Λόγος περί της μεθόδου: Για την καλή καθοδήγηση του λογικού μας και την αναζήτηση της αλήθειας στις επιστήμες, René Descartes
Page 1 of 1
Λόγος περί της μεθόδου: Για την καλή καθοδήγηση του λογικού μας και την αναζήτηση της αλήθειας στις επιστήμες, René Descartes
René Descartes
Λόγος περί της μεθόδου: Για την καλή καθοδήγηση του λογικού μας και την αναζήτηση της αλήθειας στις επιστήμες
σελ. 119
εκδ. Παπαζήση 1976
ISBN 9600200734 (ISBN13: 9789600200737)
Η πραγματεία αυτή, δημοσιευμένη στα 1637, στην καρδιά του Τριακονταετούς Πολέμου, από έναν άνθρωπο ασθενικό και φοβισμένο, αλλά και πεπεισμένο για την αλήθεια των συλλογισμών του (έχει τα πειράματά του πάνω από όλα και μια προπαρασκεύη από προηγούμενες μελέτες του επάνω στη φυσική επιστήμη) που υποφέρει καθώς η διάθεσή του για ησυχία και απομόνωση έρχεται σε κόντρα με την επιθυμία του να απελευθερώσει τον κόσμο από τον μεσαιωνικό σκοταδισμό και να τον παραδώσει ελεύθερο και λυτρωμένο από τα δεσμά του στο Φως της Επιστήμης. Ο τρόπος σκέψης του έρχεται σε ρήξη με την σχολαστική θεολογική παράδοση, κι όσο κι αν ορκίζεται στον Θεό του βασιλιά και της νταντάς του, στην πραγματικότητα, τον εκθρονίζει, για να θέσει τον Άνθρωπο, στο κέντρο του κόσμου. Κι αυτό. Αυτό συνιστά την ουσιώδη επανάσταση που άνθρωποι σαν τον Ντεκάρτ, έφεραν σε μια εποχή που η απόκλιση από τον κανόνα συνεπαγόταν με κάψιμο στην πυρά. Η πραγματεία χωρίζεται σε έξι μέρη και παρακάτω παραθέτω μια μικρή περίληψη του καθενός ξεχωριστά.
Πρώτο μέρος:
«Δεν αρκεί να έχει κανένας καλό μυαλό, το κυριότερο είναι να το χρησιμοποιεί καλά». Έτσι ξεκινάει την πραγματεία ο Ντεκάρτ. Αυτή είναι η έννοια της «ορθοφροσύνης» της «bon sens». Έτσι όλοι μας μοιραζόμαστε το λογικό, αλλά ανεξάρτητα από τις δυνατότητές μας, η αξία του συνίσταται στην καλή ή κακή χρήση που του κάνουμε. Το πνεύμα για την τελειοποίησή του ωστόσο χρειάζεται και άλλες ιδιότητες: φαντασία, μνήμη, ταχύτητα σκέψης. Αλλά το λογικό είναι ιδιότητα που αποδίδεται σε κάθε ανθρώπινο ον και αυτό ακριβώς μας διαχωρίζει από τα ζώα. Έτσι κάπως λοιπόν, επινόησε μια μέθοδο, συνισταμένη από ορισμένες «απόψεις» και «κανόνες», για την εύρεση της αλήθειας. Αυτήν την μέθοδο θέλει να την εκθέσει στην κρίση του αναγνωστικού του κοινού, για να βεβαιωθεί, αν όντως είναι ορθή γιατί όπως λέει και ο ίδιος «μπορεί να γελιέμαι κι ίσως να μην είναι παρά λίγος χαλκός και γυαλί αυτό που παίρνω για χρυσάφι και διαμάντια». Η αμφιβολία λοιπόν είναι η δεύτερη φύση κάθε φιλοσόφου, κάθε στοχαστή.
Οι σπουδές του, ομολογεί πως δεν τον βοήθησαν ιδιαίτερα «δεν είχα κερδίσει τίποτα άλλο, εχτός που είχα ανακαλύψει ολοένα περισσότερο την αμάθειά μου». Και εκθέτει με πικρία την ιστορία του πνεύματός του, τις επιστήμες που συνάντησε στην πορεία του (γλώσσες, ιστορία, μυθολογία, ρητορική, ποίηση, θεολογία, φιλοσοφία, νομική, ιατρική, μαθηματικά) όλες τις σπούδασε (εκτός από τις απόκρυφες που θεωρεί πως πρόκειται για ψεύτικα τεχνάσματα) και τελικά κατέληξε απογοητευμένος από όλες. Μια επιστήμη λοιπόν. Αναζητεί μια επιστήμη που να ικανοποιεί το πνεύμα του «μια επιστήμη που θα μπορούσε να βρεθεί μέσα μου ή και μέσα στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου». Γι’ αυτό ρίχτηκε στα ταξίδια. Θέλησε να μελετήσει τα «ήθη των ανθρώπων». Κι εκεί όμως συνάντησε πολλά ψέματα και τότε συνειδητοποίησε πως ίσως πολλές από τις πεποιθήσεις που προέρχονται από το δικό του πολιτισμικό περιβάλλον μπορεί να είναι εξίσου «εξωφρενικές και γελοίες». Όταν όμως έχουμε ασπαστεί κάτι, όταν δεν μας διέπει το κριτικό πνεύμα της αμφιβολίας, όλα τα δεχόμαστε ως αληθινά και δεδομένα. Και κάποια μέρα, αποφασίζει να μελετήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Να γίνει ο ίδιος, το αντικείμενο της διερεύνησής του. Αυτή η στροφή του Ντεκάρτ είναι η απαρχή μιας ανθρωπολογίας προορισμένης μέσα στους αιώνες που θα ακολουθήσουν να φέρει στο φως τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, εξορίζοντας τον Θεό και την θεολογία από το κέντρο του ανθρώπινου στοχασμού. Κι αυτή ακριβώς η μικρή στροφή, αποτελεί τομή, στην ιστορία της σκέψης της ανθρωπότητας.
Δεύτερο μέρος:
Έτσι κάποια χειμωνιάτικη μέρα, στις αρχές του Τριακονταετούς πολέμου, σε ένα δωμάτιο με μια θερμάστρα, σκέφτεται πως τα ξένα έργα είναι πολύ δύσκολο να τα κάνουμε δικό μας κτήμα και πως μόνο να τα μπαλώνουμε μπορούμε, σε αντίθεση με εκείνα που αποτελούν αποκλειστικά δικό μας δημιούργημα. Οι τωρινές επιστήμες είναι τελικά ένα συνονθύλευμα από θεωρίες, πάνω στις οποίες κάποιος έρχεται να προσθέσει και δεν μπορούν να πλησιάσουν την αλήθεια. Και ίσως θα ήταν καλό, αντί να επισκευάζεις ένα παλιό σπίτι, κάνοντας προσθήκες, να το γκρεμίσει συθέμελα και να το χτίσεις ολάκερο από την αρχή. Χωρίς τις ξένες γνώμες και παρεμβολές, μονάχα με την δύναμη του λογικού. Θέλει λοιπόν να τα γκρεμίσει όλα μέσα του και να χτίσει εκ νέου «με το αλφάδι του λογικού». Δεν θέλει ωστόσο να αλλάξει την κοινωνία, δεν πρόκειται να συγκρουστεί με την καθεστηκυία τάξη, με τους θεσμούς και τις παραδόσεις. «Ποτέ ο σκοπός μου δεν απλώθηκε πέρα από το να προσπαθήσω να μεταρρυθμίσω τις ατομικές μου σκέψεις και να χτίσω πάνω σε έδαφος ολότελα δικό μου». Κι από όλες τις γνώμες διαλέγει να αναζητήσει την δική του «να καθοδηγηθώ μοναχός μου». Αναζητά λοιπόν μια μέθοδο που να έχει τα θετικά από τρεις επιστήμες, τη λογική, την γεωμετρία και την άλγεβρα αλλά χωρίς να πάσχει από τις εγγενείς τους αδυναμίες. Από τα παραγγέλματα της λογικής κρατάει μόνο τέσσερα:
• Να μη παραδέχομαι τίποτε άκριτα ως αληθινό.
• Να διαιρώ τις δυσκολίες, τόσο όσο χρειάζεται ώστε να τις επιλύω ευκολότερα.
• Να κατευθύνομαι βαθμηδόν από τα απλούστερα και ευκολότερα στα δυσκολότερα και συνθετότερα.
• Να απαριθμώ τα πάντα, ώστε να μη μου διαφεύγει το παραμικρό.
Από τα απλούστερα συνάγονται τα πολυπλοκότερα, και υπό την προϋπόθεση πως δεν θα παρεισφρήσει κάτι αναληθές στον συλλογισμό, θα μπορέσουμε να φτάσουμε στο τέλος στο ξεδίπλωμα κάθε αλήθειας όσο κρυμμένη ή απλησίαστη κι αν είναι αυτή. Ακριβώς όπως κάνουν και οι γεωμέτρες. Εξετάζουν σχέσεις και εντοπίζουν αναλογίες. Αυτό που όμως τον βοήθησε στα μαθηματικά, και του έδωσε τον τρόπο να λύνει με επιτυχία τα προβλήματα, τον τρόμαξε όταν πήγε να το εφαρμόσει στην φιλοσοφία. Γιατί εκεί τα πράγματα δεν είναι πάντα μετρήσιμα μεγέθη και υπολογίσιμα, γιατί εκεί όλα είναι περισσότερο συγκεχυμένα.
Τρίτο μέρος:
Έτσι μέχρι να αισθανθεί αρκετά ώριμος για το εγχείρημά του, αποφασίσει να επινοήσει μια «προσωρινή ηθική» για καθαρά «ατομική χρήση».
• Να κρατώ τα έθιμα και τις παραδόσεις και την θρησκεία που γαλουχήθηκα και όλα τα υπόλοιπα να προτιμώ τις μετριοπαθέστερες γνώμες.
• Να υποστηρίζω έμπρακτα τις επιλογές, σαν τον χαμένο μες στο δάσος που αντί να περιπλανιέται κάνοντας κύκλους προτιμότερο να κρατήσει μια ευθεία ρότα για να μπορέσει να φτάσει στο τέλος του δάσους. Κι όταν δεν ξέρω την σωστότερη γνώμη να διαλέγω την πιθανότερη.
• Αφού τίποτα στον κόσμο δεν είναι στην εξουσία μου σε αυτόν τον κόσμο, πέρα από τις σκέψεις μου συνεπώς όσα είναι έξω από την σφαίρα των δυνατοτήτων μου πρέπει να είναι πέρα από τη σφαίρα των επιθυμιών μου.
(σσ: Εδώ υπάρχει ένα απόσπασμα που έχω κυκλώσει από μια παλιότερη ανάγνωσή μου, δεν θα έπρεπε να ήμουν παραπάνω από 21 ετών: «Και πως την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενοι, καθώς λένε, δεν θα επιθυμούμε να είμαστε γεροί, όταν είμαστε άρρωστοι ή ελεύθεροι, όταν βρισκόμαστε στη φυλακή, περισσότερο από όσο επιθυμούμε τώρα να έχουμε κορμιά από ύλη άφθαρτη όσο τα διαμάντια ή φτερά για να πετούμε σαν τα πουλιά». Κι έξω από τον κύκλο έχω σημειώσει με μολύβι: «Τί βλακείες». Σήμερα -100 περίπου χρόνια μετά- καθώς ξαναδιαβάζω την φράση αυτή του Ντεκάρτ, συνεχίζω να οργίζομαι γιατί υποχρεώνομαι να ζω σε έναν κόσμο όπου, ως ουδέν μονιμότερον, η προσωρινή Καρτεσιανή ηθική μοιάζει να έχει γίνει καθεστώς).
• Να βρω την ιδανική ενασχόληση, δηλαδή την καλλιέργεια του λογικού και την αναζήτηση της αλήθειας. Γιατί είναι δυνατό έτσι, οι επιθυμίες μου να στραφούν γύρω από πράγματα εφικτά, αφού υπόκεινται αποκλειστικά στο δικό μου χέρι, όπως η απόκτηση των αγαθών που προκύπτουν από την απόκτηση της αρετής.
Αυτές είναι σκέψεις που κάνει ο Ντεκάρτ μέσα στην θαλπωρή της θερμάστρας του. Κι έπειτα δυναμωμένος από αυτές αποφασίζει να ταξιδέψει στον κόσμο. Και ταξιδεύει για εννιά ολάκερα χρόνια, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία και επιδίδεται στο να αποβάλλει τις πλάνες και να διατηρεί μόνο όσα αποδεδειγμένα είναι αληθινά και ορθά. Και στο τέλος καταλήγει στην Ολλανδία και εκεί αποφασίσει να καταγράψει και να συνθέσει το φιλοσοφικό του σύστημα που απέκτησε μέσα από τις εμπειρίες του και όχι μέσα από την ανάγνωση των βιβλίων.
(Αυτό από μόνο του μπορεί να ακούγεται παράξενο ή αστείο, αλλά ένας περιοδεύων «θεατής» μέσα στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, όπου έζησε ο Ντεκάρτ σίγουρα θα είχε να δει πολλά παράξενα και αλλόκοτα και απαράδεχτα και εντελώς αντίθετα προς τη λογική, να επικρατούν ως θέσφατα, ως κανόνες και ως παραδόσεις. Πόσο μάλλον σε περίοδο πολέμου. Ο Ντεκάρτ άλλωστε δεν σκοπεύει βάσει της προσωρινής ηθικής του να αλλάξει τον κόσμο, αλλά τον εαυτό του, συνεπώς σωπαίνει και στοχάζεται).
Τέταρτο μέρος:
Ξεκινάει με την υπόθεση πως έστω ότι τίποτα από όσα υπάρχουν στο νου δεν είναι περισσότερο αληθινά από εκείνα υπάρχουν στην φαντασία των ονείρων μας. Επειδή όμως κάτι πρέπει να είναι αληθινό συμπεραίνει πως σίγουρα ο εαυτός του υπάρχει, εφόσον ο εαυτός του παράγει όλες τις σκέψεις. Συνεπώς αναφέρει πως η πιο ακλόνητη αλήθεια υπάρχει στο «σκέφτομαι άρα υπάρχω». Κι αυτή η αλήθεια δεν σηκώνει την παραμικρή αμφιβολία. Κι από εκεί εξαρτά την ύπαρξη από την σκέψη, και προχωρεί σε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα: «κι αν ακόμα το σώμα δεν υπήρχε διόλου, πάλι η ψυχή δεν θα έπαυε να είναι ό,τι είναι». Και κάπως έτσι οι πιο ξεκάθαρες ευδιάκριτες σκέψεις δεν μπορούν παρά να είναι οι αληθέστερες. Για παράδειγμα η ύπαρξη του Θεού. Το να σκέφτομαι περί ενός όντος τελειότερου από εμένα, σημαίνει αυτομάτως πως το ον αυτό είναι αληθινό. Η ιδέα της τελειότητας δεν πηγάζει από τον ίδιο. Ο ίδιος δεν είναι τέλειος. Συνεπώς κάποιο τέλειο Ον υπάρχει και είναι αυτό που του υποβάλλει την ιδέα της τελειότητας.
Ο Ντεκάρτ επιμένει στον διαχωρισμό ανάμεσα στην αίσθηση και στη νόηση. Θεωρεί την πρώτη ατελέστερη και τη δεύτερη πως υπερβαίνει τα πεπερασμένα όρια της φαντασίας, θεωρεί πως είναι εκείνη που οδηγεί σε συλλήψεις πέρα και έξω από τον υλικό κόσμο. Με τη νόηση μπορούμε να στοχαστούμε περί του Θεού και περί της ψυχής κι ας μην μπορούμε να αντιληφθούμε τον Θεό και την ψυχή με τις αισθήσεις. Και καταλήγει πως «ούτε η φαντασία, ούτε οι αισθήσεις μας μπορούν ποτέ να μας βεβαιώσουν για τίποτα αν δεν μεσολαβήσει η νόησή μας». Η ατέλειά μας είναι η αιτία που δεν σκεφτόμαστε ξεκάθαρα. Η τελειότητα του Θεού είναι η πηγή των ξεκάθαρων και διακριτών σκέψεων. Χωρίς αυτήν την τελειότητα, η πραγματικότητα δεν διαφέρει από το όνειρο.
Και για να αποφύγει τις συγχίσεις καταλήγει πως «είτε είμαστε ξυπνητοί, είτε κοιμισμένοι, πρέπει να πειθόμαστε μονάχα με την προφάνεια του λογικού μας», αν και στο ξύπνιο μας το λογικό δεσπόζει περισσότερο από όσο στα όνειρά μας. Κι έτσι μπορεί κάποιος με μεγαλύτερη ασφάλεια να διαχωρίσει την φαντασία από την πραγματικότητα.
Πέμπτο μέρος:
Με πολύ φόβο και αυτολογοκρινόμενος προκειμένου να μην εξοργίσει τους Ιησουίτες και τους απανταχού καθολικούς, αναφέρει πως με τη μέθοδό του μπόρεσε να εξηγήσει και να κατανοήσει διάφορα κοσμολογικά φαινόμενα (κίνηση της γης, του ήλιου, των πλανητών) χωρίς να απαρνηθεί την ύψιστη αρχή της τελειότητας του Θεού και των νόμων που αναμφίβολα ο ίδιος έχει θέσει, θέτοντας σε κίνηση τον κόσμο που δημιούργησε. Και όλα αυτά τα κατέγραψε σε μια πραγματεία.
(στο σημείο αυτό με εντυπωσίασε ιδιαίτερα ο φόβος τον Ντεκάρτ για την εκκλησία και τον βαθμό που αυτή κυριαρχούσε επάνω στη σκέψη των ανθρώπων, σαν μια αέναη απειλή).
Ο Θεός αυτός λοιπόν που έφτιαξε τον υλικό κόσμο, έφτιαξε από τα ίδια υλικά μέρη και τον άνθρωπο. Κι ως προς αυτό ο άνθρωπος δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα δημιουργήματα. Αλλά ο Θεός πέρα από την υλική ψυχή, τον εμψύχωσε και με μία άλλη, μοναδική στον κόσμο μια «ψυχή λογική» που δεν παράγεται από την δύναμη της ύλης. Προχωρεί στην αναφορά της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος και στην μηχανική που διέπει την κυκλοφορία του αίματος. (αρτηρίες, φλέβες, κίνηση της καρδιάς, λειτουργία των πνευμόνων και στομαχιού, μυϊκό σύστημα κτλ). Και τελικά καταλήγει στον εγκέφαλο, ο οποίος σχηματίζει ιδέες που δημιουργούνται από τις αισθήσεις, τις οποίες τις παραλαμβάνει έπειτα η μνήμη και η φαντασία για να τις ανασυνθέσει. Η ικανότητα της ομιλίας διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα και συνιστά μια προωθημένη μορφή έκφρασης της έλλογης σκέψης, όπου υπερβαίνει και στέκει επάνω από τους νόμους της μηχανικής, από όλα τα υπόλοιπα υλικά δημιουργήματα. Κι αφού η λογική ψυχή υπάρχει ξέχωρα και ανεξάρτητα από το σώμα συμπεραίνει πως δεν υπόκειται στο νόμο της φθοράς και πως είναι αθάνατη.
Έκτο μέρος:
Ενώ λοιπόν είχε έτοιμη την πραγματεία του να την δημοσιεύσει μαθαίνει την καταδίκη ενός άλλου (σσ. Εννοεί του Γαλιλαίου από την Ιερά Εξέταση) και σπεύδει να ακυρώσει το εγχείρημά του. Ωστόσο υπάρχει κάτι, ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι στην διάδοση μιας γνώσης, την οποία περιγράφει ως «πρακτική φιλοσοφία» ικανής να κατασκευάζει μηχανές για το όφελος του ανθρώπου και να διασφαλίζει την ανθρώπινη υγεία (σσ. Κι όλα αυτά για να καταλήξουμε σήμερα στην Monsanto – Bayer; Αναρωτιέμαι, τί θα είχε να πει γι’ αυτό ο Καρτέσιος, αλλά φαίνεται πως η κάθε εποχή έχει τη δική της Ιερά Εξέταση τελικά). Κι αυτή η έγνοια του τον κάνει να αρθρώσει μια έκκληση:
«Να καλέσω τα άξια πνεύματα να προχωρήσουν παραπέρα, συμβάλλοντας, ο καθένας κατά την κλίση και τη δύναμή του, στα πειράματα που θα έπρεπε να γίνουν, και μεταδίνοντας επίσης στο κοινό όλα όσα μάθαιναν. Σε τρόπο που, αρχίζοντας οι τελευταίοι αποκεί που θα έχουν τελειώσει οι προηγούμενοι, κι ενώνοντας έτσι τις ζωές και τις εργασίες πολλών, να τραβήξουμε όλοι μαζί πολύ μακρύτερα απ’ όσο θα μπορούσε να προχωρήσει ο καθένας χωριστά».
Στη συνέχεια απολογείται επί μακρόν για την απόφασή του, παρ’ όλα αυτά να μη δημοσιεύσει την πραγματεία του, κάνει λόγο για την φιλοσοφία που διέπει τα πειράματά του και τις όποιες αντιδράσεις συνάντησε. Και την απόφασή του να συνοδεύει τούτον εδώ τον «Λόγο περί της Μεθόδου» με τρεις μικρές πραγματείες οι οποίες ελπίζει πως δεν θα προκαλέσουν προβλήματα «περί Διοπτρικής, Μετεώρων και Γεωμετρίας» πάνω στις οποίες εφαρμόζει την επιστημονική του μέθοδο.
Και καταλήγει στα περί γλώσσας:
«Κι αν γράφω γαλλικά, που είναι η γλώσσα του τόπου μου, κι όχι λατινικά, που είναι η γλώσσα των δασκάλων μου, το κάνω επειδή ελπίζω πως όσοι χρησιμοποιούν αποκλειστικά το φυσικό λογικό τους εντελώς άδολο, θα κρίνουν τις γνώμες μου καλύτερα από εκείνους που πιστεύουν μονάχα στα αρχαία βιβλία».
Και κλείνει λέγοντας για άλλη μια φορά, πως πάνω από όλα επιθυμεί να τον αφήσουν στην ησυχία του την οποία δεν την ανταλλάσσει ούτε με τη δόξα ολάκερου του κόσμου.
Αυτό το έργο ήταν τόσο ωραίο, και εκτός των άλλων αποδεικνύει πόσο χρήσιμες υπήρξαν οι θερμάστρες για την εξέλιξη της ανθρώπινης νόησης (με αφορμή το χιόνι που ρίχνει απόψε χαχαχα).
Λόγος περί της μεθόδου: Για την καλή καθοδήγηση του λογικού μας και την αναζήτηση της αλήθειας στις επιστήμες
σελ. 119
εκδ. Παπαζήση 1976
ISBN 9600200734 (ISBN13: 9789600200737)
Η πραγματεία αυτή, δημοσιευμένη στα 1637, στην καρδιά του Τριακονταετούς Πολέμου, από έναν άνθρωπο ασθενικό και φοβισμένο, αλλά και πεπεισμένο για την αλήθεια των συλλογισμών του (έχει τα πειράματά του πάνω από όλα και μια προπαρασκεύη από προηγούμενες μελέτες του επάνω στη φυσική επιστήμη) που υποφέρει καθώς η διάθεσή του για ησυχία και απομόνωση έρχεται σε κόντρα με την επιθυμία του να απελευθερώσει τον κόσμο από τον μεσαιωνικό σκοταδισμό και να τον παραδώσει ελεύθερο και λυτρωμένο από τα δεσμά του στο Φως της Επιστήμης. Ο τρόπος σκέψης του έρχεται σε ρήξη με την σχολαστική θεολογική παράδοση, κι όσο κι αν ορκίζεται στον Θεό του βασιλιά και της νταντάς του, στην πραγματικότητα, τον εκθρονίζει, για να θέσει τον Άνθρωπο, στο κέντρο του κόσμου. Κι αυτό. Αυτό συνιστά την ουσιώδη επανάσταση που άνθρωποι σαν τον Ντεκάρτ, έφεραν σε μια εποχή που η απόκλιση από τον κανόνα συνεπαγόταν με κάψιμο στην πυρά. Η πραγματεία χωρίζεται σε έξι μέρη και παρακάτω παραθέτω μια μικρή περίληψη του καθενός ξεχωριστά.
Πρώτο μέρος:
«Δεν αρκεί να έχει κανένας καλό μυαλό, το κυριότερο είναι να το χρησιμοποιεί καλά». Έτσι ξεκινάει την πραγματεία ο Ντεκάρτ. Αυτή είναι η έννοια της «ορθοφροσύνης» της «bon sens». Έτσι όλοι μας μοιραζόμαστε το λογικό, αλλά ανεξάρτητα από τις δυνατότητές μας, η αξία του συνίσταται στην καλή ή κακή χρήση που του κάνουμε. Το πνεύμα για την τελειοποίησή του ωστόσο χρειάζεται και άλλες ιδιότητες: φαντασία, μνήμη, ταχύτητα σκέψης. Αλλά το λογικό είναι ιδιότητα που αποδίδεται σε κάθε ανθρώπινο ον και αυτό ακριβώς μας διαχωρίζει από τα ζώα. Έτσι κάπως λοιπόν, επινόησε μια μέθοδο, συνισταμένη από ορισμένες «απόψεις» και «κανόνες», για την εύρεση της αλήθειας. Αυτήν την μέθοδο θέλει να την εκθέσει στην κρίση του αναγνωστικού του κοινού, για να βεβαιωθεί, αν όντως είναι ορθή γιατί όπως λέει και ο ίδιος «μπορεί να γελιέμαι κι ίσως να μην είναι παρά λίγος χαλκός και γυαλί αυτό που παίρνω για χρυσάφι και διαμάντια». Η αμφιβολία λοιπόν είναι η δεύτερη φύση κάθε φιλοσόφου, κάθε στοχαστή.
Οι σπουδές του, ομολογεί πως δεν τον βοήθησαν ιδιαίτερα «δεν είχα κερδίσει τίποτα άλλο, εχτός που είχα ανακαλύψει ολοένα περισσότερο την αμάθειά μου». Και εκθέτει με πικρία την ιστορία του πνεύματός του, τις επιστήμες που συνάντησε στην πορεία του (γλώσσες, ιστορία, μυθολογία, ρητορική, ποίηση, θεολογία, φιλοσοφία, νομική, ιατρική, μαθηματικά) όλες τις σπούδασε (εκτός από τις απόκρυφες που θεωρεί πως πρόκειται για ψεύτικα τεχνάσματα) και τελικά κατέληξε απογοητευμένος από όλες. Μια επιστήμη λοιπόν. Αναζητεί μια επιστήμη που να ικανοποιεί το πνεύμα του «μια επιστήμη που θα μπορούσε να βρεθεί μέσα μου ή και μέσα στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου». Γι’ αυτό ρίχτηκε στα ταξίδια. Θέλησε να μελετήσει τα «ήθη των ανθρώπων». Κι εκεί όμως συνάντησε πολλά ψέματα και τότε συνειδητοποίησε πως ίσως πολλές από τις πεποιθήσεις που προέρχονται από το δικό του πολιτισμικό περιβάλλον μπορεί να είναι εξίσου «εξωφρενικές και γελοίες». Όταν όμως έχουμε ασπαστεί κάτι, όταν δεν μας διέπει το κριτικό πνεύμα της αμφιβολίας, όλα τα δεχόμαστε ως αληθινά και δεδομένα. Και κάποια μέρα, αποφασίζει να μελετήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Να γίνει ο ίδιος, το αντικείμενο της διερεύνησής του. Αυτή η στροφή του Ντεκάρτ είναι η απαρχή μιας ανθρωπολογίας προορισμένης μέσα στους αιώνες που θα ακολουθήσουν να φέρει στο φως τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, εξορίζοντας τον Θεό και την θεολογία από το κέντρο του ανθρώπινου στοχασμού. Κι αυτή ακριβώς η μικρή στροφή, αποτελεί τομή, στην ιστορία της σκέψης της ανθρωπότητας.
Δεύτερο μέρος:
Έτσι κάποια χειμωνιάτικη μέρα, στις αρχές του Τριακονταετούς πολέμου, σε ένα δωμάτιο με μια θερμάστρα, σκέφτεται πως τα ξένα έργα είναι πολύ δύσκολο να τα κάνουμε δικό μας κτήμα και πως μόνο να τα μπαλώνουμε μπορούμε, σε αντίθεση με εκείνα που αποτελούν αποκλειστικά δικό μας δημιούργημα. Οι τωρινές επιστήμες είναι τελικά ένα συνονθύλευμα από θεωρίες, πάνω στις οποίες κάποιος έρχεται να προσθέσει και δεν μπορούν να πλησιάσουν την αλήθεια. Και ίσως θα ήταν καλό, αντί να επισκευάζεις ένα παλιό σπίτι, κάνοντας προσθήκες, να το γκρεμίσει συθέμελα και να το χτίσεις ολάκερο από την αρχή. Χωρίς τις ξένες γνώμες και παρεμβολές, μονάχα με την δύναμη του λογικού. Θέλει λοιπόν να τα γκρεμίσει όλα μέσα του και να χτίσει εκ νέου «με το αλφάδι του λογικού». Δεν θέλει ωστόσο να αλλάξει την κοινωνία, δεν πρόκειται να συγκρουστεί με την καθεστηκυία τάξη, με τους θεσμούς και τις παραδόσεις. «Ποτέ ο σκοπός μου δεν απλώθηκε πέρα από το να προσπαθήσω να μεταρρυθμίσω τις ατομικές μου σκέψεις και να χτίσω πάνω σε έδαφος ολότελα δικό μου». Κι από όλες τις γνώμες διαλέγει να αναζητήσει την δική του «να καθοδηγηθώ μοναχός μου». Αναζητά λοιπόν μια μέθοδο που να έχει τα θετικά από τρεις επιστήμες, τη λογική, την γεωμετρία και την άλγεβρα αλλά χωρίς να πάσχει από τις εγγενείς τους αδυναμίες. Από τα παραγγέλματα της λογικής κρατάει μόνο τέσσερα:
• Να μη παραδέχομαι τίποτε άκριτα ως αληθινό.
• Να διαιρώ τις δυσκολίες, τόσο όσο χρειάζεται ώστε να τις επιλύω ευκολότερα.
• Να κατευθύνομαι βαθμηδόν από τα απλούστερα και ευκολότερα στα δυσκολότερα και συνθετότερα.
• Να απαριθμώ τα πάντα, ώστε να μη μου διαφεύγει το παραμικρό.
Από τα απλούστερα συνάγονται τα πολυπλοκότερα, και υπό την προϋπόθεση πως δεν θα παρεισφρήσει κάτι αναληθές στον συλλογισμό, θα μπορέσουμε να φτάσουμε στο τέλος στο ξεδίπλωμα κάθε αλήθειας όσο κρυμμένη ή απλησίαστη κι αν είναι αυτή. Ακριβώς όπως κάνουν και οι γεωμέτρες. Εξετάζουν σχέσεις και εντοπίζουν αναλογίες. Αυτό που όμως τον βοήθησε στα μαθηματικά, και του έδωσε τον τρόπο να λύνει με επιτυχία τα προβλήματα, τον τρόμαξε όταν πήγε να το εφαρμόσει στην φιλοσοφία. Γιατί εκεί τα πράγματα δεν είναι πάντα μετρήσιμα μεγέθη και υπολογίσιμα, γιατί εκεί όλα είναι περισσότερο συγκεχυμένα.
Τρίτο μέρος:
Έτσι μέχρι να αισθανθεί αρκετά ώριμος για το εγχείρημά του, αποφασίσει να επινοήσει μια «προσωρινή ηθική» για καθαρά «ατομική χρήση».
• Να κρατώ τα έθιμα και τις παραδόσεις και την θρησκεία που γαλουχήθηκα και όλα τα υπόλοιπα να προτιμώ τις μετριοπαθέστερες γνώμες.
• Να υποστηρίζω έμπρακτα τις επιλογές, σαν τον χαμένο μες στο δάσος που αντί να περιπλανιέται κάνοντας κύκλους προτιμότερο να κρατήσει μια ευθεία ρότα για να μπορέσει να φτάσει στο τέλος του δάσους. Κι όταν δεν ξέρω την σωστότερη γνώμη να διαλέγω την πιθανότερη.
• Αφού τίποτα στον κόσμο δεν είναι στην εξουσία μου σε αυτόν τον κόσμο, πέρα από τις σκέψεις μου συνεπώς όσα είναι έξω από την σφαίρα των δυνατοτήτων μου πρέπει να είναι πέρα από τη σφαίρα των επιθυμιών μου.
(σσ: Εδώ υπάρχει ένα απόσπασμα που έχω κυκλώσει από μια παλιότερη ανάγνωσή μου, δεν θα έπρεπε να ήμουν παραπάνω από 21 ετών: «Και πως την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενοι, καθώς λένε, δεν θα επιθυμούμε να είμαστε γεροί, όταν είμαστε άρρωστοι ή ελεύθεροι, όταν βρισκόμαστε στη φυλακή, περισσότερο από όσο επιθυμούμε τώρα να έχουμε κορμιά από ύλη άφθαρτη όσο τα διαμάντια ή φτερά για να πετούμε σαν τα πουλιά». Κι έξω από τον κύκλο έχω σημειώσει με μολύβι: «Τί βλακείες». Σήμερα -100 περίπου χρόνια μετά- καθώς ξαναδιαβάζω την φράση αυτή του Ντεκάρτ, συνεχίζω να οργίζομαι γιατί υποχρεώνομαι να ζω σε έναν κόσμο όπου, ως ουδέν μονιμότερον, η προσωρινή Καρτεσιανή ηθική μοιάζει να έχει γίνει καθεστώς).
• Να βρω την ιδανική ενασχόληση, δηλαδή την καλλιέργεια του λογικού και την αναζήτηση της αλήθειας. Γιατί είναι δυνατό έτσι, οι επιθυμίες μου να στραφούν γύρω από πράγματα εφικτά, αφού υπόκεινται αποκλειστικά στο δικό μου χέρι, όπως η απόκτηση των αγαθών που προκύπτουν από την απόκτηση της αρετής.
Αυτές είναι σκέψεις που κάνει ο Ντεκάρτ μέσα στην θαλπωρή της θερμάστρας του. Κι έπειτα δυναμωμένος από αυτές αποφασίζει να ταξιδέψει στον κόσμο. Και ταξιδεύει για εννιά ολάκερα χρόνια, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία και επιδίδεται στο να αποβάλλει τις πλάνες και να διατηρεί μόνο όσα αποδεδειγμένα είναι αληθινά και ορθά. Και στο τέλος καταλήγει στην Ολλανδία και εκεί αποφασίσει να καταγράψει και να συνθέσει το φιλοσοφικό του σύστημα που απέκτησε μέσα από τις εμπειρίες του και όχι μέσα από την ανάγνωση των βιβλίων.
(Αυτό από μόνο του μπορεί να ακούγεται παράξενο ή αστείο, αλλά ένας περιοδεύων «θεατής» μέσα στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, όπου έζησε ο Ντεκάρτ σίγουρα θα είχε να δει πολλά παράξενα και αλλόκοτα και απαράδεχτα και εντελώς αντίθετα προς τη λογική, να επικρατούν ως θέσφατα, ως κανόνες και ως παραδόσεις. Πόσο μάλλον σε περίοδο πολέμου. Ο Ντεκάρτ άλλωστε δεν σκοπεύει βάσει της προσωρινής ηθικής του να αλλάξει τον κόσμο, αλλά τον εαυτό του, συνεπώς σωπαίνει και στοχάζεται).
Τέταρτο μέρος:
Ξεκινάει με την υπόθεση πως έστω ότι τίποτα από όσα υπάρχουν στο νου δεν είναι περισσότερο αληθινά από εκείνα υπάρχουν στην φαντασία των ονείρων μας. Επειδή όμως κάτι πρέπει να είναι αληθινό συμπεραίνει πως σίγουρα ο εαυτός του υπάρχει, εφόσον ο εαυτός του παράγει όλες τις σκέψεις. Συνεπώς αναφέρει πως η πιο ακλόνητη αλήθεια υπάρχει στο «σκέφτομαι άρα υπάρχω». Κι αυτή η αλήθεια δεν σηκώνει την παραμικρή αμφιβολία. Κι από εκεί εξαρτά την ύπαρξη από την σκέψη, και προχωρεί σε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα: «κι αν ακόμα το σώμα δεν υπήρχε διόλου, πάλι η ψυχή δεν θα έπαυε να είναι ό,τι είναι». Και κάπως έτσι οι πιο ξεκάθαρες ευδιάκριτες σκέψεις δεν μπορούν παρά να είναι οι αληθέστερες. Για παράδειγμα η ύπαρξη του Θεού. Το να σκέφτομαι περί ενός όντος τελειότερου από εμένα, σημαίνει αυτομάτως πως το ον αυτό είναι αληθινό. Η ιδέα της τελειότητας δεν πηγάζει από τον ίδιο. Ο ίδιος δεν είναι τέλειος. Συνεπώς κάποιο τέλειο Ον υπάρχει και είναι αυτό που του υποβάλλει την ιδέα της τελειότητας.
Ο Ντεκάρτ επιμένει στον διαχωρισμό ανάμεσα στην αίσθηση και στη νόηση. Θεωρεί την πρώτη ατελέστερη και τη δεύτερη πως υπερβαίνει τα πεπερασμένα όρια της φαντασίας, θεωρεί πως είναι εκείνη που οδηγεί σε συλλήψεις πέρα και έξω από τον υλικό κόσμο. Με τη νόηση μπορούμε να στοχαστούμε περί του Θεού και περί της ψυχής κι ας μην μπορούμε να αντιληφθούμε τον Θεό και την ψυχή με τις αισθήσεις. Και καταλήγει πως «ούτε η φαντασία, ούτε οι αισθήσεις μας μπορούν ποτέ να μας βεβαιώσουν για τίποτα αν δεν μεσολαβήσει η νόησή μας». Η ατέλειά μας είναι η αιτία που δεν σκεφτόμαστε ξεκάθαρα. Η τελειότητα του Θεού είναι η πηγή των ξεκάθαρων και διακριτών σκέψεων. Χωρίς αυτήν την τελειότητα, η πραγματικότητα δεν διαφέρει από το όνειρο.
Και για να αποφύγει τις συγχίσεις καταλήγει πως «είτε είμαστε ξυπνητοί, είτε κοιμισμένοι, πρέπει να πειθόμαστε μονάχα με την προφάνεια του λογικού μας», αν και στο ξύπνιο μας το λογικό δεσπόζει περισσότερο από όσο στα όνειρά μας. Κι έτσι μπορεί κάποιος με μεγαλύτερη ασφάλεια να διαχωρίσει την φαντασία από την πραγματικότητα.
Πέμπτο μέρος:
Με πολύ φόβο και αυτολογοκρινόμενος προκειμένου να μην εξοργίσει τους Ιησουίτες και τους απανταχού καθολικούς, αναφέρει πως με τη μέθοδό του μπόρεσε να εξηγήσει και να κατανοήσει διάφορα κοσμολογικά φαινόμενα (κίνηση της γης, του ήλιου, των πλανητών) χωρίς να απαρνηθεί την ύψιστη αρχή της τελειότητας του Θεού και των νόμων που αναμφίβολα ο ίδιος έχει θέσει, θέτοντας σε κίνηση τον κόσμο που δημιούργησε. Και όλα αυτά τα κατέγραψε σε μια πραγματεία.
(στο σημείο αυτό με εντυπωσίασε ιδιαίτερα ο φόβος τον Ντεκάρτ για την εκκλησία και τον βαθμό που αυτή κυριαρχούσε επάνω στη σκέψη των ανθρώπων, σαν μια αέναη απειλή).
Ο Θεός αυτός λοιπόν που έφτιαξε τον υλικό κόσμο, έφτιαξε από τα ίδια υλικά μέρη και τον άνθρωπο. Κι ως προς αυτό ο άνθρωπος δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα δημιουργήματα. Αλλά ο Θεός πέρα από την υλική ψυχή, τον εμψύχωσε και με μία άλλη, μοναδική στον κόσμο μια «ψυχή λογική» που δεν παράγεται από την δύναμη της ύλης. Προχωρεί στην αναφορά της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος και στην μηχανική που διέπει την κυκλοφορία του αίματος. (αρτηρίες, φλέβες, κίνηση της καρδιάς, λειτουργία των πνευμόνων και στομαχιού, μυϊκό σύστημα κτλ). Και τελικά καταλήγει στον εγκέφαλο, ο οποίος σχηματίζει ιδέες που δημιουργούνται από τις αισθήσεις, τις οποίες τις παραλαμβάνει έπειτα η μνήμη και η φαντασία για να τις ανασυνθέσει. Η ικανότητα της ομιλίας διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα και συνιστά μια προωθημένη μορφή έκφρασης της έλλογης σκέψης, όπου υπερβαίνει και στέκει επάνω από τους νόμους της μηχανικής, από όλα τα υπόλοιπα υλικά δημιουργήματα. Κι αφού η λογική ψυχή υπάρχει ξέχωρα και ανεξάρτητα από το σώμα συμπεραίνει πως δεν υπόκειται στο νόμο της φθοράς και πως είναι αθάνατη.
Έκτο μέρος:
Ενώ λοιπόν είχε έτοιμη την πραγματεία του να την δημοσιεύσει μαθαίνει την καταδίκη ενός άλλου (σσ. Εννοεί του Γαλιλαίου από την Ιερά Εξέταση) και σπεύδει να ακυρώσει το εγχείρημά του. Ωστόσο υπάρχει κάτι, ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι στην διάδοση μιας γνώσης, την οποία περιγράφει ως «πρακτική φιλοσοφία» ικανής να κατασκευάζει μηχανές για το όφελος του ανθρώπου και να διασφαλίζει την ανθρώπινη υγεία (σσ. Κι όλα αυτά για να καταλήξουμε σήμερα στην Monsanto – Bayer; Αναρωτιέμαι, τί θα είχε να πει γι’ αυτό ο Καρτέσιος, αλλά φαίνεται πως η κάθε εποχή έχει τη δική της Ιερά Εξέταση τελικά). Κι αυτή η έγνοια του τον κάνει να αρθρώσει μια έκκληση:
«Να καλέσω τα άξια πνεύματα να προχωρήσουν παραπέρα, συμβάλλοντας, ο καθένας κατά την κλίση και τη δύναμή του, στα πειράματα που θα έπρεπε να γίνουν, και μεταδίνοντας επίσης στο κοινό όλα όσα μάθαιναν. Σε τρόπο που, αρχίζοντας οι τελευταίοι αποκεί που θα έχουν τελειώσει οι προηγούμενοι, κι ενώνοντας έτσι τις ζωές και τις εργασίες πολλών, να τραβήξουμε όλοι μαζί πολύ μακρύτερα απ’ όσο θα μπορούσε να προχωρήσει ο καθένας χωριστά».
Στη συνέχεια απολογείται επί μακρόν για την απόφασή του, παρ’ όλα αυτά να μη δημοσιεύσει την πραγματεία του, κάνει λόγο για την φιλοσοφία που διέπει τα πειράματά του και τις όποιες αντιδράσεις συνάντησε. Και την απόφασή του να συνοδεύει τούτον εδώ τον «Λόγο περί της Μεθόδου» με τρεις μικρές πραγματείες οι οποίες ελπίζει πως δεν θα προκαλέσουν προβλήματα «περί Διοπτρικής, Μετεώρων και Γεωμετρίας» πάνω στις οποίες εφαρμόζει την επιστημονική του μέθοδο.
Και καταλήγει στα περί γλώσσας:
«Κι αν γράφω γαλλικά, που είναι η γλώσσα του τόπου μου, κι όχι λατινικά, που είναι η γλώσσα των δασκάλων μου, το κάνω επειδή ελπίζω πως όσοι χρησιμοποιούν αποκλειστικά το φυσικό λογικό τους εντελώς άδολο, θα κρίνουν τις γνώμες μου καλύτερα από εκείνους που πιστεύουν μονάχα στα αρχαία βιβλία».
Και κλείνει λέγοντας για άλλη μια φορά, πως πάνω από όλα επιθυμεί να τον αφήσουν στην ησυχία του την οποία δεν την ανταλλάσσει ούτε με τη δόξα ολάκερου του κόσμου.
Αυτό το έργο ήταν τόσο ωραίο, και εκτός των άλλων αποδεικνύει πόσο χρήσιμες υπήρξαν οι θερμάστρες για την εξέλιξη της ανθρώπινης νόησης (με αφορμή το χιόνι που ρίχνει απόψε χαχαχα).
Νικολέτα Μποντιόλη- Posts : 159
Join date : 2016-08-29
Location : Παντού!
Similar topics
» Κανόνες για τον κατευθυσμό της γνωστικής δύναμης, René Descartes
» Garth Risk Hallberg, Πόλη στις φλόγες
» Garth Risk Hallberg, Πόλη στις φλόγες
Page 1 of 1
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum