Το Κλουβί Με τις Τρελές
Would you like to react to this message? Create an account in a few clicks or log in to continue.

The Aunt's Story, Patrick White

Go down

The Aunt's Story, Patrick White  Empty The Aunt's Story, Patrick White

Post by Νικολέτα Μποντιόλη Sun 09 Jul 2017, 2:39 pm

Patrick White
The Aunt's Story
σελ. 288
Vintage Classics 1994
ISBN 0099324016 ISBN13: 9780099324010


The Aunt's Story, Patrick White  11035910

Θεοδώρα Γκούντμαν. Αυτή είναι η ιστορία της. Μια παράξενη κοπέλα που μεγαλώνει στη φάρμα του πατέρα της, σε κάποια μικρή, επαρχιακή πόλη της Αυστραλίας. Την θεωρούν αδέξια, άχαρη, άσχημη, παράξενη. Την φοβούνται και την περιφρονούν. Αλλά ταυτόχρονα την χρειάζονται γιατί έχει την ικανότητα να μπαίνει στα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξής τους, γεμίζοντας τα κενά τους με κάτι που θα μπορούσε να είναι και αγάπη. Ό,τι κι αν είναι αυτό που διαθέτει η Θεοδώρα, είναι όμορφο. Και κάνει και τον κόσμο γύρω της όμορφο. Ακόμα κι όταν ο κόσμος φαντάζει τυφλός μέσα στην επιφανειακή του ρηχότητα, εκείνη μπορεί να ζει στη δική της μοναδική, εσωτερικευμένη διάσταση, επαναπροσδιορίζοντας βιωματικά όλα όσα υπάγονται στον χώρο του πραγματικού.

Η εναρκτήρια πρόταση του κειμένου μοιάζει να πιάνει το νήμα της ιστορίας από τη μέση: “But old Mrs Goodman did die at last”. Πρόκειται για τη μητέρα της Θεοδώρας, μια γυναίκα που συνοψίζει στο πρόσωπό της όλα τα μικροαστικά σύνδρομα της ανθρωπότητας. Σε όλη της ζωή χρειαζόταν την κόρη της και σε όλη της την ζωή την απέρριπτε, επιφυλάσσοντας την επιδοκιμασία για την άλλη της κόρη, τη Φάνυ, που είναι όμορφη και καλοπαντρεμένη με τρία παιδιά και έναν πλούσιο και δυνατό σύζυγο. Ωστόσο αυτή η οικογένεια έχει και άλλα μέλη που φαίνεται πως διαθέτουν την ίδια διάφανη και ρευστή υπόσταση της Θεοδώρας. Είναι ο πατέρας, ερωτευμένος με την ομηρική ελλάδα και τους ήρωές της (εξαιτίας της γυναίκας του δεν θα πατήσει ποτέ στην Ιθάκη που τόσο συχνά ονειρευόταν) και η μικρή ανιψιά, η Λου η οποία γίνεται η αφορμή για να ξετυλιχθεί το πρώτο μέρος της ιστορίας, πίσω, στο παρελθόν, σε ένα κτήμα που ο συγγραφέας ονομάζει Meroë. Ένα σπίτι απλό, στο χρώμα του ψημένου μπισκότου, πλαισιωμένο από μαύρους ηφαιστειογενείς λόφους κι έναν κήπο γεμάτο τριαντάφυλλα. Οι κήποι είναι το καταφύγιο της Θεοδώρας σε όλη της ζωή. Και τα τριαντάφυλλα είναι το σύμβολό της.

Από τα διάφορα επεισόδια που απαρτίζουν το νεανικό κομμάτι της ζωής της, ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι εκείνο με τον κεραυνό:

“Στα δωδέκατα γενέθλιά της, η μεγάλη βελανιδιά, στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, χτυπήθηκε από κεραυνό κι η Θεοδώρα, από τρακόσιες γιάρδες απόσταση, πετάχτηκε στο έδαφος. Η Γκέρτυ (σσ. η υπηρέτρια της οικογένειας) είπε πως ήταν θεϊκή ενέργεια. Αλλά η Θεοδώρα σηκώθηκε μετά από αυτό το γεγονός, ήταν από εκείνα τα πράγματα που συμβαίνουν και που ήταν ακόμα αδύνατο να εξηγηθούν [...] Έτσι η Θεοδώρα σηκώθηκε και γέλασε αχνά, γιατί φυσικά είχε φοβηθεί και πήγε να δει ένα μοσχαράκι που μόλις είχε γεννηθεί”.

Τέτοιες ατμοσφαιρικές σκηνές, πολλές φορές, υπογραμμίζουν τη δράση του έργου και είναι αυτός ο συνδυασμός, μαζί με τους αποσπασματικούς διαλόγους και τους στοχασμούς που συχνά εκφράζονται με την μορφή αφορισμών (ή ακόμα και χρησμών), που βγάζει ένα μοναδικό τελικό αποτέλεσμα. Διάβασα στην εισαγωγή του Β. Καραλή (μεταφραστή ενός άλλου έργου του White με τίτλο “Βος”) πως ο συγγραφέας θεωρούσε ως δασκάλους του, τους D. H. Lawence, James Joyce και Marcel Proust. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί έχει μια ιδιαίτερη ποιότητα που την καθιστά εξαιρετικά δύσκολη. Μου έδωσε την εντύπωση, γιατί διάβασα πρώτα το αγγλικό πρωτότυπο κι έπειτα την ελληνική μετάφραση του Σεραφείμ Βελέντζα (ο οποίος έχει κάνει μια τίμια, ομολογουμένως, προσπάθεια να αποδώσει το πρωτότυπο), πως πρόκειται για κάτι που έχει φτιαχτεί για να ξεγλιστράει και να διαφεύγει, ένα ¨γυάλινο στόμα” όπως αναφέρει ο συγγραφέας σε κάποιο σημείο. Έχει κάτι το αιθέριο και το γήινο ταυτόχρονα, ιδανικό για να περιγράψει τη ζωή μιας γυναίκας που το ίδιο της όνομα παραπέμπει τόσο στο θεϊκό (Theodora: Θείο Δώρο) όσο και στο ανθρώπινο στοιχείο (Goodman: Καλός Άνθρωπος). Έτσι λοιπόν η ανάγνωση αυτού του έργου απαιτεί υπομονή και εξοικείωση, διαφορετικά μπορεί να κουράσει. Κι αν κάποιος δεν απολαμβάνει αυτό το είδος γραφής, δεν θα μπορέσει, μοιραία, να μπει μέσα στην ιστορία και να εκτιμήσει την ομορφιά της.

Να σημειώσω πως ο White, ο οποίος είναι Αυστραλός και έχει βραβευτεί με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στα 1973, έτρεφε μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, άλλωστε ο σύντροφος της ζωής του ήταν Έλληνας (Μανόλης Λάσκαρης) και συχνά επισκέπτονταν τη χώρα μας και πολλές από της εμπειρίες του τις περιγράφει σε ένα άλλο, αυτοβιογραφικό, έργο του (που θέλω να διαβάσω οπωσδήποτε) με τίτλο “Flaws in the Glass”. Έτσι δεν είναι τυχαίο πως και σε ετούτο το μυθιστόρημα περιγράφονται δύο πολύ γοητευτικοί και συμπαθητικοί Έλληνες, ένας μουσικός, βιρτουόζος του τσέλου, ο Μωραΐτης, και μια μικρή δεκαεξάχρονη κοπέλα, η Κατίνα Παύλου.

“Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο, είπε (σσ. ο Μωραΐτης) όπου δεν μπορώ να εξασκηθώ”. Οι λέξεις που έβρισκε στα ξαφνικά, εκφέρονταν με ακρίβεια. Αυτό τον έκανε να χαμογελάσει. “Είναι γεμάτο από έπιπλα”, είπε. “Δεν μπορώ να ζήσω σε ένα τέτοιο δωμάτιο. Χρειάζομαι γυμνά δωμάτια”.
“Λιτά”, είπε η Θεοδώρα Γκούντμαν.
“Λιτά;” είπε ο Έλληνας. “Γυμνός, είναι η λέξη για τις γυναίκες”.
“Μπορείς να το πεις κι έτσι”, είπε η Θεοδώρα.
“Λιτά”, χαμογέλασε ο Μωραΐτης με τη νέα του ανακάλυψη. Η Ελλάδα, ξέρεις, είναι μια λιτή χώρα. Μόνο κόκαλα”.
“Σαν το Meroë; είπε η Θεοδώρα.
“Τι;” είπε ο Μωραΐτης.
“Κι εγώ έρχομαι από έναν τόπο γεμάτο κόκαλα”.
“Αυτό είναι καλό”, είπε ο Μωραΐτης απαλά. “Έτσι βλέπεις ευκολότερα”.
Έσκυψε μπροστά με ανοιγμένα τα πόδια, το κορμί σκυφτό, αγκαλιάζοντας με τα μυώδη, ελληνικά του χέρια τα τεντωμένα του γόνατα. Η Θεοδώρα κοίταξε τα σκεπτόμενα χέρια του.
“Ξέρεις, είμαι χωρικός” είπε ο Μωραΐτης. “Έχω συναίσθηση του σχήματος του τόπου. Κατάγομαι από την Πελοπόννησο. Είναι ένας πλούσιος, παχύς, μαβής τόπος, αλλά από κάτω μπορείς να νιώσεις τα κόκαλα. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν εκεί. Οι Έλληνες πεθαίνουν συχνά” είπε.
Όλη την ώρα σκεφτόταν με τα χέρια του, πορευόταν ψηλαφητά από το ένα αντικείμενο στο άλλο και τα δυο του χέρια πάλευαν μαζί, για να κατανοήσουν το μυστήριο του θανάτου.
“Οι Έλληνες είναι πιο ευτυχισμένοι όταν πεθαίνουν”, χαμογέλασε ο Μωραΐτης. “Τα μνημεία τους δεν απεικονίζουν αυτήν την μοίρα. Όλα τα ελληνικά μνημεία υπαινίσσονται τη συνέχεια της ζωής. Το Θέατρο στην Επίδαυρο, το Σούνιο, τα έχεις δει; Απόλυτη ζωή. Αλλά οι Έλληνες γεννιούνται για να πεθαίνουν”.
“Δεν τα έχω δει”, είπε Η Θεοδώρα. “Δεν έχω δει τίποτα.”
“Δεν είναι απαραίτητο να έχεις δει πράγματα”, είπε ο Μωραΐτης. “Αν γνωρίζεις”.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, μετά το θάνατο της μητέρας της, η Θεοδώρα βρίσκεται στην Ευρώπη, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στον εξωτικό κήπο ενός μικρού γαλλικού ξενοδοχείου, η ηρωίδα υπόκειται σε διάφορες μεταμορφώσεις και η γραφή αλλάζει, γίνεται ακόμα πιο ονειρική, αποσπασματική και αφηρημένη. Αντί για την τυπική γραμμική εξέλιξη του πρώτου μέρους, εδώ οι ήρωες, δηλαδή το προσωπικό του ξενοδοχείου και οι ιδιόρρυθμοι ένοικοί του αναμειγνύονται με το πρόσωπο της Θεοδώρας. Έτσι τη μία στιγμή η ηρωίδα βρίσκεται στην επανασταστική Ρωσία του 1917, την άλλη στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα, την επόμενη σε ένα ελληνικό νησί, την στιγμή ενός σεισμού ή ενός ναυαγίου μετά στην αγγλική επαρχία του μεσοπολέμου κι έπειτα σε έναν γοτθικό πύργο κάπου στην Γερμανία και μετά επιστρέφει ξανά στον κήπο του ξενοδοχείου ή πάει με τους φίλους της σε ένα πικνικ πλάι στη θάλασσα. Πολλές σκηνές, πολλές ζωές, διαφορετικοί χαρακτήρες και στο τέλος ένα απροσδόκητο και συγκινητικό αποκορύφωμα. Βρήκα πως αυτή η αλλαγή στην τεχνική και τη ροή της διήγησης ήταν αναζωογονητική και ιδανική για το πέρασμα στο τρίτο και τελευταίο μέρος, το πιο σύντομο και το πιο βαθύ και συνασθηματικά φορτισμένο κομμάτι. Αλλά από διάφορες κριτικές διαπίστωσα πως πολλοί αναγνώστες δεν μπόρεσαν να το υποφέρουν, το θεώρησαν απροσπέλαστο, δυσνόητο και κουραστικό.

Όπως και να έχει, τον λάτρεψα αυτόν τον συγγραφέα. Με μεγάλη χαρά μάλιστα ανακάλυψα πως το έργο του με τίτλο “Βος” (Voss) έχει διασκευαστεί και σε όπερα από τον συνθέτη Richard Meale, την οποία θα ήθελα να ακούσω κάποια στιγμή. Θα διαβάσω σίγουρα και τα άλλα του έργα. Είναι κρίμα που φαίνεται κάπως ξεχασμένος και παραμελημένος στην εποχή μας. Διαφορετικά πιστεύω πως θα τον είχα ανακαλύψει νωρίτερα.

Νικολέτα Μποντιόλη
Νικολέτα Μποντιόλη

Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!

Back to top Go down

Back to top

- Similar topics

 
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum