Let the Old Dreams Die, John Ajvide Lindqvist
Page 1 of 1
Let the Old Dreams Die, John Ajvide Lindqvist
John Ajvide Lindqvist
Let the Old Dreams Die (Låt de gamla drömmarna dö)
σελ. 518
Quercus Publishing Plc, 2013
ISBN 0857385518, ISBN13 9780857385512
Η πρώτη ιστορία έχει τίτλο “Τα σύνορα”. Η ηρωίδα, η Τίνα, είναι μια 42χρονη γυναίκα που εργάζεται ως τελωνειακός σε κάποιο λιμάνι της Σουηδίας. Έχει την ικανότητα να “μυρίζει” τα λαθραία και γι’ αυτό είναι εξαιρετικά επιτυχημένη στον κλάδο της. Ωστόσο στην προσωπική της ζωή τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Συνυπάρχει με έναν άνδρα, έχοντας δημιουργήσει μαζί του έναν χαλαρό δεσμό που μοιάζει λίγο με αναγκαστική συγκατοίκηση και λίγο με προβληματικό υποκατάστατο σχέσης. Μόνο ο ηλικιωμένος και παράλυτος πατέρας της φαίνεται πως την αγαπάει. Γιατί η Τίνα είναι άσχημη, σχεδόν αποκρουστική για τους ανθρώπους. Στο βιβλίο εξηγεί την αιτία που συμβαίνει αυτό. Σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον αυτό οφείλεται σε ένα τραγικό γεγονός που τη σημάδεψε, όταν ήταν παιδί.
Ώσπου μια μέρα εμφανίζεται στο τελωνείο έναν παράξενος άνδρας. Ο Βόρε. Από εκεί και πέρα αρχίζει το μυστήριο, καθώς η Τίνα αισθάνεται πως αυτός ο άνδρας κρύβει κάτι, αλλά όσο κι αν ψάχνει στις αποσκευές του δεν μπορεί να βρει το παραμικρό. Δυστυχώς υπάρχουν πολλά ακατανόητα σημεία στην ιστορία, που μου δίνουν την αίσθηση πως πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα σύλληψη, αλλά εκτελεσμένη με αρκετή προχειρότητα. Σε κάποιο σημείο διακόπτει την τριτοπρόσωπη αφήγηση και δίνει κάποια αποσπάσματα από το προσωπικό ημερολόγιο της Τίνας, τόσο άσχημα δεμένα με τον κορμό του κυρίως κειμένου που πραγματικά μοιάζουν με μπάλωμα.
Ωστόσο εκτίμησα την πρόθεση του συγγραφέα να θίξει θέματα όπως οι μαζικές στειρώσεις ατόμων με αναπηρία που ήταν υποχρεωτικές στη Σουηδία μέχρι τα μέσα του 1970, το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού και της ταυτότητας ενός ατόμου (αυτό υπάρχει ως μοτίβο και στο “Άσε το Κακό να μπει”) ο ορισμός του βιολογικού και κοινωνικού φύλου και η ανάγκη του καθένα να ανήκει κάπου, το δικαίωμα να είναι αποδεκτός και αγαπητός γι’ αυτό που είναι, πέρα και πάνω από τις επιβεβλημένες κοινωνικές νόρμες. Από ένα σημείο και μετά αισθάνθηκα την ανάγκη να παραβλέψω τις συγγραφικές αδυναμίες του, ο Lindqvist δεν είναι στυλίστας, δεν δημιουργεί ένα πρωτότυπο και αυθεντικό λογοτεχνικό ύφος, αλλά έχει πολύ ωραίες ιδέες και τη διάθεση να τις πει. Και το ταλέντο να τις κάνει αρκετά ενδιαφέρουσες, ώστε να διαβαστούν.
Το δεύτερο διήγημα έχει τίτλο “Το χωριό στον λόφο”. Ο ήρωας, ο Τζόελ Άντερσον είναι ένας χωρισμένος μεσήλικας που δεν έχει και πολλά ενδιαφέροντα στη μίζερη ζωή του, πέρα από το χόμπι του, την κατασκευή ενός πλοίου από σπιρτόξυλα, μέσα στο διαμέρισμά του. Όμως φαίνεται πως κάτι δεν πάει καλά, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα. Έχει ένα αίσθημα ναυτίας, αισθάνεται ζαλάδα, χάνει την ισορροπία του και σταδιακά αρχίζει να εντοπίζει την αιτία που του συμβαίνει αυτό. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται (για να φτάσει σε ένα τέλος όπου η λέξη “κλισέ” βρίσκει τον ακριβέστερο δυνατό ορισμό της) ο ήρωας οδηγείται σε μια φρικιαστική ανακάλυψη. Κατά την άποψή μου τον αυθεντικό τρόμο τον γεννά το άγνωστο. Αν είχε αφήσει την ιστορία να αιωρείται πριν την τελική αποκάλυψη, το μυστήριο θα εξασφάλιζε ένα πιο δυνατό φινάλε. Ωστόσο και εδώ ο συγγραφέας φαίνεται πως δεν μένει μόνο στην επιφάνεια, αλλά προχωρά σε μια παρατήρηση που αφορά την κοινωνία στην οποία ζει. Μιλά για το πόσο οι άνθρωποι, όσο κοντά κι αν ζουν ο ένας στον άλλο, στην πραγματικότητα είναι αποξενωμένοι. Όταν συμβαίνει κάτι παράξενο, αποφεύγουν να το σχολιάσουν. Όταν κάτι τους ανησυχεί προτιμούν να το κρατήσουν μέσα τους. Έτσι αντί να βρεθούν ενωμένοι απέναντι σε έναν κοινό κίνδυνο, καταλήγουν να χάνονται εξαιτίας της σιωπής τους. Είναι μια βαθιά αδιαφορία τόσο για τους συνανθρώπους τους όσο και για τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Ο τίτλος του τρίτου διηγήματος είναι “Ισημερία”. Μια τριανταπενάχρονη γυναίκα, η Βερόνικα ζει με την οικογένειά της στη εξοχή. Το επάγγελμά της συνίσταται στο να κατασκευάζει σταυρόλεξα για διάφορα περιοδικά και εφημερίδες και η αγαπημένη της συνήθεια υποδηλώνει (δεν θα πω περί τίνος πρόκειται για να μην κάνω σπόιλερ, αλλά είναι κάτι που θα το χαρακτήριζα ως βίτσιο) κάποιο είδος ψυχικής διαταραχής. Καθώς το διήγημα εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο, αποκλειστικά από την πλευρά της ηρωίδας ο αναγνώστης δεν είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα τί συμβαίνει πραγματικά. Την βρήκα ενδιαφέρουσα και συγκινητική, μια σύντομη και μακάβρια σπουδή επάνω στις ενοχές και στο νόημα της ζωής, την ανάγκη των ανθρώπων να ξεφύγουν από την ρουτίνα της καθημερινότητας, τη δυσκολία που βιώνουμε πολλές φορές να εκτιμήσουμε τα όσα έχουμε, όσα θεωρούμε ως δεδομένα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν το κομμάτι εκείνο που πραγματώνει και νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας.
Το τέταρτο διήγημα με τίτλο “Δεν το βλέπω! Δεν υπάρχει!” είναι αδέξιο και εκνευριστικά προβλέψιμο, πατάει πάνω στο μοτίβο των ονείρων που ζωντανεύουν μόνο για να γίνουν στην συνέχεια ο χειρότερος εφιάλτης, αφορά στην ιστορία ενός παπαράτσι που ονειρεύεται να πλουτίσει βγάζοντας φωτογραφίες διασήμων για λογαριασμό των κουτσομπολίστικων ταμπλόιντ. Ο κεντρικός χαρακτήρας δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά, η κλιμάκωση της δράσης καταλήγει σε ένα απογοητευτικό ξεφούσκωμα, μια μετριότητα - μια τυπική creepypasta δεκαπεντάχρονου στο reddit έχει καλύτερο επίπεδο. (σσ. Υπάρχει κανένας άλλος εδώ μέσα που να του αρέσει από καιρού εις καιρόν να ξετρυπώνει καμία καλή creepypasta; Ή είμαι η μόνη με αυτήν την πετριά
Το πέμπτο διήγημα αντίθετα με το προηγούμενο είναι υ-π-έ-ρ-ο-χ-ο. Έχει τίτλο “Αντικαταστάτης”. Όχι πως βελτιώνεται η γραφή του Lindqvist, παραμένει εξίσου κακός όπως στις υπόλοιπες ιστορίες. Για να εξηγήσω τί εννοώ όταν λέω κακός με ένα παράδειγμα, σε ένα σημείο προσπαθεί να δώσει την περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης του Μάττε, του κεντρικού προσώπου, γύρω από την αφήγηση του οποίου, ξετυλίγεται η υπόθεση του έργου. Εκεί που ο Stephen King θα είχε γράψει 7½ σελίδες (το άλλο άκρο δηλαδή) o Lindqvist γράφει τρεις μικρές προτάσεις και τα παρατάει για να πει απλά πως έμοιαζε τελικά σαν τον Michael Stipe, τον τραγουδιστή των REM, με τη διαφορά πως είχε λίγο πιο μικρά μάτια και πιο στρογγυλό πιγούνι! Λογοτεχνία σημαίνει χτίζω εικόνες με τις λέξεις και εδώ πέρα φαίνεται ξεκάθαρα πως γράφει έτσι, όχι από άποψη, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Οι περιγραφές δεν είναι λοιπόν το δυνατό του σημείο. Αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία και την ομορφιά του συγκεκριμένου διηγήματος.
Κυρίως αυτό συμβαίνει γιατί η προφορικότητα, η αποτύπωση της καθημερινής ομιλίας, συμβάλλει στο χτίσιμο μιας αγωνιώδους ατμόσφαιρας, η οποία κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία λέξη. Όπως συμβαίνει δηλαδή, όταν μιλάμε με κάποιον και μας αφηγείται κάτι πολύ ενδιαφέρον, κερδίζοντας την προσοχή μας. Ο Μάττε λοιπόν, με αφορμή μια σχολική φωτογραφία, συναντά μετά από πολλά χρόνια έναν παλιό του συμμαθητή και του αποκαλύπτει ένα ανατριχιαστικό μυστικό. Αυτό που απογειώνει ωστόσο την υπόθεση είναι ο τρόπος που δένει μέσα στην πλοκή το “The Wall” των Pink Floyd. Δεν πρόκειται για απλές μουσικές αναφορές. Μοιάζει λες και το μουσικό έργο, η φιλοσοφία του και η αισθητική του, να έχουν εμποτίσει τις σελίδες. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, κάθε φορά που κοίταζα το συγκεκριμένο άλμπουμ των Pink Floyd (υπάρχει ακόμα στη δισκοθήκη του πατέρα μου) αισθανόμουν ένα μείγμα φόβου και σαγήνης. Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα μου ξύπνησε κι αυτή η ιστορία.
Το έκτο διήγημα είναι μέτριο, το δέσιμο ανάμεσα στην ρεαλιστική ιστορία που αφορά στη σχέση ενός ερωτευμένου ζευγαριού και στα στοιχεία του τρόμου, δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά. Ο τίτλος χωρισμένος με την κάθετο στη μέση είναι “Αιώνια/Αγάπη” και στην ουσία θέλει να πει πως ούτε οι άνθρωποι, ούτε ο έρωτας είναι φτιαγμένοι για να κρατάνε για πάντα. Άλλη μια ωραία ιδέα, εκτελεσμένη αδέξια. Ωστόσο υπάρχουν εδώ κι εκεί κάποιες όμορφες σκόρπιες σκηνές, που μέσα στη ναΐφ απλοϊκότητά τους προσθέτουν ενδιαφέρουσες πινελιές μέσα στο κείμενο το οποίο είναι σε γενικές γραμμές επίπεδο και κλισαρισμένο με λογικά χάσματα και ασυνέπειες.
Το έβδομο διήγημα είναι η αιτία που ξεκίνησα να διαβάζω αυτήν τη συλλογή και έχει τίτλο “Άσε τα παλιά όνειρα να πεθάνουν”. Είναι μια συνέχεια του μυθιστορήματος με τίτλο “Άσε το κακό να μπει”. Το οποίο δεν έχω διαβάσει (ούτε και πρόκειται) αλλά έχω δει την ταινία η οποία είναι από τις αγαπημένες μου. Εδώ σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία δεν έχει στοιχεία τρόμου, αλλά λειτουργεί ως επίλογος στο μυθιστόρημα, δίνονται κάποιες απαντήσει σχετικά με το τί απέγιναν ο Όσκαρ και η Έλι. Βαθύτατα ικανοποιητικό.
Το όγδοο με τίτλο “Να σε κρατάω όσο θα παίζει η μουσική” είναι μικρό και αδιάφορο, πιστεύω πως απλά μπήκε στη συλλογή γιατί χρησιμοποιεί ένα συγγραφικό εύρημα, όπου ένας διάλογος, όταν ο συγγραφέας αφήνει να ακούγεται μόνο ο ένας ομιλητής και σκεπάζει τις απαντήσεις του συνομιλητή με αποσιωπητικά, καταλήγει να γίνεται ένας ιδιότυπος μονόλογος (στον επίλογο ο συγγραφέας δίνει κάποιες εξηγήσεις).
Την τεχνική αυτή χρησιμοποιεί σε κάποια σημεία του επόμενου διηγήματος (το ένατο στη σειρά) με τίτλο “Majken” (σσ: γυναικείο όνομα). Αυτό το διήγημα δεν είναι τρόμου. Είναι ένα πολύ έξυπνο σχόλιο επάνω στη σύγχρονη κοινωνίας της κατανάλωσης, όπου το μέτρο της αξίας των ανθρώπων βασίζεται σε όσα μπορούν να αγοράσουν. Οι υπολοιποι, οι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι, υπάρχουν για να στηρίζουν το σύστημα που τους κρατάει στο περιθώριο. Με τη δουλειά τους, με τα κουρελιασμένα τους όνειρα, με τις ματαιωμένες τους ζωές, τις ενοχές και τις τραυματικές τους απώλειες. Σε κάποια σημεία κάνει κάτι απότομες εναλλαγές ανάμεσα στα αφηγηματικά πρόσωπα, που λειτουργούν αποπροσανατολιστικά για τον αναγνώστη, ωστόσο το κείμενο, έχει παλμό και ζωντάνια. Έχοντας μια στερεοτυπική εικόνα για τη Σουηδία, ως κοινωνία ισότητας και ευμάρειας και διαβάζοντας όλα αυτά από έναν Σουηδό, προσγειώθηκα απότομα. Πολύ ενδιαφέρουσα ματιά, πολύ τίμια και ειλικρινής.
Μακάρι περισσότεροι σύγχρονοι συγγραφείς να καταπιάνονταν με αυτά τα θέματα. Άσχετα με το λογοτεχνικό είδος που υπηρετεί ο καθένας, τέτοια ζητήματα είναι σημαντικό να προβάλλονται. Όσοι έχουν φωνή να ακουστούν, πρέπει να μιλούν για εκείνους που δεν έχουν. Στα συν και η έμμεση αναφορά στον τραγουδιστή Morrissey σαν easter egg (ο Lindqvist είναι φανατικός θαυμαστής του).
Το δέκατο διήγημα με τίτλο “Χάρτινοι τοίχοι” είναι μια σύντομη ιστορία για ένα πιτσιρίκι, στο οποίο ο πατέρας του φέρνει ένα τεράστιο χαρτόκουτο. Μια τρυφερή ανάμνηση της παιδικής ηλικίας και ταυτόχρονα μια από αυτές τις μικρές αλλόκοτες στιγμές που αργότερα, ως ενήλικες, μπορεί να προσπαθήσουμε (μάταια συνήθως) να εκλογικεύσουμε.
(view spoiler)
Το ενδέκατο και τελευταίο διήγημα είναι συνέχεια του μυθιστορήματος με τίτλο “Handling the Undead” ποου δημοσιεύτηκε το 2005, ένα χρόνο μετά από την επιτυχία του “Άσε το Κακό να μπει” (σσ. θα μπορούσε να μεταφραστεί ως “Τί θα κάνουμε με τους πεθαμένους”) το οποίο δεν έχω διαβάσει.
Στην αμερικάνικη έκδοση (γιατί η δική μου είναι αυτή που κυκλοφόρησε στην Αγγλία) υπάρχει ένα διήγημα που παραλείπεται εδώ με τίτλο “Τίνταλος” το οποίο από όσο μπόρεσα να μάθω πρέπει να έχει επιρροές από τον Χ. Φ. Λάβκραφτ. Οπότε αν κάποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει την συλλογή καλύτερα να προτιμήσει την έκδοση όπου μεταφράστρια είναι η Ebba Segerberg από τις εκδόσεις Thomas Dunne Books (με το κόκκινο εξώφυλλο). Ωστόσο η αγγλική έχει επιπλέον ενσωματωμένο τον πρόλογο της πρώτης σουηδικής έκδοσης του “Άσε το κακό να μπει”, όπου ο συγγραφέας κάνει αναφορά και στις ταινίες. Ο επίλογος είναι γραμμένος από τον Lindqvist το 2005, κι εκεί εκθέτει κάποιες σκέψεις του γύρω από τα διηγήματά του. Εξηγεί τις ιδέες που τον οδήγησαν να τα γράψει, τους εναλλακτικούς τίτλους που μπορεί να φωτίσουν καλύτερα το περιεχόμενό τους κα. Παραδέχεται την μεγάλη του αδυναμία: Μια ιδέα μπορεί να είναι τόσο καλή που να μην μπορεί να αποδοθεί στο τέλος με επιτυχία. Έτσι διηγείται εν περιλήψει μια ιστορία που δεν κατάφερε ποτέ να γράψει, διασώζοντάς την έστω σε μια συντομευμένη, ημιτελή εκδοχή της.
Από όσο διάβασα, τα μεταγενέστερα έργα του ξεφεύγουν τελείως, και εμπεριέχουν στοιχεία που πλησιάζουν τον σουρεαλισμό, αλλά διατηρούν τον στοχασμό επάνω στην κοινωνική πραγματικότητα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Για την ώρα, αρχές καλοκαιριού 2017, δεν φαίνεται να κυκλοφορεί κάτι δικό του σε ελληνική μετάφραση, καθώς το “Άσε το Κακό να μπει” από τις εκδόσεις Οξύ, σε μετάφραση της Βίκυς Μυλωνοπούλου, είναι εξαντλημένο.
Let the Old Dreams Die (Låt de gamla drömmarna dö)
σελ. 518
Quercus Publishing Plc, 2013
ISBN 0857385518, ISBN13 9780857385512
Η πρώτη ιστορία έχει τίτλο “Τα σύνορα”. Η ηρωίδα, η Τίνα, είναι μια 42χρονη γυναίκα που εργάζεται ως τελωνειακός σε κάποιο λιμάνι της Σουηδίας. Έχει την ικανότητα να “μυρίζει” τα λαθραία και γι’ αυτό είναι εξαιρετικά επιτυχημένη στον κλάδο της. Ωστόσο στην προσωπική της ζωή τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Συνυπάρχει με έναν άνδρα, έχοντας δημιουργήσει μαζί του έναν χαλαρό δεσμό που μοιάζει λίγο με αναγκαστική συγκατοίκηση και λίγο με προβληματικό υποκατάστατο σχέσης. Μόνο ο ηλικιωμένος και παράλυτος πατέρας της φαίνεται πως την αγαπάει. Γιατί η Τίνα είναι άσχημη, σχεδόν αποκρουστική για τους ανθρώπους. Στο βιβλίο εξηγεί την αιτία που συμβαίνει αυτό. Σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον αυτό οφείλεται σε ένα τραγικό γεγονός που τη σημάδεψε, όταν ήταν παιδί.
Ώσπου μια μέρα εμφανίζεται στο τελωνείο έναν παράξενος άνδρας. Ο Βόρε. Από εκεί και πέρα αρχίζει το μυστήριο, καθώς η Τίνα αισθάνεται πως αυτός ο άνδρας κρύβει κάτι, αλλά όσο κι αν ψάχνει στις αποσκευές του δεν μπορεί να βρει το παραμικρό. Δυστυχώς υπάρχουν πολλά ακατανόητα σημεία στην ιστορία, που μου δίνουν την αίσθηση πως πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα σύλληψη, αλλά εκτελεσμένη με αρκετή προχειρότητα. Σε κάποιο σημείο διακόπτει την τριτοπρόσωπη αφήγηση και δίνει κάποια αποσπάσματα από το προσωπικό ημερολόγιο της Τίνας, τόσο άσχημα δεμένα με τον κορμό του κυρίως κειμένου που πραγματικά μοιάζουν με μπάλωμα.
Ωστόσο εκτίμησα την πρόθεση του συγγραφέα να θίξει θέματα όπως οι μαζικές στειρώσεις ατόμων με αναπηρία που ήταν υποχρεωτικές στη Σουηδία μέχρι τα μέσα του 1970, το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού και της ταυτότητας ενός ατόμου (αυτό υπάρχει ως μοτίβο και στο “Άσε το Κακό να μπει”) ο ορισμός του βιολογικού και κοινωνικού φύλου και η ανάγκη του καθένα να ανήκει κάπου, το δικαίωμα να είναι αποδεκτός και αγαπητός γι’ αυτό που είναι, πέρα και πάνω από τις επιβεβλημένες κοινωνικές νόρμες. Από ένα σημείο και μετά αισθάνθηκα την ανάγκη να παραβλέψω τις συγγραφικές αδυναμίες του, ο Lindqvist δεν είναι στυλίστας, δεν δημιουργεί ένα πρωτότυπο και αυθεντικό λογοτεχνικό ύφος, αλλά έχει πολύ ωραίες ιδέες και τη διάθεση να τις πει. Και το ταλέντο να τις κάνει αρκετά ενδιαφέρουσες, ώστε να διαβαστούν.
Το δεύτερο διήγημα έχει τίτλο “Το χωριό στον λόφο”. Ο ήρωας, ο Τζόελ Άντερσον είναι ένας χωρισμένος μεσήλικας που δεν έχει και πολλά ενδιαφέροντα στη μίζερη ζωή του, πέρα από το χόμπι του, την κατασκευή ενός πλοίου από σπιρτόξυλα, μέσα στο διαμέρισμά του. Όμως φαίνεται πως κάτι δεν πάει καλά, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα. Έχει ένα αίσθημα ναυτίας, αισθάνεται ζαλάδα, χάνει την ισορροπία του και σταδιακά αρχίζει να εντοπίζει την αιτία που του συμβαίνει αυτό. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται (για να φτάσει σε ένα τέλος όπου η λέξη “κλισέ” βρίσκει τον ακριβέστερο δυνατό ορισμό της) ο ήρωας οδηγείται σε μια φρικιαστική ανακάλυψη. Κατά την άποψή μου τον αυθεντικό τρόμο τον γεννά το άγνωστο. Αν είχε αφήσει την ιστορία να αιωρείται πριν την τελική αποκάλυψη, το μυστήριο θα εξασφάλιζε ένα πιο δυνατό φινάλε. Ωστόσο και εδώ ο συγγραφέας φαίνεται πως δεν μένει μόνο στην επιφάνεια, αλλά προχωρά σε μια παρατήρηση που αφορά την κοινωνία στην οποία ζει. Μιλά για το πόσο οι άνθρωποι, όσο κοντά κι αν ζουν ο ένας στον άλλο, στην πραγματικότητα είναι αποξενωμένοι. Όταν συμβαίνει κάτι παράξενο, αποφεύγουν να το σχολιάσουν. Όταν κάτι τους ανησυχεί προτιμούν να το κρατήσουν μέσα τους. Έτσι αντί να βρεθούν ενωμένοι απέναντι σε έναν κοινό κίνδυνο, καταλήγουν να χάνονται εξαιτίας της σιωπής τους. Είναι μια βαθιά αδιαφορία τόσο για τους συνανθρώπους τους όσο και για τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Ο τίτλος του τρίτου διηγήματος είναι “Ισημερία”. Μια τριανταπενάχρονη γυναίκα, η Βερόνικα ζει με την οικογένειά της στη εξοχή. Το επάγγελμά της συνίσταται στο να κατασκευάζει σταυρόλεξα για διάφορα περιοδικά και εφημερίδες και η αγαπημένη της συνήθεια υποδηλώνει (δεν θα πω περί τίνος πρόκειται για να μην κάνω σπόιλερ, αλλά είναι κάτι που θα το χαρακτήριζα ως βίτσιο) κάποιο είδος ψυχικής διαταραχής. Καθώς το διήγημα εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο, αποκλειστικά από την πλευρά της ηρωίδας ο αναγνώστης δεν είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα τί συμβαίνει πραγματικά. Την βρήκα ενδιαφέρουσα και συγκινητική, μια σύντομη και μακάβρια σπουδή επάνω στις ενοχές και στο νόημα της ζωής, την ανάγκη των ανθρώπων να ξεφύγουν από την ρουτίνα της καθημερινότητας, τη δυσκολία που βιώνουμε πολλές φορές να εκτιμήσουμε τα όσα έχουμε, όσα θεωρούμε ως δεδομένα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν το κομμάτι εκείνο που πραγματώνει και νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας.
Το τέταρτο διήγημα με τίτλο “Δεν το βλέπω! Δεν υπάρχει!” είναι αδέξιο και εκνευριστικά προβλέψιμο, πατάει πάνω στο μοτίβο των ονείρων που ζωντανεύουν μόνο για να γίνουν στην συνέχεια ο χειρότερος εφιάλτης, αφορά στην ιστορία ενός παπαράτσι που ονειρεύεται να πλουτίσει βγάζοντας φωτογραφίες διασήμων για λογαριασμό των κουτσομπολίστικων ταμπλόιντ. Ο κεντρικός χαρακτήρας δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά, η κλιμάκωση της δράσης καταλήγει σε ένα απογοητευτικό ξεφούσκωμα, μια μετριότητα - μια τυπική creepypasta δεκαπεντάχρονου στο reddit έχει καλύτερο επίπεδο. (σσ. Υπάρχει κανένας άλλος εδώ μέσα που να του αρέσει από καιρού εις καιρόν να ξετρυπώνει καμία καλή creepypasta; Ή είμαι η μόνη με αυτήν την πετριά
Το πέμπτο διήγημα αντίθετα με το προηγούμενο είναι υ-π-έ-ρ-ο-χ-ο. Έχει τίτλο “Αντικαταστάτης”. Όχι πως βελτιώνεται η γραφή του Lindqvist, παραμένει εξίσου κακός όπως στις υπόλοιπες ιστορίες. Για να εξηγήσω τί εννοώ όταν λέω κακός με ένα παράδειγμα, σε ένα σημείο προσπαθεί να δώσει την περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης του Μάττε, του κεντρικού προσώπου, γύρω από την αφήγηση του οποίου, ξετυλίγεται η υπόθεση του έργου. Εκεί που ο Stephen King θα είχε γράψει 7½ σελίδες (το άλλο άκρο δηλαδή) o Lindqvist γράφει τρεις μικρές προτάσεις και τα παρατάει για να πει απλά πως έμοιαζε τελικά σαν τον Michael Stipe, τον τραγουδιστή των REM, με τη διαφορά πως είχε λίγο πιο μικρά μάτια και πιο στρογγυλό πιγούνι! Λογοτεχνία σημαίνει χτίζω εικόνες με τις λέξεις και εδώ πέρα φαίνεται ξεκάθαρα πως γράφει έτσι, όχι από άποψη, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Οι περιγραφές δεν είναι λοιπόν το δυνατό του σημείο. Αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία και την ομορφιά του συγκεκριμένου διηγήματος.
Κυρίως αυτό συμβαίνει γιατί η προφορικότητα, η αποτύπωση της καθημερινής ομιλίας, συμβάλλει στο χτίσιμο μιας αγωνιώδους ατμόσφαιρας, η οποία κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία λέξη. Όπως συμβαίνει δηλαδή, όταν μιλάμε με κάποιον και μας αφηγείται κάτι πολύ ενδιαφέρον, κερδίζοντας την προσοχή μας. Ο Μάττε λοιπόν, με αφορμή μια σχολική φωτογραφία, συναντά μετά από πολλά χρόνια έναν παλιό του συμμαθητή και του αποκαλύπτει ένα ανατριχιαστικό μυστικό. Αυτό που απογειώνει ωστόσο την υπόθεση είναι ο τρόπος που δένει μέσα στην πλοκή το “The Wall” των Pink Floyd. Δεν πρόκειται για απλές μουσικές αναφορές. Μοιάζει λες και το μουσικό έργο, η φιλοσοφία του και η αισθητική του, να έχουν εμποτίσει τις σελίδες. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, κάθε φορά που κοίταζα το συγκεκριμένο άλμπουμ των Pink Floyd (υπάρχει ακόμα στη δισκοθήκη του πατέρα μου) αισθανόμουν ένα μείγμα φόβου και σαγήνης. Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα μου ξύπνησε κι αυτή η ιστορία.
Το έκτο διήγημα είναι μέτριο, το δέσιμο ανάμεσα στην ρεαλιστική ιστορία που αφορά στη σχέση ενός ερωτευμένου ζευγαριού και στα στοιχεία του τρόμου, δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά. Ο τίτλος χωρισμένος με την κάθετο στη μέση είναι “Αιώνια/Αγάπη” και στην ουσία θέλει να πει πως ούτε οι άνθρωποι, ούτε ο έρωτας είναι φτιαγμένοι για να κρατάνε για πάντα. Άλλη μια ωραία ιδέα, εκτελεσμένη αδέξια. Ωστόσο υπάρχουν εδώ κι εκεί κάποιες όμορφες σκόρπιες σκηνές, που μέσα στη ναΐφ απλοϊκότητά τους προσθέτουν ενδιαφέρουσες πινελιές μέσα στο κείμενο το οποίο είναι σε γενικές γραμμές επίπεδο και κλισαρισμένο με λογικά χάσματα και ασυνέπειες.
Το έβδομο διήγημα είναι η αιτία που ξεκίνησα να διαβάζω αυτήν τη συλλογή και έχει τίτλο “Άσε τα παλιά όνειρα να πεθάνουν”. Είναι μια συνέχεια του μυθιστορήματος με τίτλο “Άσε το κακό να μπει”. Το οποίο δεν έχω διαβάσει (ούτε και πρόκειται) αλλά έχω δει την ταινία η οποία είναι από τις αγαπημένες μου. Εδώ σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία δεν έχει στοιχεία τρόμου, αλλά λειτουργεί ως επίλογος στο μυθιστόρημα, δίνονται κάποιες απαντήσει σχετικά με το τί απέγιναν ο Όσκαρ και η Έλι. Βαθύτατα ικανοποιητικό.
Το όγδοο με τίτλο “Να σε κρατάω όσο θα παίζει η μουσική” είναι μικρό και αδιάφορο, πιστεύω πως απλά μπήκε στη συλλογή γιατί χρησιμοποιεί ένα συγγραφικό εύρημα, όπου ένας διάλογος, όταν ο συγγραφέας αφήνει να ακούγεται μόνο ο ένας ομιλητής και σκεπάζει τις απαντήσεις του συνομιλητή με αποσιωπητικά, καταλήγει να γίνεται ένας ιδιότυπος μονόλογος (στον επίλογο ο συγγραφέας δίνει κάποιες εξηγήσεις).
Την τεχνική αυτή χρησιμοποιεί σε κάποια σημεία του επόμενου διηγήματος (το ένατο στη σειρά) με τίτλο “Majken” (σσ: γυναικείο όνομα). Αυτό το διήγημα δεν είναι τρόμου. Είναι ένα πολύ έξυπνο σχόλιο επάνω στη σύγχρονη κοινωνίας της κατανάλωσης, όπου το μέτρο της αξίας των ανθρώπων βασίζεται σε όσα μπορούν να αγοράσουν. Οι υπολοιποι, οι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι, υπάρχουν για να στηρίζουν το σύστημα που τους κρατάει στο περιθώριο. Με τη δουλειά τους, με τα κουρελιασμένα τους όνειρα, με τις ματαιωμένες τους ζωές, τις ενοχές και τις τραυματικές τους απώλειες. Σε κάποια σημεία κάνει κάτι απότομες εναλλαγές ανάμεσα στα αφηγηματικά πρόσωπα, που λειτουργούν αποπροσανατολιστικά για τον αναγνώστη, ωστόσο το κείμενο, έχει παλμό και ζωντάνια. Έχοντας μια στερεοτυπική εικόνα για τη Σουηδία, ως κοινωνία ισότητας και ευμάρειας και διαβάζοντας όλα αυτά από έναν Σουηδό, προσγειώθηκα απότομα. Πολύ ενδιαφέρουσα ματιά, πολύ τίμια και ειλικρινής.
Μακάρι περισσότεροι σύγχρονοι συγγραφείς να καταπιάνονταν με αυτά τα θέματα. Άσχετα με το λογοτεχνικό είδος που υπηρετεί ο καθένας, τέτοια ζητήματα είναι σημαντικό να προβάλλονται. Όσοι έχουν φωνή να ακουστούν, πρέπει να μιλούν για εκείνους που δεν έχουν. Στα συν και η έμμεση αναφορά στον τραγουδιστή Morrissey σαν easter egg (ο Lindqvist είναι φανατικός θαυμαστής του).
Το δέκατο διήγημα με τίτλο “Χάρτινοι τοίχοι” είναι μια σύντομη ιστορία για ένα πιτσιρίκι, στο οποίο ο πατέρας του φέρνει ένα τεράστιο χαρτόκουτο. Μια τρυφερή ανάμνηση της παιδικής ηλικίας και ταυτόχρονα μια από αυτές τις μικρές αλλόκοτες στιγμές που αργότερα, ως ενήλικες, μπορεί να προσπαθήσουμε (μάταια συνήθως) να εκλογικεύσουμε.
(view spoiler)
Το ενδέκατο και τελευταίο διήγημα είναι συνέχεια του μυθιστορήματος με τίτλο “Handling the Undead” ποου δημοσιεύτηκε το 2005, ένα χρόνο μετά από την επιτυχία του “Άσε το Κακό να μπει” (σσ. θα μπορούσε να μεταφραστεί ως “Τί θα κάνουμε με τους πεθαμένους”) το οποίο δεν έχω διαβάσει.
Στην αμερικάνικη έκδοση (γιατί η δική μου είναι αυτή που κυκλοφόρησε στην Αγγλία) υπάρχει ένα διήγημα που παραλείπεται εδώ με τίτλο “Τίνταλος” το οποίο από όσο μπόρεσα να μάθω πρέπει να έχει επιρροές από τον Χ. Φ. Λάβκραφτ. Οπότε αν κάποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει την συλλογή καλύτερα να προτιμήσει την έκδοση όπου μεταφράστρια είναι η Ebba Segerberg από τις εκδόσεις Thomas Dunne Books (με το κόκκινο εξώφυλλο). Ωστόσο η αγγλική έχει επιπλέον ενσωματωμένο τον πρόλογο της πρώτης σουηδικής έκδοσης του “Άσε το κακό να μπει”, όπου ο συγγραφέας κάνει αναφορά και στις ταινίες. Ο επίλογος είναι γραμμένος από τον Lindqvist το 2005, κι εκεί εκθέτει κάποιες σκέψεις του γύρω από τα διηγήματά του. Εξηγεί τις ιδέες που τον οδήγησαν να τα γράψει, τους εναλλακτικούς τίτλους που μπορεί να φωτίσουν καλύτερα το περιεχόμενό τους κα. Παραδέχεται την μεγάλη του αδυναμία: Μια ιδέα μπορεί να είναι τόσο καλή που να μην μπορεί να αποδοθεί στο τέλος με επιτυχία. Έτσι διηγείται εν περιλήψει μια ιστορία που δεν κατάφερε ποτέ να γράψει, διασώζοντάς την έστω σε μια συντομευμένη, ημιτελή εκδοχή της.
Από όσο διάβασα, τα μεταγενέστερα έργα του ξεφεύγουν τελείως, και εμπεριέχουν στοιχεία που πλησιάζουν τον σουρεαλισμό, αλλά διατηρούν τον στοχασμό επάνω στην κοινωνική πραγματικότητα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Για την ώρα, αρχές καλοκαιριού 2017, δεν φαίνεται να κυκλοφορεί κάτι δικό του σε ελληνική μετάφραση, καθώς το “Άσε το Κακό να μπει” από τις εκδόσεις Οξύ, σε μετάφραση της Βίκυς Μυλωνοπούλου, είναι εξαντλημένο.
Νικολέτα Μποντιόλη- Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!
Page 1 of 1
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum