISBN 0140297995 (ISBN13: 9780140297997)
Διάβασα σε αυτό το μυθιστόρημα, την τρίτη πιο συναισθηματικά φορτισμένη φράση, που έχω συναντήσει ποτέ σε λογοτεχνικό έργο. Η πρώτη είναι η αρχή του θρήνου της Αντιγόνης: «Ω, τάφε μου, ω, νυφιάτικό μου, ω αιώνια, βαθιά στη γη, σκαμμένη κατοικιά μου». Η δεύτερη είναι τα λόγια του γιατρού Πασκάλ, στην «Περιουσία των Ρουγκόν», στο πεδίο της μάχης: «Elle est morte». Και η τρίτη υπάρχει σε αυτό το βιβλίο είναι κραυγή της ηλικιωμένης Βέρας που αναφωνεί: «Jacquot, dis, est-ce que c'est vraiment toi?» Και στις τρεις περιπτώσεις έχουμε μια σπουδή επάνω στην απώλεια. Η χαμένη ζωή, τα χαμένα όνειρα, το χαμένο παρελθόν. Και ο Αούστερλιτς, ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας του Sebald, είναι χαμένος. Ψάχνει να βρει κάτι, το οποίο δεν υπάρχει πλέον και συνεπώς είναι καταδικασμένος να υποφέρει από ένα αδιάκοπο αίσθημα κενού, που τον αρρωσταίνει και το καταρρακώνει ψυχικά και σωματικά. Ο ανώνυμος αφηγητής (ίσως μια εκδοχή του ίδιου του συγγραφέα), τον συναντά τυχαία, τον χάνει και τον ξαναβρίσκει, κι από ένα σημείο και μετά ο Αούστερλιτς τον διαλέγει για να του διηγηθεί την ιστορία του, την περιπέτειά του στην προσπάθειά του να βρει πληροφορίες σχετικά με τους χαμένους γονείς του, και το λησμονημένο του παρελθόν.
Ο τρόπος που λειτουργεί ο μηχανισμός της μνήμης, τα ερεθίσματα που ξεκλειδώνουν εικόνες από το παρελθόν, σε αυτό το έργο, ερμηνεύεται και διερευνάται με μια μέθοδο που θυμίζει κάτι από την ενδοσκόπηση του Προυστ, χωρίς ωστόσο να έχει την βεβαιότητα και τη λεπτομερή καταγραφή που αποτυπώνεται στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Γιατί στην προκειμένη περίπτωση ο ήρωας, δεν θυμάται. Παλεύει να θυμηθεί, προσπαθεί να διασώσει κάτι μέσα από τα σπαράγματα της μνήμης. Δεν καταφέρει και σπουδαία πράγματα, αλλά με τη φαντασία του και με ελάχιστα χειροπιαστά τεκμήρια (φωτογραφίες κυρίως, αλλά και αποκόμματα εισιτηρίων, καρέ από δυσεύρετα φιλμ και επιτόπιες έρευνες, συνομιλίες με αυτόπτες μάρτυρες και βιβλιογραφικές καταγραφές κτλ.) προσπαθεί να αναπληρώσει τα κενά. Είναι επιστήμονας ο Αούστερλιτς, αλλά δυστυχώς ανήκει σε εκείνη την θλιβερή κατηγορία των ωραίων μυαλών που έχουν μεγάλο πρόβλημα διαχείρισης του υλικού τους. Κι έτσι όλα παραμένουν μισοτελειωμένα, κρυπτικά, δυσερμήνευτα και απροσδιόριστα.
Αυτές οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, μου έκαναν από την αρχή μεγάλη εντύπωση. Από το ξανθό αγοράκι στο εξώφυλλο του βιβλίου μέχρι το μικρό δάσος της εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας, όλες είναι αληθινές φωτογραφίες, τις οποίες τοποθετεί εικονογραφικά ο συγγραφέας σε στρατηγικά σημεία του έργου, έτσι ώστε να υπογραμμίζουν τα λεγόμενά του με μια επίφαση αληθοφάνειας. Αλλά ακόμα δεν έχω καταλάβει την τεχνική με την οποία δένει το υλικό του, ή πιο απλά τί ήρθε πρώτο η φωτογραφία, δηλαδή η εικόνα, ή το κείμενο; Γιατί πέρα από την κεντρική διήγηση του ήρωα που ψάχνει πληροφορίες για τους γονείς του, υπάρχουν πολλές μικρότερες και συντομότερες ιστορίες, πολύ χαλαρά δεμένες στον κορμό του έργου, στην ουσία είναι παρεκβάσεις από το κεντρικό θέμα, που, ωστόσο μέσα από τις φωτογραφίες, ή μάλλον χάρη σε αυτές, λειτουργούν σαν συνδετικοί κρίκοι και συνιστούν ένα ενιαίο και αριστοτεχνικά δεμένο σύνολο. Και το θέμα με αυτές τις φωτογραφίες είναι πως δεν τις στήνει και δεν τις δημιουργεί ο συγγραφέας επί τούτου, προϋπήρχαν και τις συνέλεξε και τις ενσωμάτωσε έτσι ώστε να μοιάζουν σαν να φτιάχτηκαν για να συνοδεύσουν τις ιστορίες του, τόσο ταιριαστές και απολύτως κατατοπιστικές είναι. Πολλές φορές ξεπερνούν σε ζωντάνια ακόμα και τις πιο λεπτεπίλεπτες και περίτεχνες περιγραφές του βιβλίου, όπως ας πούμε η εικόνα της μελαχρινής γυναίκας που υποτίθεται πως είναι η Άγκαθα, η μητέρα του Αούστερλιτς.
Διάβασα σε κάποιες κριτικές πως σε κάποιους αναγνώστες, ο κεντρικός ήρωας μοιάζει ανολοκλήρωτος και φασματικός. Για εμένα ισχύει το αντίθετο, βρήκα πως είναι πολύ χειροπιαστός και ανθρώπινος. Τον συμπάθησα και μου φάνηκε πως είχε μεγάλη συνέπεια. Είναι ο τρόπος έκθεσης των γεγονότων που βρήκα κάπως ψυχρό, αυτές οι αφηγήσεις μέσα στις αφηγήσεις που δεν αποτελούν την τυπική λογοτεχνική αναπαράσταση, σαν να θέλει ο συγγραφέας να μας υπενθυμίζει, αδιάκοπα, πως όσα αναφέρει, έχουν γίνει ήδη και έχουν ήδη τελειώσει και πως πρόκειται για μια συνάντηση ανάμεσα σε ζωντανούς και πεθαμένους. Σε ένα σημείο παραθέτει κιόλας μια όμορφη εξήγηση για το ποιόν αυτών των νεκρών, όταν λέει:
«Ο Έβαν έλεγε ιστορίες για τους πεθαμένους που χάθηκαν πρόωρα, που καταλάβαιναν πως στερήθηκαν τα όσα δικαιωματικά τους ανήκαν, και ήθελαν να επιστρέψουν πίσω στη ζωή. Κι αν είχες την ικανότητα, τότε μπορούσες να τους βλέπεις κάθε τόσο, έτσι έλεγε ο Έβαν. Με την πρώτη ματιά θύμιζαν κανονικούς ανθρώπους αλλά αν κοιτούσες προσεχτικότερα φαίνονταν το θολό περίγραμμά τους σαν να τρεμοπαίζει. Και ήταν συνήθως κάπως κοντύτεροι από αυτό που ήταν όσο ζούσαν, γιατί η εμπειρία του θανάτου, έλεγε ο Έβαν, μας μειώνει, όπως ένα κομμάτι από ύφασμα λινό, που μπαίνει μετά το πρώτο πλύσιμο. Οι πεθαμένοι τις περισσότερες φορές περπατούσαν μοναχοί τους, ωστόσο κάποιες φορές έβγαιναν σε μικρές παρέες. Τους είχαν δει να φορούν στολές με ζωηρά χρώματα ή τυλιγμένους σε γκρίζους μανδύες, να πορεύονται επάνω στον λόφο, πάνω από την πόλη, ακολουθώντας τον απαλό ρυθμό ενός τυμπάνου και ελάχιστα ψηλότεροι από τους αγροτικούς φράχτες τους οποίους διαπερνούσαν».
Αυτές οι ιστορίες μου θύμισαν την συνήθεια που έχουμε στον τόπο μου, όταν κάποιος θέλει να σε ρωτήσει αν πρόλαβες να γνωρίσεις κάποιον που έχει πλέον πεθάνει, δεν σε ρωτάει αν τον πρόλαβες ζωντανό, σε ρωτάει αν «τον θυμήθηκες». Όχι αν τον «θυμάσαι» αλλά αν «τον θυμήθηκες» κι έτσι κάπως διαχωρίζουν όσα ανήκουν στο παρελθόν, γιατί τελικά η δική μας αλλοιωμένη εικόνα είναι αυτό που παραμένει, όταν όλα βυθίζονται στην πιο αναπόφευκτη λήθη, αυτή που συνοδεύει τον θάνατο. Θυμήθηκα επίσης διαβάζοντας την προσπάθεια του ήρωα να συνδέσει το παρελθόν του με μια ξεχασμένη γλώσσα, μια από τις γλώσσες που άκουσε κατά την παιδική του ηλικία, πως η λέξη «veverka» που σημαίνει σκίουρος, ακούγεται παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποιούμε κι εμείς στον τόπο μου γι’ αυτό το ζωάκι. Εμείς τα λέμε βερβερίτσες και πιστεύω πως τα βήτα είναι για την απαλή γούνα της ουράς τους, τα ρω για την ταχύτητά τους να σκαρφαλώνουν επάνω στα δέντρα και να χάνονται και τα έψιλον για τον ενθουσιασμό που πυροδοτεί συχνά το συναπάντημα με αυτά τα χαριτωμένα πλασματάκια. Κι είναι αυτές οι γλωσσικές θεωρίες που υποστηρίζουν πως κάνουμε λέξεις από ήχους και οι ήχοι αποτυπώνουν εικόνες και συναισθήματα.
Υπάρχουν επίσης πολλές, αχνές αλλά ισχυρές βιβλικές εικόνες μέσα στο έργο, το μωρό που σώζεται σε ένα καλάθι, τα τείχη της Ιεριχούς και ο μεγάλος κατακλυσμός η φυγή στην Αίγυπτο και η πορεία μέσα στην έρημο και φαίνεται πως όλες οι εκδοχές τους, μοιραία επαναλαμβάνονται με διαφορετικούς τρόπους μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κάποιοι θα σωθούν και κάποιοι θα βουλιάξουν και είναι το υδάτινο στοιχείο, αυτό που καλύπτει τα πάντα τελικά, αυτό που διασώζει τα χρώματα και την πιο σπάνια και ακριβοθώρητη ομορφιά:
«Θυμάμαι, είπε ο Αούστερλιτς, πως κάποτε ο Αλφόνσο διηγήθηκε σε εμένα και στον ανιψιό του πως όλα σβήνονται μπροστά στα μάτια μας, και πως ήδη πολλά από τα ωραιότερα χρώματα έχουν χαθεί παντοτινά ή συνεχίζουν να υπάρχουν εκεί που δεν τα πιάνει ανθρώπου μάτι, στους υποβρύχιους κήπους βαθιά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στα μικράτα του, μας είπε, συνήθιζε να περπατάει πάνω στους άσπρους βράχους του Ντέβον και της Κορνουάλης, εκεί που τα κύματα αιώνες τώρα είχαν σκάψει κοιλότητες και σπηλιές, θαυμάζοντας την ανεξάντλητη ποικιλία της λεπτεπίλεπτης φαντασμαγορίας που ταλαντευόταν ανάμεσα στα ζωικά, φυτικά και ορυκτά βασίλεια, τα ζωόφυτα, τα κοράλλια, τις θαλάσσιες ανεμώνες, τα εχινόδερμα, τα ανθόζωα και τα οστρακόδερμα που η παλίρροια τα ξέβραζε δυο φορές τη μέρα, ανάμεσα στα φύκια που τρεμούλιαζαν ολόγυρά τους, και σαν τραβιόταν το νερό, αποκάλυπταν την εξαίσια ιριδίζουσα ζωή τους μέσα στις λακκούβες, εκθέτοντας ξανά στο φως και στον αέρα όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου, το σμαραγδί, το κρεμεζί και το τριανταφυλλί, το κίτρινο της ώχρας και το βελούδινο μαύρο».
Υπάρχει σε ένα σημείο, η ιστορία της εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας, που μεταφέρθηκε από το παλιό κτίριο στο καινούργιο. Το νέο είναι μοντέρνο, είναι σύγχρονο και εντυπωσιακά τεράστιο. Ωστόσο ο ήρωας, το απεχθάνεται, θεωρεί πως δεν είναι αρκετά φιλικό για τον αναγνώστη σε σύγκριση με το παλιό. Θεωρεί πως αποτελεί ένα μνημείο εγωισμού και μεγαλομανίας, χτισμένο επάνω σε έναν τόπο όπου παλιότερα είχε συντελεστεί ένα μεγάλο έγκλημα. Και τώρα υπάρχει εκεί ένα μικρό δάσος ανάμεσα στα βιβλία, ορατό από τις τεράστιες τζαμαρίες, ένα δάσος από δέντρα μεταφυτευμένα, εξόριστα από την αλλοτινή τους κατοικία, και συχνά τα πουλιά ζαλισμένα, πέφτουν νεκρά, χτυπώντας με δύναμη επάνω στα τζάμια που σαν αόρατο φρούριο, περιβάλλουν τα βιβλία. Τελικά, είναι αυτό ακριβώς, αυτές οι αόρατες οχυρώσεις που βαστούν αποτελεσματικότερα, ασύγκριτα καλύτερα από τις άλλες, τις πέτρινες και υλικές εκδοχές τους. Και τελικά, έτσι νομίζω, πως ο καθένας πρέπει να διαλέξει αν αυτό θα αποτελεί ένα είδος προστατευτικής μόνωσης ή μια μορφή απομόνωσης, μια δυσδιάκριτη αλλά απτή φυλακή.
Νικολέτα Μποντιόλη- Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!
Page 1 of 1
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum